Το κορμί του είναι πάνω της ριγμένο. Τόσο πολύ που η Χαρά με δυσκολία μπορεί να ανασάνει. Σκύβει το κεφάλι του στο πρόσωπο της. Σχεδόν οι μύτες τους αγγίζονται. Την κοιτάζει βαθιά στα μάτια ανέκφραστος. Νιώθει πως με το άλλο χέρι του τρίβει γρήγορα το φύλο του. Τα μαλλιά του είναι μαύρα και ανάστατα. Δυο μπερδεμένες μπούκλες των μαλλιών του ρυθμικά την αγγίζουν στο μέτωπο. Συνεχίζει να παίρνει με δυσκολία αναπνοή.
Συνεχίζει να αγγίζει το φύλο του..το χέρι του τρίβεται στην κοιλιά της καθώς ρυθμικά ακουμπά τον ανδρισμό του.
Αργά μισοκλείνει τα μάτια του..ελαφρά ανοίγει το στόμα του..κοιτάει χαμηλά..της παραμερίζει το εσώρουχο..κάνει προσπάθεια να μπει μέσα της.
Όταν ήταν μικρή τον μήνα Οκτώβρη ,συνήθιζε να πηγαίνει βόλτα με το άλογο. Στο δάσος είχε πάντα ερημιά. Η λίμνη καθρέφτιζε τα σύννεφα. Ήταν πάντα μόνη . Μύριζε λειχήνες και βρύα. Πριν τελειώσει ο μήνας ξεκίνησε να βλέπει τα δυο ελάφια. Το αρσενικό γυρόφερνε στην λίμνη. Είχε τεράστια κέρατα. Ήταν επιβλητικό.
Ο Αντρέας σπρώχνει περισσότερο το φύλο του..την κοιτάζει στα μάτια. Είναι παρθένα.
Δίνει μεγαλύτερη ώθηση και εισχωρεί μέσα της. Για μια στιγμή μένει ακίνητος.
Το αρσενικό ελάφι πλησίαζε το θηλυκό . Ήταν πάντα ατάραχη αλλά πριν την πλησιάσει εκείνη πάντα έτρεχε δυο μέτρα μακριά του. Δεν την κυνηγούσε. Την επόμενη μέρα όμως τα έβρισκε και τα δυο πάλι στην λίμνη. Τα κοιτούσε απο μακριά καβάλα στο άλογο της. Ένιωθε πως παρακολουθούσε κάτι ιερό. Πως παρακολουθούσε τον ίδιο τον πυρήνα της ζωής.
Το μάγουλο του ακουμπά το δικό της. Τα αξύριστα γένια του της γρατζουνάν το δέρμα.
Ακούει την ανάσα του ρυθμική καθώς κουνιέται μέσα της.
Ήταν Νοέμβρης όταν το θηλυκό πλησίασε την λίμνη να πιεί νερό. Το αρσενικό δεν την πλησίασε. Σαν ήπιε όμως και σήκωσε το κεφάλι , το αρσενικό άφησε ένα δυνατό βρυχηθμό. Στο δάσος αντιλάλησε η φωνή του, χτύπησε στους πρόποδες του βουνού και γύρισε η φωνή του πάλι σαν βρυχυθμός της ίδιας της ζωής. Κούνησε τα κέρατα του.
Η Χαρά δαγκώνει ξαφνικά τα χείλη της..αφήνει μια φωνή πόνου. Την κοιτάζει. Βαθιά στα μάτια. Δυο θάλασσες παγωμένες.
"Πόνεσες?" κανένα ίχνος αισθήματος.
Γνέφει καταφατικά.
Εκείνος συνεχίζει ρυθμικά να εισβάλει και να οπισθοχωρεί. Την κοιτάζει ασταμάτητα στα μάτια. Εκείνη στέκει ατάραχη. Νιώθει όμως την καρδιά της να χτυπά δυνατά. Τόσο δυνατά πάνω στο κορμί του, που μπερδεύεται και δεν την ξεχωρίζει απο την δική του.
Το αρσενικό ελάφι την πλησίασε. Το θηλυκό δεν κουνήθηκε αυτή την φορά. Πήδησε απο πίσω της χωρίς να την κοιτάξει. Τα κέρατα του κουνήθηκαν έντονα προς τον ουρανό ενώ το θηλυκό κοιτούσε ατάραχο τον ορίζοντα. Όταν κατέβηκε το αρσενικό ελάφι , έφυγε μακριά.
Δεν τα ξαναείδε τα ελάφια. Αλλά πολλές φορές τα σκεφτόταν. Ήταν οτι πιο όμορφο είχε δει.
Ακούει την ανάσα του να γίνεται ακόμη πιο ρυθμική. Το στήθος του τρίβεται πάνω στο δικό της, μια στάλα ιδρώτα απο το μέτωπο του γυαλίζει στο σκοτάδι, τα χέρια της αφημένα δεξιά και αριστερά απο το σώμα της.
Κατεβάζει απότομα το βλέμμα του και ακούει την φωνή του βαθιά να παλεύει να μην βγει τόσο δυνατά..ακούει την φωνή του στο αφτί της, το στήθος του πάλλεται..την κοιτάζει κι έπειτα γέρνει και αφήνει το σώμα του στο πλαι της.
Κοιτά το ταβάνι.
Είναι δακρυσμένος.
"Μου λείπει" λέει σαν να μονολογεί στον εαυτό του.
Kαι σ' εκείνη λείπει.
Κοιτάνε και οι δυο το ταβάνι . Τα σώματα τους το ένα πλάι πλάι αλλά δεν αγγίζονται.
"όταν ήμουν μικρή..είχα δει δυο ελάφια να ζευγαρώνουν στο δάσος.."
Γυρίζει και την κοιτάζει. Σε λίγο ξημερώνει. Βλέπει το πρόσωπο της καθαρά στο ημίφως. Εκείνη κοιτά το ταβάνι σαν παιδί που ονειροπολεί με το βλέμμα στα σύννεφα.
"Γιατί μου το είπες αυτό?"
Τον κοιτάζει. Φαίνεται ήρεμος. Η ανάσα του έγινε και πάλι ήρεμη. Είναι μισόγυμνος .
"Δεν ξέρω..ήταν απλά όμορφο"
του απαντά χωρίς να τον κοιτάξει.
Ελαφρά κινεί το χέρι της προς το σώμα του. Το μικρό δάχτυλο του χεριού της ίσα που αγγίζει το χέρι του.