×91×

436 59 19
                                    

Το βίντεο ξεκινάει με εμένα καθισμένη στο κρεβάτι σου.

Τα μαλλιά μου είναι μαζεμένα πάνω σε έναν μπερδεμένο κότσο και τα μάτια μου είναι κόκκινα, καθώς επίσης δεν υπήρχε ίχνος μακιγιάζ στο πρόσωπό για να καλύψει τις μαύρες σκιές κάτω από τα μάτια μου.

Ήταν η πρώτη φορά που με έβλεπες έτσι και μπορούσα να το καταλάβω στον τρόπο με τον οποίο έσμιγες τα φρύδια σου. Μια κίνηση ανησυχίας.

Είχες καταλάβει από το θολό μου βλέμμα πως είχα πιει. Αν δεν το είχες ήδη μυρίσει..

«Εμ, δεν έπρεπε να έρθω.» μουρμουράω και τρίβω το πρόσωπό μου με τα χέρια μου.

Μπορούσα να θυμηθώ εκείνη την μέρα.

Ήταν λίγο αφού γνωριστήκαμε. Δεν γνώριζα καν τον λόγο που είχα έρθει σπίτι σου. Ήμουν μπερδεμένη και ήθελα απλώς κάποιον να με ακούσει.

Την ώρα που έψαχνα λοιπόν τις επαφές μου, έπεσα σε εσένα. Σε είχα αποθηκεύσει «το κουκλί με την κάμερα».

Γέλασα και σε πήρα τηλέφωνο χωρίς καν να γνωρίζω τι έχω σκοπό να σου πω.

Είχαμε βγει μόνο ελάχιστες φορές με κοινούς φίλους, αλλά ποτέ οι δυο μας. Μου ήταν λοιπόν πολύ άβολο το να βρίσκομαι μόνη σε ένα δωμάτιο μαζί σου. Και το γεγονός πως το μοναδικό ρούχο το οποίο υπήρχε πάνω σου ήταν μια αθλητική φόρμα, το έκανε ακόμη χειρότερο.

«Δεν ήθελα να σε ενοχλήσω, είναι και αργά.» λέω ξανά ενώ δεν τολμώ να σηκώσω το βλέμμα μου να σε κοιτάξω.

«Δεν ενόχλησες.» λες απαλά.

Με σαρώνεις με τα μάτια σου, όπως συνήθιζες να παρατηρείς έναν πίνακα.

Σε πιάνω να με κοιτάς και το κοκκίνισμα στα μάγουλά μου κάνει αντίθεση στο χλωμό μου πρόσωπο.

«Όπως και να 'χει δεν ήθελα να με δεις έτσι.» η ντροπή ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μου.

«Είσαι όμορφη.» λες απλά.

«Ορίστε;»

Ο τόνος μου φάνηκε να σε μπερδεύει. Σήκωσες μπερδεμένος τους ώμους σου έτοιμος να μιλήσεις αλλά σε πρόλαβα.

«Μη μου λες ότι είμαι όμορφη. Πες μου ότι έχω όμορφη ψυχή. Μη μου λες ότι έχω όμορφο χαμόγελο, πες μου πως σε κάνω να χαμογελάς. Μη μου λες πως έχω όμορφα χείλη, πες μου ότι απολαμβάνεις τις συζητήσεις μαζί μου. Πες μου πως ακόμη κι αν ήσουν τυφλός θα με ερωτευόσουν, γιατί θα μπορούσες να δεις την εσωτερική μου ομορφιά.» σταματάω για να πάρω μια ανάσα και βλέπω το μισάνοιχτο στόμα σου.

Θεέ μου, σε είχα φρικάρει τελείως..

Εκνευρισμένη, συνεχίζω: «Τι είμαστε όλοι; Ένα μυθιστόρημα. Δεν θέλω λοιπόν να μου λένε πως έχω όμορφο εξώφυλλο. Θέλω να με διαβάζουν και να τους ταξιδεύουν οι λέξεις.

Θέλω να με αφήνουν στον κομοδίνο τους και να με ξαναδιαβάζουν κάθε βράδυ γιατί λάτρεψαν αυτό που είμαι. Ο εαυτός μου. Δεν θέλω να μπαίνω στο ράφι τους, στο σαλόνι, ώστε να με βλέπουν όλοι χωρίς να έχουν καν κοιτάξει τι μπορεί να έχω μέσα μου. Τι μπορώ να τους προσφέρω. Δεν θέλω να με παρατήσουν εκεί. Γιατί όλοι θέλουν όμως να αλλάξω το εξώφυλλό μου; Γιατί οι γονείς μου, μου ζητάνε συνέχεια αυτό το πράγμα; Να αλλάξω το εξώφυλλό μου; Είμαι σαν φρικιό λένε. Ντρέπονται να πούνε πως είμαι κόρη τους λένε. Γιατί; Γιατί τα μαλλιά μου είναι μπλε; Γιατί; Γιατί δεν φοράω ροζ φουστίτσες; Γιατί δεν προσπαθούν να με διαβάσουν λίγο; Έστω τις πρώτες σελίδες.»

Ο κόμπος που είχε δημιουργηθεί στο στομάχι μου, ανέβηκε μέχρι τον λαιμό μου και η όραση μου θόλωσε από τα δάκρυα που γέμισαν τα μάτια μου.

Εσύ με κοίταζες σαστισμένος να σκουπίζω τα δάκρυα από το πρόσωπό μου με το μανίκι της ζακέτας μου.

«Τι; Τι με κοιτάς έτσι;» ρώτησα επιθετικά.

Για μία ακόμη φορά φάνηκε να χάνεις τα λόγια σου.

«Γάμησέ το ρε! Ήμουν χαζή αν πίστεψα πως εσύ για κάποιον λόγο θα με καταλάβαινες.»

Πετάχτηκα από την θέση μου σαν ελατήριο και πλησίασα την πόρτα έτοιμη να φύγω.

Εσύ έτρεξες και μπήκες μπροστά, μπλοκάροντας μου τον δρόμο.

«Φύγε από μπροστά μου.» φώναξα και έπεσα πάνω σου προσπαθώντας να σε προσπεράσω, αλλά ήσουν πιο δυνατός από εμένα.

Είχα όμως πει πολλά και ένιωθα πως θα κλάψω από την ντροπή μου. Μόλις είχα μπουκάρει μεθυσμένη στο σπίτι ενός άγνωστου -σχεδόν- τύπου και του είχα βάλει τις φωνές για κάτι για το οποίο δεν ευθύνεται αυτός.

«Περίμενε.» είπες το ίδιο δυνατά με εμένα στην προσπάθεια να με κάνεις να σε ακούσω.

Και το κατάφερες. Σώπασα και έμεινα ακίνητη.

«Τι;» σε κοίταξα θαρραλέα ίσια στα μάτια.

«Μόλις έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο.» ξεκίνησες ήρεμα. «Έχει ένα μαύρο, θολό εξώφυλλο. Δεν μπορώ να διακρίνω τι απεικονίζει ακριβώς, αλλά μόλις το άνοιξα και διάβασα το πρώτο κεφάλαιο και... Ω διάολε.» έκανες μια παύση και είδα το στήθος σου να φουσκώνει καθώς άφησες έναν βαθύ αναστεναγμό απόλαυσης «ήταν ότι πιο όμορφο έχω διαβάσει».

Σιωπή και από τις δύο μεριές.

Ξεροκατάπιες και συνέχισες τόσο σιγανά που με το ζόρι σε άκουσα: «Μείνε. Άσε με να σε διαβάσω».

𝐐𝐮𝐨𝐭𝐞𝐬 [✔️]Where stories live. Discover now