Κεφάλαιο 18

1.8K 192 23
                                    

Η διαδρομη Αθηνα Θεσσαλονίκη περασε ευχαριστα γιατι ευτυχως ο Δημητρης ηταν σε αλλο αμαξι απο μενα . Εγω ειχα μπει με τον Πανο ο οποιος ηταν παντα υπερβολικα ευδιαθετος .
" Και ο φιλος σου ο Παυλος δεν θα ανεβει;" με ρώτησε και έριξε μια γρήγορη μάτια πάνω μου.
" Οχι , βρηκε αφορμη και πηγε στα Γιαννενα να δει τους δικους του μιας και εγω επανω θα δω την μητερα μου "
" Ααα ναι , Θεσσαλονικιά και εσυ!"
" Γιατι ποιος αλλος ειναςι;"
" Ο Δημητρης καλε.."
" Ναι σωστα! " ειπα αδιαφορα και χαζεψα εξω . Η Μαριω θα ερχοταν με αεροπλανο για την βραδινη μας εμφανιση και θα εμενε μαζι με τα παιδια σε ενα ομορφο ξενοδοχειο που ειχα κλεισει . Εγω και ο Δημητρης θα μεναμε ο καθενας στο πατρικο του .
" Σε ποση ωρα φτανουμε; " χασμουρήθηκα και βολευτηκα καλυτερα στο καθισμα μου .
"Εχουμε δυο ωρες ακομα.."
" Οταν μπουμε στην πολη, ξυπνα με " ειπα νιαζαρικα και χαθηκα στον υπνο .





Αχχχ πατριδα !! Ενθουσιασμενη βοηθησα τα παιδια με τα οργανα και τις αποσκευες και επειτα τους αφησα να ξεκουραστουν. Σημερα θα εμφανιζομασταν παραμονη πρωτοχρονιας στο μαγαζι και αυριο θα τους ξεναγουσα στην πολη . Περπατησα μονη μου για καμια ωρα και χαζευα τους στολισμενους δρομους και την θαλασσα. Ποσο μου ειχε λειψει αυτο το μπλε . Ποσό όμορφα χρόνια είχα περάσει εδώ. Ειδικά αυτά με τον Δημήτρη . Γυρίζαμε την πόλη άπειρες φορές και δεν έφτανε για να την χορτάσουμε. Ήμασταν τόσο ερωτευμένοι. Γαντζωμένοι ο ένας πάνω στον άλλον . Όλοι μας οι γνωστοί μας κορόιδευαν που δεν ξεκολλουσαμε. Αμέσως τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα και αναλογίστηκα για άλλη μια φορά τι σήμαινε αυτό το φιλί τις προηγούμενες μέρες. Μετά απο αυτό ήταν εξαφανισμένος , δεν έβρισκα ούτε ένα λεπτο για να του μιλήσω. Σαν μια σπίθα έσβησε πρώτου καν ανάψει. Πως είχα γίνει έτσι ; Και μετά , είχα και τον Παύλο. Ο Παύλος.. δεν μπορεί να με αγγίξει στην καρδιά μου. Απλά περνά περαστικός από το κορμί μου για να γεμίσει το κενό που ακόμα υπάρχει . Που πάντα θα υπάρχει και με φοβίζει.. Άραγε θα ερωτευτώ ξανά όπως ερωτεύτηκα εκείνον;;
Στάθηκα για μια στιγμή έξω από την γνώριμη πόρτα και έψαξα μέσα στην τσάντα μου τα ξεχασμένα κλειδιά. Μπήκα ήσυχα και ανέβηκα τα σκαλιά και το ξύλινο πάτωμα μου έδωσε την γνωρίμη μυρωδιά του σπιτιού.
« Είσαι καλά τώρα έτσι;» Σιγομουρμούριζε στο τηλέφωνο η μητέρα μου χωρίς να με έχει ακούσει να μπαίνω. Ήμουν σίγουρη πως θα ούρλιαζε από την τρομάρα της αν έβγαζα άχνα.
« Δεν θέλω να αγχώνεσαι άλλο με αυτό. Μου είπε πως δεν υπάρχει τέτοια πιθανότητα» εκείνη την ώρα έκανε στροφή με το κινητό στο χέρι και με αντίκρισε. Τσιριξε δυνατά και σχεδόν της έφυγε από την λαβή της. Γέλασα καθώς ήταν αναμενόμενη η αντίδραση της.
« Τα λέμε , ήρθε η Πηνελοπη..» είπε βιαστικά στο ακουστικό και το έκλεισε.
« Αχ παλιοκοριτσο με κατατρόμαξες» γκρίνιαξε και ήρθε κατά πάνω μου. Με αγκάλιασε σφιχτά και χάιδευε παράλληλα τα μαλλιά μου . Η αλήθεια ήταν πως μου είχε λείψει λίγο η μυρωδιά της και τα χάδια της.
« Με ποιον μιλούσες;» Την φίλησα γλυκά και πήγα στην κουζίνα να βρω κάτι να τσιμπήσω.
« Με μια φίλη» είπε αδιάφορα και μου έδωσε κάτι μελομακάρονα. Αχ είχαν μπει γιορτές και δεν είχα φάει ούτε ένα.
« Εσυ δεν μου λες ότι δεν έχεις φίλες;» Μίλησα μπουκωμένη και ψαχούλεψα το ψυγείο .
« Ήρθες στην Θεσσαλονίκη για να μου κανείς έλεγχο ;» Σταύρωσε τα χέρια της και έβγαλε από το φούρνο κάτι που μοσχομυριζε.
« Αρνάκι στο φούρνο με πατατες;;» Είπα ενθουσιασμένα και εκείνη γέλασε .
« Το αγαπημένο σου!!»
« Έλα να φάμε τώρα για να έχω ξεφουσκώσει μέχρι το βράδυ» της είπα και έπιασα δυο πιάτα.
« Τελικά θα τραγουδήσεις με την Μαριώ;»
« Ναι είναι πολύ καλή ευκαιρία, θα έρθεις;» Της πρότεινα αλλά δεν την έβλεπα και πολύ ενθουσιασμένη.
« Να μου λείπει.. δεν έχω όρεξη για πανηγύρια» γκρίνιαξε για άλλη μια φορά και σέρβιρε.

Ο ΠρώηνOù les histoires vivent. Découvrez maintenant