Κοίτα με, πετάω!!! Κεφάλαιο 6

363 81 6
                                    

Ο Έκτορας οδηγούσε προσεκτικά μέσα στην κίνηση ενώ εγώ τον κοίταζα σαν εντυπωσιασμένη φαν που βλέπει το ίνδαλμά της από κοντά. Δεν υπήρχε αμφιβολία αυτός ο άντρας δεν ήταν από αυτόν τον κόσμο. Όλα επάνω του ήταν όμορφα.

"Δεν έχεις να με ρωτήσεις τίποτα;" Η φωνή του με ξάφνιασε.

"Η αλήθεια είναι έχω μια βασική ερώτηση που θέλω να σου κάνω: Που πάμε;"

"Μην φοβάσαι. Δεν θα σε άφηνα ποτέ να κινδυνεύσεις."

Το μουδιασμένο μου μυαλό άρχισε να λειτουργεί φυσιολογικά. Ιστορίες από αστυνομικές ταινίες με δολοφόνους που παγίδευαν τα θύματά τους με αγγελικά πρόσωπα και συμπεριφορά  άρχισαν να έρχονται στο μυαλό μου πανικοβάλλοντας με.

"Δεν πιστεύω να είσαι δολοφόνος;"  Μπράβο Σίσσυ. Πανέξυπνη η ερώτησή σου και σίγουρα θα σου απαντήσει ειλικρινά, ιδίως αν είναι.

Ευτυχώς το αυθόρμητο γέλιο του με καθησύχασε για λίγο όμως ο δρόμος προς τα βουνά που είχε πάρει το αυτοκίνητο με έκανε και πάλι να ανησυχήσω: " Νομίζω οτι θα πρέπει να σταματήσεις κάπου εδώ και να κατέβω."

Εκείνος στράφηκε προς το μέρος μου και με κοίταξε: "Σου είπα να μην ανησυχείς." Άνοιξε το ντουλαπάκι μπροστά μου και μου έδωσε ένα μαχαίρι μέσα σε μια δερμάτινη θήκη: " Κράτα αυτό για να αισθάνεσαι ασφαλής. Σου είπα οτι δεν θα σου κάνω ποτέ κακό."

Για κάποιο ανεξήγητο λόγο η καρδιά μου επέλεξε να τον εμπιστευθεί, όμως καλού κακού κράτησα σφιχτά στο χέρι μου το μαχαίρι: "Γιατί τόσο μυστήριο; Γιατί δεν μου λες που πάμε;"

"Γιατί ότι και να σου πω δεν θα με πιστέψεις. Πρέπει να δεις μόνη σου για να καταλάβεις."

Έστριψε σε έναν χωματόδρομο  και αφού προχώρησε αρκετά μέσα στο δάσος, σταμάτησε το αυτοκίνητο σε μια άκρη. Γύρισε προς το μέρος μου: " Πάμε."

Βγήκα διστακτικά από το αυτοκίνητο, έτοιμη να το βάλω στα πόδια. Στο χέρι μου έσφιγγα τόσο πολύ τη λαβή του μαχαιριού που το αισθανόμουν να με πληγώνει. Γιατί αυτός ο άντρας με είχε μαγέψει τόσο πολύ ώστε να μην  μπορώ να του αρνηθώ τίποτα και να φέρομαι τόσο περίεργα;

Άπλωσε το χέρι του και έπιασε το δικό μου: "Έλα"

Περάσαμε ανάμεσα από δέντρα και φτάσαμε σε ένα σημείο που ξεκινούσε μια σπηλιά. Το χέρι του με τράβηξε απαλά μαζί του προς την είσοδο της. Ο λογικός εαυτός μου ούρλιαζε: Είσαι τρελή;

" Μμμ πολύ ωραία. Δεν πάμε πίσω τώρα;" είπα προσπαθώντας να τραβήξω το χέρι μου.

Ο Έκτορας γέλασε και έσφιξε το χέρι μου: " Φυσικά δεν ήρθαμε μέχρι εδώ για να σου δείξω μόνο αυτό."

"Αυτό φοβόμουν και εγώ." ψέλλισα.

Η σπηλιά ήταν μεγάλη και σκοτεινή. Ο Έκτορας άφησε για λίγο το χέρι μου και έπιασε μιά δάδα που ήταν πεταμένη στο έδαφος. Αφού την άναψε έπιασε με το άλλο του χέρι πάλι το χέρι μου και άρχισε να περπατάει. Εγώ περπατούσα λίγο πιο πίσω του προσπαθώντας να αφουγκραστώ ήχους, που πιθανόν θα πρόδιδαν μια σατανιστική οργάνωση να παραφιλάει το θύμα της ή τους σαράντα κλέφτες να παραμονεύουν, αφού ο Αλή Μπαμπά ήταν μαζί μου αλλά στην σπηλιά ακουγόταν μόνο τα δικά μας βήματα. Αφού περπατήσαμε αρκετά φτάσαμε σε μια αίθουσα που ο ένας τοίχος της  ήταν σαν καθρέφτης.

Ο Έκτορας σταμάτησε : " Φτάσαμε."

Κοίταζα εντυπωσιασμένη το περίεργο θέαμα και δεν κατάλαβα τον Έκτορα που χάθηκε κάπου στις σκιές αφήνοντας την δάδα σε ένα σημείο πάνω στον τοίχο.

Πλησίασα τον καθρέφτη και άπλωσα πάνω του το χέρι μου για να τον ακουμπήσω αλλά ο καθρέφτης δεν ήταν στέρεος. Το χέρι μου χάθηκε μέσα του και το αισθάνθηκα να παγώνει. Τραβήχτηκα πίσω τρομαγμένη και χτύπησα πάνω στο στήθος του Έκτορα.

"Πάμε;" είπε εκείνος και γύρισα για να τον ρωτήσω τι ήταν αυτό το πράγμα μπροστά μου αλλά τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα όταν τον είδα. Ο Έκτορας από πριν είχε εξαφανιστεί. Ο Έκτορας  μπροστά μου φορούσε μαύρα ρούχα με ασημένια σχέδια πάνω τους. Έμοιαζε με στολή. Αν με τα μοντέρνα ρούχα ήταν πανέμορφος με αυτά που φορούσε τώρα ανέβαινε πολλές κατηγορίες ακόμη αν ήταν αυτό δυνατόν. Επιπλέον τα ρούχα αυτά τόνιζαν το γεροδεμένο σώμα του.

Δεν μπορεί κοιμόμουν και έβλεπα όνειρο.




Μικρές ΙστορίεςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora