Κεφάλαιο XVII

2.8K 329 3
                                    

Έφτασα κάτω και προς μεγάλη μου τύχη ο λύκος δεν με είχε ακούσει.Έπιασα το πόμολο της πόρτα και την άνοιξα.Άκουσα την ανάσα του απο πίσω μου και ακολούθησε ένα σιγανό γρύλισμα.Γύρισα αργά και τον είδα.Τεράστιος όπως τον θυμόμουν.Τα μάτια του δεν άλλαζαν,ήταν το ίδιο μέλι και το τρίχωμα μαύρο.

Οι λύκοι μυρίζονται τον φόβο νομίζω για αυτό παρέμενα ήρεμη έχοντας στο μυαλό μου ότι αυτός είναι ο Τζακ μου.Με πλησίασε απειλητικά.

-Πρέπει να φύγεις,ψιθύρισα κρατώντας ανοιχτή την πόρτα και ένιωσα ένα δάκρυ να κυλάει στο μάγουλό μου.Δεν ξέρω τι φοβόμουν περισσότερο.Την αστυνομία που πλησίαζε ή ότι θα μπορούσε να με σκοτώσει.

Έτρεξε έξω και έκλεισα την πόρτα.Χαμογέλασα απο ανακούφιση.


-Έμμα σίγουρα είσαι καλά;ρώτησε ο πατέρας μου για πολλοστή φορά.

Είχε έρθει όλη η αστυνομία της πόλης και μας τσέκαρε έναν έναν.Πήγα να φύγω όταν η Έλεν με τράβηξε προς το μέρος της.

-Εσυ τον άφησες να φύγει,μου είπε.

-Ε;Τι λες πας καλά;Γιατί να το κάνω αυτό;

Τράβηξα το χέρι μου επειδή μου το κρατούσε και άρχισα να περπατάω προς το σπίτι του Τζακ.Τον βρήκα στα μισά της διαδρομής.Φορούσε μια βερμούδα.

-Έμμα,ψέλλισε και έτρεξε να με αγκαλιάσει.

-Γιατί ήρθες στο πάρτι Τζακ;

-Δεν ξέρω ένιωθα ότι πρέπει να σε προστατέψω,κάτι σαν ένστικτο,το θυμάμαι αυτό.Αν δεν ήσουν εσυ θα με είχαν σκοτώσει τώρα..Πες μου ότι δεν σε πλήγωσα.

-Απλά με κοίταξες και έφυγες,απάντησα.

Με έφερε κοντά του και με φίλησε.Περπατήσαμε ως το σπίτι του.Είχα παγώσει.Μου έδωσε μια κουβέρτα και με αγκάλιασε.Τόσο ζεστός..

Χτύπησε η πόρτα.Σηκωθήκαμε και κοίταξα απο το παράθυρο.Ήταν ενα περιπολικό.Αχ τέλεια..

Ο Τζακ άνοιξε την πόρτα και εγώ ήμουν απο πίσω του.

-Κ.Τζειμς,είπε.

Α ωραία ο πατέρας μου..

-Γεια σου Τζακ,συγγνώμη που ενοχλώ αλλά δεν νομίζω πως είστε ασφαλής εδώ.Τουλάχιστον ήρθα να πάρω την Έμμα.

Μπήκα μπροστά απο τον Τζακ.

-Μπαμπά είμαι μια χαρά.Θα μείνω εδώ το βράδυ και θα είμαι μια χαρά.

Κοίταξε τον Τζακ θυμωμένα και ξαναγύρισε το βλέμμα του σε εμένα.

-Εντάξει τότε.Θα τα πούμε το πρωί.

-Καληνύχτα μπαμπά.

Κλείσαμε την πόρτα.

-Θα νομίζει ότι σε βιάζω ή κάτι τέτοιο,είπε και γέλασα.

-Η αλήθεια είναι ότι θέλω να με βιάσεις,είπα και άρχισα να τον φιλάω οδηγώντας τον στο κρεβάτι.Τον πέταξα στα σεντόνια και άρχισα να τον φιλάω.Με φίλησε τόσο δυνατά που πόνεσα και το χέρι του έσπασε το προσκέφαλο του κρεβατιού.

Τραβήχτηκε γρήγορα μακριά μου.

Ναι σωστά,μετά απο μια μεταμόρφωση όλα αυτά είναι κάπως επικίνδυνα.Με κοίταγε γεμάτο λύπη.

-Είναι εντάξει,ψιθύρισα και τον έφερα κοντά μου.

Έιχε ξαπλώσει στα πόδια μου και του χάιδευα το κεφάλι.Νομίζω ότι είχε αποκοιμηθεί.

*Flashback*

Παίζαμε κυνηγητό στον κήπο του σπιτιού του.Έπεσε και το γόνατο του γέμισε με αίμα.Δεν έκλαψε,ποτέ δεν έκλαιγε.Πήγα κοντά του και τον σήκωσα.Οι γονείς μας καθόντουσαν στην μπροστινή βεράντα.

-Τζακ πονάς;τον ρώτησα και του τράβηξα το χέρι για να σηκωθεί.

-Λίγο.

Κάτσαμε στον καναπέ και του καθάρισα το πόδι με λίγο χαρτί και οινόπνευμα που είχε η μαμά στο μπάνιο.Στην συνέχεια έβαλε το κεφάλι του στα πόδια μου όπως καθόμασταν και άρχισα να του χαιδεύω το κεφάλι.Του άρεσε τόσο που σε ελάχιστα λεπτά κοιμήθηκε.

Του έτρεξε λίγο σάλιο στο πόδι μου όπως κοιμόταν και γέλασα σιγανά για να μην τον ξυπνήσω.Στην συνέχεια ήρθαν μέσα οι μαμάδες μας.

Το κορίτσι του λύκου (Ολοκληρωμένη)Where stories live. Discover now