Τα χέρια τους

10.7K 859 296
                                    


Τρεις μήνες μετά


Η Χαρά κοιτάζει τον ουρανό καθώς δίνει στον εαυτό της λίγο χρόνο για να μπει μέσα στο κτίριο. Στο δρόμο όλο έχουν ανθίσει οι αμυγδαλιές. Κάνει κρύο ακόμα, θα παγώσουν, αλλά συνεχίζουν να ανθίζουν ασταμάτητα. Απλώνει το χέρι και κόβει ένα μικρό άνθος απο το δέντρο, το φέρνει στην μύτη της και το μυρίζει. Χαμογελά αμυδρά. Έχει ξαναβρεί μέσα της την αθωότητα. Όχι μονάχα για εκείνη, αλλά για τον ίδιο τον άνθρωπο. Είναι λυτρωτική η αίσθηση να πάψεις να πιστεύεις στην ύπαρξη του κακού.

Προχωρά αργά, τα βήματα της ανάλαφρα. Οι φυσιοθεραπείες πάνε καλά, το πόδι της την πονάει ακόμα αλλά μπορεί να κινείται με άνεση. Επέστρεψε και στο σπίτι του πατέρα της. Επέστρεψε στο άδειο σπίτι του πατέρα της. Γιατί εκείνος είναι άφαντος. Όλη μέρα είναι κάπου χωμένος και προσπαθεί να κερδίσει περισσότερα χρήματα. Τον λυπάται σχεδόν. Ο πατέρας της είναι ένας φοβισμένος άνθρωπος. Δεν εξηγείται διαφορετικά να έχει τόσο πολύ ανάγκη απο κάτι. 

Δεν επέστρεψε ποτέ στην σχολή. Η διοίκηση επιχειρήσεων δεν είναι ο δικός της σκοπός. Ο σκοπός της ζωής της νιώθει πως είναι εκεί έξω. Όχι γενικά κάπου. Πολύ συγκεκριμένα. Το ανέφερε ένα βράδυ στον πατέρα της. Της είπε όχι. Αλλά εκείνη χαμογέλασε. Γιατί εκείνος δεν κατάλαβε πως εκείνη ορίζει πια τον εαυτό της. Θα επέστρεφε και θα έμενε εκεί. Τα έχει όλα κανονίσει. 

Μπαίνει στο προαύλιο χώρο, τα τείχη μεγάλα, στο τελείωμα συρματοπλέγματα. 

Ο Αντρέας επιχείρησε μέσω του δικηγόρου του να επικοινωνήσει μαζί της. Τον πληροφόρησε πως δεν θέλει να του μιλήσει. Ο Αντρέας το σεβάστηκε. Δεν την ενόχλησε εδώ και ένα μήνα . 

Ο θυμός της για εκείνον είναι το μοναδικό μαύρο σύννεφο μέσα της. Δεν ξέρει αν είναι ακριβώς θυμός, είναι ένα μπερδεμένο αίσθημα που προτιμά να μην το αναλύει. Αλλά τα βράδια όταν ξαπλώνει , τον σκέφτεται. Και όταν ξυπνά.

Τα τελευταία βράδια ονειρεύεται τα ελάφια. Τα βλέπει να είναι πάλι πλάι στην λίμνη. Το αρσενικό κοντά στο νερό. Το θηλυκό τον κοιτά μέσα απο το δάσος. Τίποτα άλλο. Κάθε βράδυ το ίδιο όνειρο. Δυο μέρες πριν σαν ξύπνησε απο ένα τέτοιο όνειρο, πήρε στα χέρια της την κάρτα του δικηγόρου και του τηλεφώνησε. Του είπε πως αποφάσισε να επισκεφτεί τον Αντρέα στην φυλακή. Ήταν έτοιμη να τον δει. Τι είχε αλλάξει? Δεν ήξερε. Απλά..όλα.. όσο ηρεμούν μέσα της ..γίνονται πιο μικρά και ασήμαντα. Ούτε αυτό το αναλύει μέσα της. Αφήνει τις μνήμες να πάρουν το δρόμο τους. Δεν έχουν πια τα χρώματα που κάποτε είχαν. 

Μην μιλάςDove le storie prendono vita. Scoprilo ora