•~17~•

7 5 14
                                    

ΗΛΕΚΤΡΑΣ POV

3.34.Πλεον ο Πανος ειχε κοιμηθει. Σε αντιθεση με μενα. Ολο το βραδυ καθομουν και τον χαζευα. Βλεπεις, οταν ξερεις πως αυτη θα ειναι η τελευταια φορα που θα δεις καποιον που αγαπας, η τελευταια φορα που θα τον αγκιζεις, θα τον φιλας, θα τον αγκαλιαζεις, θα τον παρατηρεις οσο κοιμαται, το μονο που θελεις ειναι να τα αγγιξεις ολα στο επακρο. Μονο γιατι ξερεις οτι ειναι η τελευταια φορα. Ετσι και γω. Ομως αυτο δεν μου αρκει. Δεν μπορω με το ετσι θελω να φυγω. Χωρις ενα αντιο. Χωρις ενα σαγαπω. Χωρις μια συγγνωμη. Δεν γινεται. Τα αξιζει ολα αυτα. Διχως να τον ξυπνησω, σηκωθηκα αργα και με σταθερα αλλα ταυτοχρονα και σιγανα βηματα προχωρησα προς το γραφειο του. Ανοιξα το μικρο φωτιστικο, και αφου πηρα ενα χαρτι και ενα μολυβι ξεκινησα να γραφω. Τα παντα. Ολα οσα ηθελα να του πω, και διστασα. Ολα. Τα παντα. Μαζι με αυτα που εγραφα ομως, ολες μας οι αναμνησεις ηρθαν στο φως. Και μαζι της ηρθαν και δακρυα. Πολλα δακρυα. Και λυγμοι. Βουβοι λυγμοι. Δεν ηθελα να τον ξυπνησω. Τελευταια λεξη. Αφηνω το μολυβι κατω. Διπλωνω το χαρτι στα δυο. Γραφω πανω του για τελευταια φορα το ονομα του. Η μαλλον.. το παρατσουκλι του. Ετσι οπως μονο εγω τον φωναζα. Πητερ Παν. Ξερω, αλοκοτο θα πει καποιος. Ισως και ηλιθιο. Ομως για μενα δεν ειναι καθολου ετσι. Ηταν, η βασικα ειναι ο Πητερ Παν μου. Τον περιμενα καιρο. Περιμενα χρονια ολοκληρα να μπει καποιος στην ζωη μου και να της δωσει τα χρωματα που χρειαζοταν. Μιας και ειχε ξεμεινει μονο το μαυρο. Κοιτουσα καθε βραδυ τον ουρανο με μια κρυφη ελπιδα πως θα εμφανιστει καποιος. Ετσι κι εγινε. Μια νυχτα στο μπαλκονι μου.Μια καλοκαιρινη βραδυα. Με ενα απαλο μαυρο νυχτικο. Με ματια βουρκωμενα. Και πολυ συντομα δακρυσμενα. Να κοιταζω τα αστερια. Εχοντας χασει πια καθε ελπιδα. Ακουμποντας τα καγκελα. Κοιτοντας τον μαυρο ουρανο. Λεγοντας "βαρεθηκα πια να περιμενω για κατι που ποτε δεν θα ρθει". Πηδοντας τα καγκελα. Πατωντας στο πρασινο γρασιδι του κηπου μου. Ηρθε. Καθοταν με την παρεα του στην απεναντι πλατεια. Η παρεα του μου  σφυριζε. Γελουσε πονηρα. Εγω πλεον πεφτω στο γρασιδι. Η παρεα του συνεχιζει να με κοιτα προκλητικα. Εγω αφηνω πλεον τους λυγμους μου ελευθερους. Ξαφνικα ολοι σωπαινουν. Με κοιτουν. Διχως να πουν λεξη. Εγω ομως δεν σταματω. Δεν αντεχω. Συνεχιζω να κλαιω και να αφηνω δυνατους λυγμους να σκεπαζουν την αμηχανη ησυχια που πλεον ειχε απλωθει. Εκεινος πλησιαζει. Η παρεα του του λεει να γυρισει πισω. Εκεινος ακαθεκτος προχωρα προς του μερος μου. Πηδαει τον φραχτη του σπιτιου. Ερχεται ολο και πιο κοντα μου. Μου δινει το χερι του. Μσ σταθεροποιει καλυτερα ακουμποντας την πλατη μου στα καγκελα. Υστερα μου δινει μια μπυρα. Καθεται διπλα μου. Ανοιγει και αυτος μια ακομα. Και καθομαστε εκει. Διχως λογια. Ωσπου ψυχαμες αρχιζουν να κανουν την εμφανηση τους. Και μεις χαμενοι στις σκεψεις μας. Η βροχη δυναμωνει. Μια δυνατη μπορα ξεσπα. Οι φιλοι του φωναζουν να φυγει. Ολοι μπαινουν μες το αμαξι. Και μεις ακομα εκει. Τον ξαναφωναζουν. Γυριζω να τον κοιταξω. Τα ματια του καρφωμενα πανω μου. Του ειπα"φυγε" Μου ειπε "οχι" και αρκεστηκα σ'αυτο. Πλεον μαζι η καταρακτωδες βροχη που ειχε ξεσπασει, συνοδευοταν με αστραπες και μπουμπουνητα. Και μεις εκει. Αμιλιτοι. Ακουνητοι. Εκεινος να εχει στηριγμενο το κεφαλι του στα καγκελα. Κι εγω το κεφαλι μου στον ωμο του. Τα ρουχα μας ειχαν μουσκευτει. Το μαυρο νυχτικο μου ειχε κολλησει στο σωμα μου οπως και η μπλουζα του διαγραφοντας τελεια τους κοιλιακους του. Επειτα απο αρκετη ωρα, η βροχη σταματησε. Ο ουρανος βαρεθηκε να κλαιει. Κουραστηκα να ορυεται αδικα. Και μεις ακομα εκει. Με κοιταει. Τον κοιταω. Ο τελειος συγχρονισμος. Τα χειλη μας ενωνονται. Για καποιους πολυ αποτομο. Πολυ ανωριμο. Πολυ βιαστικο. Για μας οτι ακριβως χρειαζομασταν. Δυο πληγωμενες ψυχες που ενωθηκαν σε μια. Υστερα μπηκαμε μεσα. Στο δωματιο μου. Τκυ εδωσα μια πετσετα και καθαρα ρουχα του κολλητου μου. Μπηκα στο μπανιο να αλλαξω. Τον αφησα στο δωματιο. Μονο που οταν γυρισα δεν ηταν εκει. Η μπαλκονοπορτα ανοιχτη. Εκεινος αφαντος. Απογοητευτηκα. Πηγα να ξαπλωσω στο κρεβατι οταν βρηκα ενα χαρτακι πανω στο παπλωμα. "θα ξαναρθω" ελεγε. Χαμογελασα πικρα. Ξαπλωσα. Μεσα σε λιγα λεπτα αποκοιμηθηκα. Το επομενο βραδυ δεν ηρθε. Ουτε το μεθεπομενο. Ουτε τα υπολοιπα εικοσι τρια βραδυα. Φυσικα και ειχα χασει ξανα την ελπιδα μου. Η ψυχη μου αρχισε να ξαναγινεται μαυρη. Ωσπου ενα βραδυ, ιδιο με τοτε, το ιδιο νυχτικο, οι ιδιες κινησεις, ξανα οι ιδιοι λυγμοι. Ξανα η ιδια παρεα. Ξανα τα ιδια πικροχολα σχολια της παρεας του. Κοιταξα με την ελπιδα να τον δω. Πουθενα. Βροχη ξεσπαει. Καλυπτει τα δακρυα μου. Η ιδια θεση με τοτε. Μονο που δεν ειναι εκει να ακουμπησω πανω του. Κλεινω τα ματια μου. Προσπαθωντας να αποτρεψω τα δακρυα να ξεφυγουν απ τα ματια μου. Ξαφνικα νιωθω ενα σκουντηγμα. Ανοιξα τα ματια μου. Το βλεμμα μου συναντησε το δικο του. "Σου ειπα πως θα ξαναρθω" χαμογελασε.
"Γιατι αργησες?" Αφησα πλεον τους λυγμους μου ελευθερους.
"Ει ηρεμησε. Τωρα ειμαι εδω. Δεν θα σε ξανααφησω. Στο υποσχομαι. Ποτε ξανα. Σου ορκιζομαι. Θα ειμαι εδω να σε προσεχω" ειπε και του εγνεψα αγκαλιαζοντας τον.

Και καπως ετσι γιναμε ζευγαρι. Ποτε δεν μου το ζητησε. Ποτε δεν του ειπα "ναι". Τουλαχιστον με το στομα. Γιατι με τα ματια ολα ειχαν ηδη γινει.

Σκουπιζοντας τα ματια μου γυρισα να τον κοιταξω. Ειχε παρει αγκαλια το μαξιλαρι. Σαν μικρο παιδι. Γελασα αχνα στην εικονα αυτη.

Κοιταξα το μεγαλο ρολοι στο απεναντι τοιχο. 4.26. Εχω χρονο ακομα. Εκλεισα το φωτιστικο και τον πλησιασα. Μπηκα κατω απ τα σκεπασματα και τον πηρα αγκαλια. Εκεινος ξυπνησε και αφου μου χαμογελασε και με φιλησε με αγκαλιασε σφικτα και ετσι  αποκημηθηκαμε.
























Ηευ!🙋
Τι κανετε βλε σεις?
•Λογικα καλα😆(βολ ουτε καν θυμαμαι😂)
•Εγω παλι ετσι και ετσι.
Απ την μια αγχωνομαι με τα διαγωνισματα κτλ και απ την αλλη χαιρομαι που σε μια βδομαδα κλεινουν τα σχολεια😂🎉🎉
Ακυρο, αλλα αρχαια πηρα 18😂😄

Τεσπα, σι για νεξτ γουικ.😊






















-Ιωάννα-

I'll always love youWhere stories live. Discover now