Μέσα σε μια εβδομάδα ήταν έτοιμοι για αποχώρηση. Το σπίτι θα έμενε όπως είχε καθώς θα κατοικούσαν κάποιοι από τους υπηρέτες, τους οποίους ο Ρόις τους είχε πληρώσει για τα επόμενα χρόνια. Αν δεν επέστρεφε θα κανόνιζε να πουληθεί. Στο μεταξύ ήταν έτοιμο και το πλοίο του Ρόις με το πλήρωμα του.
«Έχεις δικό σου πλοίο!», αναρωτήθηκε η Μυρτώ βλέποντας ένα τρικάταρτο πλοίο έτοιμο να σαλπάρει . Τον κοίταξε απορημένη.
«Μπροστά σου έχεις τον καπετάνιο του Καλυψώ» της είπε και της χαμογέλασε.
«Είσαι καπετάνιος!» του είπε περισσότερο έκπληκτη.
Ο Ρόις τη βοήθησε να ανέβει στο πλοίο ενώ της μιλούσε.
"Όταν έφυγα από το σπίτι μου, πριν από έξι χρόνια, αγόρασα αυτό το πλοίο για να ταξιδέψω στον κόσμο. Καπετάνιος τότε ήταν ο φίλος μου ο Χούλιο. Αυτός με έμαθε πώς να κυβερνάω ένα πλοίο. Τώρα έρχεται μαζί μου στα ταξίδια και με βοηθάει.»
Όταν έφτασαν στο κατάστρωμα όμως η Μυρτώ, πλημμυρίστηκε από τις αναμνήσεις του προηγούμενου ταξιδιού και χλόμιασε. Εκείνος κατάλαβε ότι κάτι έχει και την έσφιξε στην αγκαλιά του.
«Πήγαινε καλύτερα στην καμπίνα να ξεκουραστείς. Θα έρθω μόλις σαλπάρουμε.»
Η Μυρτώ του χαμογέλασε και του έδωσε ένα σύντομο φιλί στα χείλη καθώς έφευγε.
....
Η Μυρτώ κάθισε στην άκρη του ψηλού κρεβατιού και παρατήρησε γύρω της. Απέναντι από το κρεβάτι, υπήρχε ένα γραφείο γεμάτο ναυτικούς χάρτες και βιβλία. Από κάτω υπήρχε ένα φθαρμένο πράσινο χαλί. Στην καμπίνα υπήρχαν ακόμα δυο ναυτικά σεντούκια και φαντάστηκε ότι στο ένα θα υπήρχαν τα δικά της ρούχα.
Στον τοίχο υπήρχε ένα πορτραίτο μιας πολύ όμορφης γυναίκας, γύρω στα σαράντα, με πράσινο φόρεμα. Μάλλον θα ήταν η μητέρα του.
Ξάπλωσε πίσω στο κρεβάτι και αναστέναξε, αναλογιζόμενη πόσο είχε αλλάξει η ζωή της από το προηγούμενο ταξίδι της. Είχε εισβάλει στη ζωή της, αλλάζοντας τη για πάντα.
Τώρα πια τον είχε ανάγκη. Είχε ανάγκη να βρίσκεται κοντά του, να βλέπει το χαμόγελο του. Πως την πρόδωσε έτσι η καρδιά της σκέφτηκε.
Εκείνη τη στιγμή, άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα.
«Περάστε» είπε ανυπομονώντας να τον δει. Στην καμπίνα όμως μπήκαν δύο ναύτες κουβαλώντας μια ξύλινη μπανιέρα. Η Μυρτώ παραξενεύτηκε.