«Πώς είσαι έτσι; Χάλι μαύρο», μουρμούρισε μέσα στα χασμουρητά της η Στέισι ,όταν κατάφερα μετά από μεγάλη προσπάθεια να την ξυπνήσω. Σίγουρα εκτός από την ελληνική γλώσσα είχε αρχίζει πλέον να χειρίζεται τέλεια και τις αργκό εκφράσεις μας...
«Άσε δεν κοιμήθηκα καλά πάλι χθες. Βασικά δεν κοιμήθηκα καθόλου...»
«Τι σου συνέβη; Σε ανησύχησε κάτι; Μήπως είχες άγχος για το μάθημα;»
Στην τελευταία ερώτηση δε κρατήθηκε και έσκασε ένα χαμόγελο. Κανείς από τους δυο μας δεν είχε την εντύπωση ότι ήμουν ο καλός φοιτητής που αγχωνόταν για τα μαθήματα που χρωστούσε.
Περάσαμε αρκετές ώρες μαζί στο δωμάτιο της και ξεχάστηκα. Οι σκοτεινές μου σκέψεις χάθηκαν για λίγο στο φως της. Η εστία της Στέισι, αν και απέχει πέντε λεπτά με τα πόδια από τη δική μου, είναι άλλος κόσμος. Έχει τρομερή θέα που φτάνει μέχρι τη θάλασσα ,αφού καμιά πολυκατοικία δε διακόπτει το βλέμμα σου. Ένα όμορφο ύψωμα στη μέση της τσιμεντούπολης, με πολύ πράσινο και μια σχετική ηρεμία ,αφού οι κόρνες και τα γκάζια των οχημάτων ίσα που φτάνουν εκεί ψηλά. Από την πίσω πλευρά είναι ένα όμορφο μικρό παρκάκι που μαζεύονται πιτσιρικάδες, αλλά και παρέες μεγαλύτερων τα βράδια. Εκεί πίνουν, εκεί τραγουδούν, εκεί ερωτεύονται. Πολύχρωμοι τοίχοι, ανοιχτωσία, μουσικές, ζωντάνια. Όρεξη για ζωή. Παίζει ρόλο και το γεγονός ότι εκεί συγκατοικούν και οι αλλοδαποί φοιτητές και ο καθένας προσδίδει ένα άλλο χρώμα με τη διαφορετική κουλτούρα του στο πολυπολιτισμικό παζλ.
Το απόγευμα την αποχαιρέτησα και θα πήγαινα να διαβάσω στην αίθουσα υπολογιστών. Κάθε φορά που πάω για διάβασμα εκεί, έρχονται στο μυαλό μου τα λόγια του Φίλιππου. Έχει έναν τρόπο να κρύβει τόση σοφία συμπτυγμένη σε μερικές λέξεις...
«Κοιτάς μια οθόνη συνεχόμενα επί δέκα ώρες. Το ξέρεις ότι αυτό που κοιτάς είναι 99.9999 % κενό; Καταλαβαίνεις ότι κοιτάς το κενό για δέκα ώρες; Πατάς και μερικά κουμπάκια με γράμματα επάνω και κουνάς με το δεξί σου χέρι ένα άλλο μαραφέτι, που το λες ποντίκι. Και μετά νιώθεις σαν να έσκαβες όλη τη μέρα. Το ψυχολογικό βάρος που νιώθεις στους ώμους σου και στο κεφάλι σου είναι ασήκωτο. Ε, πώς περίμενες να νιώσεις ρε μεγάλε; Η επιστήμη φίλε είναι εκεί έξω ,δε κλείνεται σε κουτιά. Όταν την κλείσεις σε ένα κουτί, σε σκοτώνει. Σιγά σιγά μεν, αλλά σε σκοτώνει». Δε θα άλλαζα ούτε συλλαβή από αυτά που έλεγε ο Φίλιππος.
«Γεννηθήκαμε σε λάθος εποχή φίλε μου. Παλιά είχανε πολέμους, πείνα, αρρώστιες θανατηφόρες που σήμερα τις θεωρούμε ασήμαντες. Σήμερα η δική μας κόλαση είναι τα κουτιά. Οι πνευματικές μας εξορίες.»
Ο Φίλιππος ήταν Φυσικός. Φοιτητής Φυσικής για την ακρίβεια ,αλλά μπαίνοντας στο ένατο έτος πια, οι καθηγητές του τον αποκαλούσαν συνάδελφο. Δε το λέγανε ειρωνικά ,έβλεπαν την τρέλα στα μάτια του. Αναγνώριζαν και οι ίδιοι έναν στοχαστή, αυτόν που μελετά μια επιστήμη εις βάθος και όχι για να πάρει ένα χαρτί . Γιατί άλλωστε Φυσική και φιλοσοφία είναι άρρηκτα συνδεδεμένες έννοιες, εδώ και αιώνες... Κάπως έτσι ήταν κι ο Φίλιππος. Τον φώναζα Αριστοτέλη μερικές φορές για να τον πειράξω κι εκείνος με χτυπούσε φιλικά στον ώμο. Ήταν και το παρουσιαστικό του τέτοιο. Ατημέλητος, αχτένιστος ,ακατάστατος γενικότερα... Δε θα μου έκανε και μεγάλη εντύπωση αν μια μέρα μου έλεγε ότι εφηύρε τη χρονομηχανή και μας ήρθε από το παρελθόν... Τον είχα δει αρκετές φορές να χάνεται σε ένα σωρό με σημειώσεις ,να διαβάζει βιβλία κβαντομηχανικής στην καθαρεύουσα...Τη λάτρευε την κβαντομηχανική ο Φίλιππος.
«Αν η κβαντομηχανική δε σε έχει σοκάρει ακόμα , μάλλον δεν την έχεις καταλάβει. Τεράστιε Μπορ!» ,μονολογούσε συχνά.
YOU ARE READING
Υπάκουες Σκιές
Mystery / ThrillerΟ Ιανός, φοιτητής Ηλεκτρολόγος Μηχανικός, περνά τη ζωή του κάτω από το ψυχολογικό βάρος αυτών που του συνέβησαν, μέσα στο καταθλιπτικό του δωματιάκι των Εστιών. Ώσπου ένα βράδυ παρατηρεί κάτι περίεργο να συμβαίνει, κάτι που θα αλλάξει τη ζωή του. Έ...