H Xαρά ακούμπησε την μικρή βαλίτσα στο ξύλινο δάπεδο. Κοίταξε το δωμάτιο ολόγυρα της:ένα κρεβάτι, ένα κομοδίνο,λευκοί τοίχοι. Ένα δωμάτιο ξενοδοχείου θα είχε περισσότερη προσωπικότητα. Το δωμάτιο που της ετοίμασε ο πλούσιος Αντρέας Εμπείρης θύμιζε κελί.
Περπάτησε ως το παράθυρο και είδε την θέα. Τα βουνά έστεκαν ασφυκτικά γύρω απο το μέρος σαν φυσικό τοίχος απο τον υπόλοιπο κόσμο. Ήταν μόνη στην μέση του πουθενά.
Η μεγάλη αυλή του σπιτιού τελείωνε εκεί που ξεκινούσε το δάσος, ένα δάσος τόσο πυκνοφυτεμένο που φαινόταν σκοτεινό πολύ, σαν να απορροφούσε όλες τις αχτίδες του ήλιου. Για μια στιγμή σκέφτηκε την παλιά συνήθεια της, να βάζει τα ακουστικά της και τα αθλητικά και να τρέχει στο μικρό δάσος κοντά στο οικοτροφείο που έμενε, τότε που ονειρευόταν ακόμη το αγόρι των ονείρων της και η ζωή ήταν γεμάτη απο όνειρα.
Τίποτα δεν συνέβη απο όσα ονειρεύτηκε. Ούτε για το αγόρι ούτε για την ζωή.
Και τώρα της έτυχε αυτό.
Θα μπορούσε να αρνηθεί και ας γκρεμιζόταν απο το θρόνο του ο πατέρας της,αλλά σχεδόν μαζοχιστικά ήθελε να πληρώσει . Να πληρώσει για το κακό που έκανε εκείνο το βράδυ έστω και έτσι. Κλεισμένη σε μια φυλακή απο έναν παρανοικό άντρα.Το θεώρησε πως η ζωή της έπαιζε τίμιο παιχνίδι.
Ας το πλήρωνε στο λάθος άνθρωπο. Άλλωστε δεν μπορεί στο σωστό άνθρωπο να διορθώσει τίποτα απο αυτά που έκανε.
Το πόδι της ξεκίνησε να πονάει υπερβολικά. Έχει χάσει ήδη δυο συνεδρίες φυσιοθεραπείας. Με μαθηματική ακρίβεια κάθε μέρα που περνούσε θα γινόταν πιο επώδυνο . Έψαξε στη βαλίτσα το μικρό τσαντάκι της.
Κάποτε στο ίδιο τσαντάκι είχε πινέλα και ρούζ. Και κόκκινο κραγιόν. Κάποτε.
Τώρα μέσα φυλάει ισχυρά αναλγητικά και υπνωτικά για το βράδυ.
Αυτά τα βράδια..
στην αρχή φοβόταν να κλείσει τα μάτια της. Κάθε νύχτα το ίδιο όνειρο. Κάθε βράδυ ξυπνούσε τρέμοντας και κλαίγοντας..δεν μπόρεσε να νικήσει τους εφιάλτες. Απλά παίρνει χάπια και πέφτει σε κωματώδη ύπνο. Δυστυχώς χάπια που τα παίρνεις στο φως της μέρας και σε κάνουν να μην σκέφτεσαι δεν υπάρχουν. Οτι και να δοκίμασε πάντα θυμάται τα πάντα.
Το τηλέφωνο της χτυπά για ακόμη μια φορά και στην οθόνη εμφανίζεται η λέξη " πατέρας". Θα σκεφτόταν οτι τον τρώνε οι τύψεις..αλλά δεν μπορεί να ξεχάσει πόσο την ικέτευσε να χαρίσει την ζωή της σε ένα άγνωστο άντρα απλά για να σώσει το τομάρι του.Την ικέτευσε τόσο πολύ που έπεσε στα πόδια της. Και ο πατέρας της δεν παρακαλά ποτέ.
Αν τον λυπήθηκε?
Λυπάται τόσο τον εαυτό της που κατέληξε έτσι..που δεν μπορεί να λυπηθεί για κανέναν άλλον. Όσο για τον πατέρα της..αν αυτό του έσωζε την ζωή..όπως της είπε..ας τον σώσει λοιπόν..εξάλλου με την ζωή που της μένει δεν θα έκανε τίποτα αξιόλογο. Όχι αυτό τουλάχιστον που ονειρευόταν απο παιδί.Όχι δεν μπορεί να το κάνει πλέον. Της είπαν πως είναι ιατρικώς αδύνατο.
Στο βάθος είδε ένα στάβλο ,κάποιος άντρας μεγάλης ηλικίας πηγαινοερχόταν. κουβαλώντας σανό. Σκέφτηκε πως μπορεί το μέρος να έχει άλογα και στην σκέψη αυτή ένιωσε καλύτερα. Ανέκαθεν είχε αγάπη στα ζώα αυτά.
Κάθησε στο κρεβάτι .
Το τηλέφωνο χτύπησε ακόμη μια φορά. Ο πατέρας της πάλι.
Το απενεργοποίησε.
Η βοηθός του Εμπείρη δεν της είπε τι να κάνει, απλά την άφησε εκεί να ζήσει.
Έπεσε με φόρα στο κρεβάτι και κοίταξε το ταβάνι.
Δεν φοβάται ..εκείνον. Οτι και να έχει στο νου του..εκείνη δεν φοβάται. Έχει ζήσει τα χειρότερα.Εξάλλου ..δεν πρόκειται να την ακουμπήσει..ανάρμοστα..είδε πόσο ωραίος άντρας είναι..και ξέρει πως εκείνη δεν έχει τίποτα να προσελκύσει έναν άντρα.
Εξάλλου και να ήθελε να διεκδικήσει κάποιον,να ονειρευτεί μαζί του..οτι θα μπορούσε ίσως μια μέρα..
Αυτό δεν γίνεται πια.Όχι τουλάχιστον μετά απο εκείνο το βράδυ.
Έβαλε στο στόμα της δυο υπνωτικά.
Ο ύπνος είναι ένας μικρός θάνατος όταν δεν ονειρεύεσαι.
Και αυτή..πόσες φορές ευχήθηκε να είχε πεθάνει εκείνο το βράδυ.
Ήταν αργά το βράδυ , όταν ξύπνησε.
Ο ήχος ακουγόταν δυνατός, υπόκωφος ,σαν να πέφτει κάτι.
Για μια στιγμή μονάχα , αγουροξυπνημένη..νόμισε πως ξύπνησε και ήταν στον κοιτώνα των κοριτσιών..και ήταν 18 χρονών..σχεδόν μύρισε το παρελθόν της..έχει άρωμα παιδιού, ονείρου και άγνοιας κινδύνου. Τότε που η ζωή ακόμη ήταν κάτι που περίμενε λίγο πιο εκεί, έτοιμη να την πιάσει και να γίνει ευτυχισμένη.
Ο ήχος ακούστηκε ακόμη πιο δυνατός. Εστίασε στη σιωπή και κατάλαβε οτι ακούγεται απο το κάτω όροφο.
Δεν ήξερε αν μένουν άλλοι σε αυτό το σπίτι. Δεν ήξερε τίποτα.
Αλλά θα το ανακαλύψει. Αν μη τι άλλο δειλή δεν υπήρξε ποτέ, έβαλε μια φούτερ και ένα τζην και αποφάσισε να ανακαλύψει απο που έρχεται ο θόρυβος.