Το τραγούδι της θάλασσας - ΕΠΙΛΟΓΟΣ

613 121 9
                                    

Τα δρομάκια της χώρας του νησιού ήταν  γεμάτα κόσμο. Ο Ηλίας έτρεξε μέχρι το πάρκινγκ και μπήκε στο αυτοκίνητό του. Πήρε το δρόμο για το κάστρο ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε τηλεφωνήσει στον φίλο του, που δεν απαντούσε.

Μπήκε τρέχοντας στην ρεσεψιόν που ήταν άδεια. Κάλεσε και πάλι τον φίλο του που αυτή την φορά απάντησε.

" Έλα Μιχάλη εγώ είμαι ο Ηλίας."

"Έλα Ηλία, τι γίνεται;"

"Θέλω να μιλήσω με την κοπέλα που έχεις στην ρεσεψιόν αλλά δεν είναι εδώ. Ξέρεις που μπορώ να την βρω;"

"Την Ναυσικά; Έφυγε αμέσως μετά από εσένα."

" Ξέρεις που μένει; Πρέπει να της μιλήσω."

"Δεν ξέρω. Δεν μου αποκάλυψε ποτέ που μένει αλλά μου έδωσε να καταλάβω οτι δεν θα ξαναέρθει. Κάποιος μάλιστα την είδε να περιπλανιέται στο λιμάνι το απόγευμα. Ίσως να έφυγε από το νησί."

Ο Ηλίας σκέφτηκε οτι κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο. Εκείνος βρισκόταν εκεί και όσο και αν η Ναυσικά είχε χάσει τις αναμνήσεις της σίγουρα αισθανόταν οτι το σπίτι της ήταν εκεί. Όχι αποκλείεται να είχε φύγει."

Αφού ευχαρίστησε τον φίλο του, ο Ηλίας κατέβηκε στο λιμάνι και άρχισε να ψάχνει φωνάζοντας το όνομά της αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Απογοητευμένος, πήγε προς το αυτοκίνητό του. Πριν μπει, άκουσε κάποιον να φωνάζει το όνομά του. Ήταν άλλος ένας από τους φίλους του που ήταν στην ίδια παρέα καλοκαίρια.

Αφού τον χαιρέτησε τον ρώτησε ποιον έψαχνε.

" Η κοπέλα ήταν εδώ όταν ήρθε το πλοίο αλλά μετά ήθελε να γυρίσει πίσω στο Κάστρο. Έδειχνε άρρωστη. Με δυσκολία περπατούσε έτσι την πήγα εγώ αλλά δεν ήθελε να την βοηθήσω άλλο από εκεί και μετά. Έφυγε μόνη της και εγώ γύρισα για τί είχα δουλειά."

Ο Ηλίας αισθάνθηκε να πνίγεται  αλλά χαιρέτησε τον φίλο του και πήρε και πάλι τον δρόμο για το Κάστρο. Πάρκαρε το αυτοκίνητο και άρχισε να τρέχει στο δρομάκι που οδηγούσε στο μικρό εκκλησάκι που ήταν χτισμένο στα βράχια μέσα στην θάλασσα.

Από μέσα του έλεγε ξανά και ξανά: " Όχι, σε παρακαλώ. Ας μην είναι αλήθεια." Τα λόγια της γιαγιάς του οτι οι γοργόνες ζουν μόνο λίγους μήνες στην στεριά χωρίς την αγάπη τους, γύριζαν στο μυαλό του.

Ήταν μπροστά στα μάτια του. Εκείνη τον γνώρισε αλλά εκείνος όχι. Πόσο θα πρέπει να πληγώθηκε. Όταν σκέφτηκε οτι εκείνη μπορεί να τον είχε ακολουθήσει στο λιμάνι και να τον είδε με την Μαρίνα αισθάνθηκε όλο το αίμα του να στραγγίζει. Πήρε μια βαθιά τρεμάμενη ανάσα και άρχισε να τρέχει με όλη του την δύναμη. Το μέρος ήταν έρημο. Κανείς δεν κυκλοφορούσε.

Μικρές ΙστορίεςOù les histoires vivent. Découvrez maintenant