13: Το φαινόμενο του κλικ

127 28 7
                                    

Υπάρχουν στιγμές όπου πιστεύουμε πως έχουμε καταλάβει την ζωή. Εκείνες τις οποίες όλα έρχονται στην σωστή θέση στο μυαλό μας και ξαφνικά ανοίγεται ένας ολοκαίνουριος γεμάτος φως δρόμος μπροστά μας. Το γνωστό κλικ. Εκείνο που για λίγο δίνει νόημα σε μια περίπλοκη κατάσταση. Δεν έχει όμως μεγάλη διάρκεια. Είναι σαν να ενώνεις ένα παζλ με χιλιάδες κομμάτια και ξαφνικά κάποιος να έρχεται να στο διαλύσει. Απογοητευμένος αφήνεις όλα τα κομμάτια στο πάτωμα και φεύγεις. Αυτό ακριβώς είχα κάνει και εγώ.

Δεν με ενδιέφερε κάποια εξήγηση. Γύρισα πλάτη και ξεκίνησα να κατεβαίνω τις σκάλες. Δεν μπήκα καν στον κόπο να κλείσω την πόρτα πίσω μου. Ήθελα να ξεχάσω όλα τα διαλυμένα μου κομμάτια που είχα αφήσει σε εκείνη την εξώπορτα. Το μυαλό μου ήταν θολό και οι σκέψεις μου μια σειρά από σκόρπιες φράσεις της Νάλα. Η φωνή της αντηχούσε τόσο έντονα μέσα μου που για λίγο νόμιζα πως με φώναζε. Όταν έφτασα έξω από την πολυκατοικία γύρισα να κοιτάξω πίσω μου όμως και δεν ήταν κανείς. Στάθηκα μερικά δευτερόλεπτα. Της έδωσα τον χρόνο να με φτάσει αλλά η αλήθεια ήταν πως δεν με κυνηγούσε ποτέ.

Λίγα λεπτά αργότερα ανακάλυψα πως έδωσα μέχρι και το τελευταίο μου ευρώ στο ταξί. Θα έπρεπε να πάω με τα πόδια έως το κέντρο της πόλης για να βρω κάποιο λεωφορείο. Απελπισμένος και προσπαθώντας να μπλοκάρω τις σκέψεις μου αφαιρέθηκα στο οδόστρωμα και άδειασα τελείως τον νου μου. 

Ένα κόκκινο φως μου τράβηξε την προσοχή. Διάβασα καλύτερα την πινακίδα από μακρυά "24ωρο μπαρ". Μηχανικά σχεδόν μπήκα αμέσως μέσα. Η μυρωδιά από το ποτό και τον ιδρώτα ήταν πλέον γνώριμη στα ρουθούνια μου. Δεν κοίταξα γύρο μου. Πήγα κατευθείαν στο μπαρ και κάθισα σε μια μικρή ξύλινη καρέκλα. Ένιωσα για λίγο να χάνω την ισορροπία μου και κρατήθηκα γερά από το ξύλο μπροστά μου.

Μια ψηλή ξανθιά κοπέλα στάθηκε απέναντι μου και μου χαμογέλασε λοξά. Άφησε ένα άδειο ποτήρι και με ρώτησε: «Ουίσκι σκέτο;»

Έγνεψα απλώς θετικά και το γέμισε έως την κορυφή. Το πήρα βιαστικά στο στόμα μου και έσταξε λίγο επάνω στο μανίκι μου. Η κάψα του με έκανε να νιώσω ανακούφιση στην ιδέα πως μερικά ποτά αργότερα το μόνο που θα ένιωθα θα ήταν ένα μούδιασμα σε όλο μου το σώμα.

Έριξα μια βιαστική ματιά στον χώρο. Χαμηλός φωτισμός, ένα μπιλιάρδο στην γωνία το οποίο ήταν έτοιμο να πέσει προς τα δεξιά καθώς το αριστερό του πόδι ήταν όρθιο μόνο χάρης μιας μονωτικής ταινίας που ήταν τυλιγμένη γύρο του, δύο μεγάλοι άνδρες στην άλλη άκρη που έπιναν σιωπηλά το ποτό τους και τότε την είδα. Δύο θέσης δίπλα μου καθόταν η αδερφή της Νάλα. Έπινε διστακτικά από το ποτό της με σκυμμένο το κεφάλι. Φαινόταν πως βρισκόταν πολύ έξω από τα νερά της. Εξάλλου το κομψό ντύσιμο της την πρόδιδε πιο πολύ από την αμηχανία της.

Με ένα... ΚΛΙΚ!Donde viven las historias. Descúbrelo ahora