Ένιωθα το κεφάλι μου βαρύ.
Πονούσα πολύ.
Προσπαθούσα να ανοίξω τα μάτια μου αλλά ήταν μάταιο. Τα βλέφαρα μου ήταν βαριά.
" Melinda? " άκουσα μία γνώριμη φωνή σαν ψίθυρο δίπλα στο αυτί μου.
Μία ανατριχίλα κυριεύεσαι το σώμα μου.
Έκανα μία ακόμα προσπάθεια να ανοίξω τα μάτια μου και τα κατάφερα.
Μπροστά μου αντίκρισα το πρόσωπο του Alexander.
" Ευτυχώς " ψέλλισε και μου έπιασε το χέρι.
" Τι έγινε? " ρώτησα μπερδεμένη και έκανα κίνηση να σηκωθώ.
" Μην σηκώνεσαι ακόμα " είπε και ξανά ξάπλωσα
" Alexander τι έγινε? " τον ρώτησα και με κοίταξε.
" Λιποθύμησες " είπε και τα γεγονότα μου ήρθαν στο μυαλό.
Αναστέναξα και έκλεισα τα μάτια μου.
" Είσαι καλά? " με ρώτησε ανήσυχα και τον κοίταξα.
" Μπορείς να με αφήσεις μόνη? " τον ρώτησα και έσκυψε το κεφάλι του.
" Ότι θες φώναξε με " είπε και σηκώθηκε. Με κοίταξε και βγήκε από το δωμάτιο.
Αναστέναξα και έκλεισα τα μάτια μου. Τι μου συμβαίνει τέλος πάντων? Τι γίνεται με την ζωή μου? Πως τα έχω καταφέρει έτσι γαμώτο?
Βασικά δεν γίνεται. Δεν παίζει να ζω κάτι τέτοιο. Δεν μπορεί να βρίσκομαι στον Παράδεισο με έναν Άγγελο και σε μία κόλαση με έναν Διάβολο.
ΠΟΙΟΣ ΣΤΟ ΚΑΛΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΖΕΙ ΚΑΤΙ ΤΕΤΟΙΟ?
Νιώθω πολύ μπερδεμένη. Θέλω να γυρίσω στο σπίτι μου. Στην πραγματική μου ζωή. Χωρίς να έχω τέτοια προβλήματα.
" Γαμώτο γιατί σε εμένα " ψιθύρισα και έριξα το πρόσωπό μου στις χούφτες των χεριών μου.
Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο Alexander.
" Σου είπα θέλω να μείνω λίγο μόνη μου " ψέλλισα και κοίταξα κάτω.
" Melinda σταμάτα να σκέφτεσαι όλα αυτά. " είπε και τον κοίταξα.
" Κι εσύ σταμάτα να διαβάζεις τις σκέψεις μου " είπα απότομα και χαχάνισε. Πλησίασε και έκατσε στο κρεβάτι μπροστά μου.
" Συγνώμη για όλα " είπε και χαχάνισα.
" Δεν θέλω τη συγνώμη σου Alexander. Θέλω την ζωή μου πίσω " φώναξα και τον είδα να ξεροκαταπίνει.