Η Μυρτώ τις επόμενες δυο μέρες σχεδίαζε την απόδραση της. Είχε προφασιστεί ότι είναι αδιάθετη, για να αποφύγει τον Ρόις διότι αν τον έβλεπε μπορεί να λύγιζε και να μην έφευγε τελικά. Έπρεπε να είναι αποφασισμένη! Θα τα κατάφερνε. Αλλιώς;
Δεν ήξερε ποια θα ήταν η μοίρα της αν δεν κατάφερνε να το σκάσει, ποια θα ήταν η αντίδραση του. Μέχρι τώρα ήταν ευγενικός και καλός μαζί της. Την είχε εμπιστευτεί. Τώρα όμως εκείνη θα τον πρόδιδε. Δεν μπορούσε όμως να κάνει αλλιώς. Όσο καλά κι αν αισθανόταν μαζί του, στην πραγματικότητα δεν ήταν ελεύθερη. Και το κυριότερο, κινδύνευε να χάσει και την καρδιά της!
Είχε υπολογίσει τα πάντα. Από το τι ώρα άλλαζαν βάρδια οι φρουροί στην πόρτα, πως θα πήγαινε στο λιμάνι να βρει το πλοίο, μέχρι και τη μεταμφίεση της. Είχε βρει μια αγορίστικη αλλαξιά από έναν νεαρό υπηρέτη που μαζί με ένα καπέλο κρυβόταν ικανοποιητικά η ταυτότητα της.
Είχε υπολογίσει επίσης ότι την ώρα που εκείνη θα το έσκαγε, ο Ρόις θα έλειπε όπως κάθε μέρα όποτε μέχρι να γυρνούσε εκείνη θα είχε εξαφανιστεί! Ακόμα κάθε μέρα στις τρεις ερχόταν ένα κάρο που πουλούσε άχυρα για το στάβλο και γνώριζε από τις υπηρέτριες ότι κατέληγε στο λιμάνι. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει, ήταν να καταφέρει να κρυφτεί στο κάρο με τα άχυρα και να φτάσει στο λιμάνι. Εκεί θα αντάλλασε ένα ασημένιο κηροπήγιο που είχε πάρει με μια θέση στο καράβι. Δεν της άρεσε που είχε αναγκαστεί να κλέψει, αλλά ήταν ο μόνος τρόπος για να τα καταφέρει.
Όταν ήρθε η ώρα να φύγει κοίταξε πίσω της και σκέφτηκε θλιμμένη ότι δεν θα τον ξαναέβλεπε. Δεν θα ξανά αντίκριζε αυτά τα χρυσαφένια μάτια να την κοιτούν σαν να είναι σημαντική για αυτόν. Αμέσως όμως έδιωξε αυτές τις σκέψεις. Είχε πάρει την απόφαση της και δεν μπορούσε να κάνει πια πίσω.
.....
Ο Ρόις ένιωθε μια περίεργη ανησυχία τις τελευταίες δυο μέρες. Δεν είχε δει τη Μυρτώ από το βράδυ στον κήπο που την είχε φιλήσει. Εκείνη του είχε πει ότι αισθανόταν κουρασμένη, αλλά υποψιαζόταν ότι την είχε τρομάξει και για αυτό τον απέφευγε.
Στην αρχή θέλησε να της δώσει λίγο χρόνο αλλά τώρα θα πήγαινε να δει τι συμβαίνει. Αντί λοιπόν να πάει στο χαμάμ και να βρεθεί με τους φίλους του όπως έκανε συνήθως, επέλεξε να γυρίσει σπίτι και να μάθει τι της συμβαίνει.
Όταν έφτασε σπίτι του, η αγωνία του εντάθηκε. Πήγε στο δωμάτιο της με ένα περίεργο προαίσθημα , το οποίο βγήκε αληθινό. Εκείνη δεν ήταν εκεί! Αμέσως φώναξε όλους τους υπηρέτες πανικόβλητος και τους ρώτησε αν την είχαν δει!
Όταν βεβαιώθηκε ότι το είχε σκάσει ένιωσε να γκρεμίζονται τα πάντα γύρω του και ένας πόνος τον διαπέρασε. Σαν να του απόκοβαν ένα σημαντικό κομμάτι του. Απλώς δεν μπορούσε να φανταστεί την πιθανότητα να μην την ξαναδεί!
Αμέσως σέλωσε το άλογο του και κάλπασε για το λιμάνι. Είχε ένα προαίσθημα ότι αυτός ήταν ο προορισμός της, καθώς θα προσπαθούσε να το σκάσει!
.....
Η Μυρτώ όταν βγήκε από την καρότσα έπεσε πάνω σε ένα πολύ θυμωμένο Ρόις. Δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ έτσι. Τα μάτια του πετούσαν φωτιές και για μια στιγμή φοβήθηκε για τη Ζώη της.
«Που νομίζει ότι πας!», της είπε απότομα. Εκείνη δεν πρόλαβε να μιλήσει γιατί της άρπαξε σφικτά τον καρπό μέχρι που την πόνεσε και την ανέβασε στο άλογο του σαν να ήταν σακί με πατάτες.
Σε όλη τη διαδρομή για το σπίτι, ήταν αμίλητος, με τη Μυρτώ να τραντάζεται τη ράχη του αλόγου. Όταν έφτασαν σπίτι, την κατέβασε από το άλογο και την πήρε στον όμως του καθώς εκείνη πάλευε να του ξεφύγει. Την πήγε στο δωμάτιο του και κλείδωσε την πόρτα.
Όταν αντίκρισε το βλέμμα του, είδε μια ανελέητη τρικυμία να μαίνεται μέσα στα μάτια του.
«Μέχρι στιγμής, σου φέρθηκα μόνο με ευγένεια και εσύ διάλεξες να μου το ανταποδώσεις με το να το σκάσεις!», της είπε και την κοίταξε σκληρά.
«Τώρα, θα πάρω αυτό που μου ανήκει!».