Παρόν
"Δεσποινίς Μαρίνη .Παρακαλώ ακολουθήστε με".
Η Χαρά μπήκε επιφυλακτικά μέσα στο μεγάλο σπίτι. Περίμενε οτι θα την υποδεχόταν ο ίδιος ο Αντρέας Εμπείρης ,ιδίως μετά απο τον κόπο που έκανε για να την αποκτήσει. Τα χρήματα που έδωσε στον πατέρα της για να τον γλυτώσει απο την χρεωκοπία ήταν πολλά. Και το μόνο που ζήτησε απο εκείνον ήταν η Χαρά. Και ο πατέρας της δέχτηκε με την σύμφωνη γνώμη της κόρης του.
"Γιατί την κόρη μου?Την γνωρίζετε? Είστε μήπως..ερωτευμένος μαζί της?"
Όμως ο Εμπείρης δεν την ήθελε ούτε ως μέλλουσα σύζυγο , ούτε καν ως ερωμένη. Ήθελε απλά να του ανήκει κι ας μην την είχε γνωρίσει ποτέ.
Η γυναίκα που την προυπάντησε της συστήθηκε ως Κάτια. Μια γυναίκα όμορφη, ανέκφραστη , με εμφανή στο πρόσωπο της μια αντιπάθεια προς την Χαρά. Ήταν κοντά στα τριάντα και το ντύσιμο της προκλητικό, έστεκε παράταιρη μέσα στο τοπίο της φύσης.
Το σπίτι ήταν στην μέση του πουθενά, κοντά υπήρχε ένα δάσος και ήταν περιτριγυρισμένο απο βουνά. Φαινόταν ένα σπίτι άψυχο, σαν να μην είχε κατοικηθεί για χρόνια και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε η Χαρά ήταν πως αυτό το σπίτι δεν ήταν το σπίτι που έμενε ο Εμπείρης. Ήταν ένα σπίτι που είχε προετοιμάσει εκείνος για εκείνη.
"Πότε θα τον γνωρίσω?"
Η γυναίκα έκανε σαν να μην άκουσε την ερώτηση. Είχε δεχθεί εξάλλου οδηγίες να μην της απαντήσει τίποτα.
Η Χαρά την ίδια στιγμή που ο πατέρας της, της μίλησε για την συμφωνία αναζήτησε στο ίντερνετ πληροφορίες για εκείνον. Βρήκε πολλές φωτογραφίες του απο διάφορες φιλανθρωπικές εκδηλώσεις . Ήταν ένας τριαντάχρονος άντρας, αντικειμενικά όμορφος,ψηλός με εντυπωσιακό παρουσιαστικό και αγέλαστος: Σε όλες τις φωτογραφίες κάρφωνε τον φακό σοβαρός. Έμαθε επίσης οτι είχε αλυσίδα πολυτελών ξενοδοχείων και καζίνο.
Όταν τελείωσε την αναζήτηση ήταν σίγουρη για ένα πράγμα : Πως αυτός ο άγνωστος άντρας δεν ενδιαφερόταν ερωτικά για εκείνη. Ήταν ένας άντρας που μπορούσε να έχει εύκολα όποια ήθελε. Και όμως- εμμονικά σχεδόν- διεκδίκησε εκείνη.
"Που να πάω την βαλίτσα μου?"
"Πάνω" η προσωπική βοηθός του Εμπείρη της έκανε νόημα με το χέρι προς τις σκάλες. Με κόπο προσπάθησε να την σηκώσει , το πόδι της ήδη την πονούσε αλλά μισούσε να δείχνει αδυναμία. Προσποιήθηκε πως μπορούσε . Το πόδι της πονούσε συνήθως εφιαλτικά και δεν γινόταν να περάσει μέρα χωρίς παυσίπονα. Ήταν ένα αναμνηστικό απο την νύχτα που η ζωή της μέσα σε μια στιγμή καταστράφηκε. Ποτέ ξανά δεν μπόρεσε να περπατήσει καλά, ποτέ ξανά δεν έγινε η Χαρά που ήταν σε όλη της την ζωή.
Η Κάτια κοίταξε λοξά την νεαρή γυναίκα που έσερνε μπροστά της την βαλίτσα. Ήταν μια κοπέλα αδιάφορη, κι ας ήταν μόνο είκοσι χρονών, δεν είχε τίποτα το εντυπωσιακό πάνω της. Και επιπλέον κούτσαινε.
"Κάνε πιο γρήγορα , έχω κι άλλες δουλειές" της είπε τέλος σκεφτόμενη πως η Χαρά Μαρίνη της άξιζε οτι και να πάθαινε απο τον Αντρέα.
Και θα τον στήριζε μέχρι τέλους στο παιχνίδι της εκδίκησης του, που μόλις ξεκινούσε.