Μεγάλη φτώχεια

71 6 1
                                    


Μεγάλη φτώχεια πλάκωσε, παιδί μου,/ και το ψωμί το τρώμε με το δράμι.

Πέθανε η κόρη εψές του μπάρμπα Τίμου- δεκάξι χρονών, σαν το κρύο νερό-

κ’ η σεμνούλα η Πηνιώ του μπάρμπα Τσάμη/ την κακιά στράτα πήρε από καιρό.

Η φτώχεια τους ανθρώπους έχει αγριέψει./ Προχτές τη Δημαρχία είχαν κυκλώσει

μάνες, παιδιά, που η πείνα τα ‘χει ρέψει,/ κι άλλος ψωμί ζητούσε, άλλος δουλειά,

μ’ αντίς ψωμί- σαν πήρε να σουρουπώσει-/ με το ξύλο τους διώξαν τα σκυλιά.

Τα μάτια τους παράξενα σπιθίζαν,/ κ’ είχαν σφιχτά τα χείλη. Ακολουθούσα

και γω μαζί, και την καρδιά μου αγγίζαν/ τα λόγια τους σα γνώριμη λαλιά,

και πόθησα, δεν ξέρω πώς, να κλειούσα/ όλους μ’ ίδια στοργή στην αγκαλιά.

Λες κ’ ήτανε παιδιά μου σαν και σένα/ και γω ήμουνα γι αυτούς  καλή μητέρα,

κ’ είχα τα μάτια, γιε μου δακρυσμένα/ σαν από λύπη, σαν από χαρά,

κ’ ήμουνα νέο πουλί που στον αγέρα/ δοκίμαζα πρωτάνοιχτα φτερά.

Γιάννης Ρίτσος

Ποιήση για την ποίηση (ΥΠΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗ) Wo Geschichten leben. Entdecke jetzt