Κεφάλαιο 1ο

124 23 11
                                    

   Μισή ώρα. Μισή ώρα μέχρι οι δείκτες του ρολογιού να δείξουν 8 και να μπορέσω να επιστρέψω σπίτι. Η φθηνή ποιότητας ξανθιά περούκα και η κατά 2 νούμερα μικρότερη στολή σερβιτόρας που αναγκάζει εμένα και άλλα 3 κορίτσια το αφεντικό μου να φοράμε έκαναν τις 5 ώρες δουλειάς να μοιάζουν με μαρτύριο. Ο τύπος ήταν αηδιαστικός. Δεν ήταν λίγες οι φορές που τον έχουμε πιάσει να μας κοιτάει σαν να είμαστε κάποιου είδους ερωτικά παιχνίδια.

Έπιασα τον δίσκο και μάζεψα τα ποτήρια που άφησε η προηγούμενη παρέα και αφού καθάρισα το τραπέζι με το πανί που είχα στη τσέπη της στολής μου, επέστρεψα μέσα στο μαγαζί.

«Λοιπόν; Σκέφτηκες καθόλου την χθεσινή μου πρόταση;» ρώτησε η Χέιλι καθώς τοποθετούσε τα πλυμένα ποτήρια στη θέση τους.

Ήξερε πως έψαχνα ένα μέρος να μείνω . Μην με παρεξηγήσετε , οι σχέσεις μου με την οικογένειά μου ήταν πολύ καλές, άπλα θέλω λίγη ελευθερία, όπως κάθε 20χρονο κορίτσι.

«Δεν ξέρω Χέιλι... Δεν νομίζω πως θα νιώθω άνετα να συγκατοικώ με αγόρι»

«Απλά σκέψου το Ίζζυ. Είναι πολύ καλό παιδί, αν εξαιρέσεις κάποια πράγματα...» οι τελευταίες λέξεις βγήκαν κάπως απρόθυμα και σιγανά από το στόμα της ίσως ελπίζοντας πως δεν θα τις άκουγα. Αποφάσισα να μην ρωτήσω παραπάνω μιας και δεν υπήρχε περίπτωση να συμφωνήσω με την πρόταση της.

Η υπόλοιπη ώρα πέρασε με την Χέιλι να φλυαρεί για το νέο αγόρι που γνώρισε προχθές και εμένα να σκέφτομαι πώς θα προλάβω μέχρι τις 8.30 να βρίσκομαι στην άλλη άκρη της πόλης για να συναντήσω τον μεσίτη που θα μου έδειχνε ένα διαμέρισμα. Όταν το ρολόι έδειξε 8, κυριολεκτικά έτρεξα στο μικρό δωμάτιο που αλλάζουμε για να βάλω τα ρούχα μου και να φύγω όσο το δυνατόν γρηγορότερα.

Έβγαλα την περούκα από το κεφάλι μου και άφησα τα μαύρα μαλλιά μου να πέσουν κάτω βγάζοντας έναν ήχο ανακούφισης που επιτέλους ήρθε αυτή η ώρα της ημέρας. Έριξα την στολή μέσα στο σακίδιο μου, φόρεσα το μαύρο μου εφαρμοστό τζιν, μια απλή άσπρη κοντομάνικη και από πάνω ένα μαύρο δερμάτινο jacket.

Η πόρτα άνοιξε και η Χέιλι μπήκε μέσα ενώ από πίσω της ακολουθούσαν η Κάσσυ και η Μάγκυ.

«Ουάου, σε κυνηγάει κανείς Ίζζυ και βιάζεσαι τόσο πολύ;» είπε η Κάσσυ γελώντας.

«Πρέπει να φύγω, τα λέμε αύριο.»

«Δεν θα έρθεις το βράδυ;» ρώτησε η Χέιλι απογοητευμένη.

«Δεν ξέρω. Δεν νομίζω πως έχω όρεξη να δω τόσα πολλά μεθυσμένα άτομα σε μία αίθουσα να γλείφονται.»

Stay  (#RBC2019) Where stories live. Discover now