Μάρτιος 1542 κάπου στη μέση ανατολή
Ο Ρόις στην ηλικία των είκοσι εφτά είχε ταξιδέψει σε πολλά μέρη και διαφορετικούς πολιτισμούς, οπότε ήταν συνηθισμένος να βλέπει στην αγορά σκλαβοπάζαρα που να πουλάνε όμορφες γυναίκες για παλλακίδες, παρ' όλο που στη δική του χώρα δεν συνέβαινε πια αυτό. Ο ίδιος δεν είχε θελήσει ποτέ του να αγοράσει γυναίκα καθώς λόγο της εμφάνισης του ποτέ δεν δυσκολευόταν να βρει γυναικεία συντροφιά. Συνήθως οι γυναίκες ήταν εκείνες που τον κυνηγούσαν.
Γύρισε να κοιτάξει περισσότερο από περιέργεια και τότε του κόπηκε η ανάσα! Μπροστά του στεκόταν μια θεά, βγαλμένη από τη μυθολογία, ψηλή με ύψος πάνω από ένα εβδομήντα, με λυγερό σώμα και καστανά μακριά μαλλιά. Στεκόταν αγέρωχη παρά τις αλυσίδες στα χέρια της και τα κουρέλια που φορούσε, να κοιτάει το πλήθος σαν να είναι υπήκοοί της.
Τότε τα βλέμματα τους συναντήθηκαν και εγκλωβίστηκε από τα πιο εκφραστικά καστανά ματιά, τα οποία ήταν σαν να εισβάλουν την ψυχή του. Έμεινε να την κοιτάζει μαγνητισμένος, ενώ διέκρινε το θάρρος που θα πρέπει να έχει αυτή η κοπέλα καθώς στεκόταν ατρόμητη μπροστά του. Ξαφνικά όμως κάτι άλλαξε και αντίκρισε στο βλέμμα της πόνο και κάτι άλλο, φόβο! Τότε ο Ρόις συνειδητοποίησε ότι δεν θα την άφηνε να πάθει κάτι στα χέρια ενός από αυτά τα καθάρματα, οι οποίοι θα διέλυαν το πνεύμα της το οποίο τόσο είχε θαυμάσει. Θα την αγόραζε εκείνος και θα γινόταν δική του. Με τη θέληση της.
..........
Η Μυρτώ πολεμούσε να κρύψει τον τρόμο που πήγαινε να την παραλύσει. Δεν θα φαινόταν φοβισμένη και αδύναμη. Κοίταξε από κάτω της τους άντρες να την κοιτούν και να την λιγουρεύονται και αποφάσισε ότι δεν θα άφηνε κανένα κάθαρμα να την αγγίξει. Θα πάλευε μέχρι το τέλος.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε γύρω της, μέχρι που το βλέμμα της συνάντησε τα πιο υπέροχα χρυσαφένια μάτια και τον πιο όμορφο άντρα που είχε συναντήσει στη μέχρι τότε ζωή της. Ήταν ψηλός, γεροδεμένος με ξανθά μαλλιά στο χρώμα του σταχιού. Έμεινε να τον κοιτάζει καθηλωμένη, μέχρι που θυμήθηκε τη θέση της και πως το πιο πιθανό ήταν να θέλει και αυτός ο άντρας άπλα να εκμεταλλευτεί το κορμί της.
Για μερικά δευτερόλεπτα ένιωσε να σπάει η ασπίδα της υπεροψίας που είχε φτιάξει για να προστατευτεί και ξεχύθηκε στα μάτια της όλος ο πόνος και η απελπισία που ένιωθε τις τελευταίες εφιαλτικές μέρες από την αιχμαλωσία της.