Όταν ανέβηκαν ξανά στο άλογο, ο Ρόις ήταν σκέτο πειραχτήρι. Την πείραζε συνεχώς κάνοντας τη να γελάει. Τα χέρια του χούφτωναν κάθε τόσο το στήθος της και τα πόδια της, μιας και η Μυρτώ καθόταν καβαλικευτηκά στο άλογο και η καμιζόλα της είχε ανέβει.
Εκείνη συνεχώς τον επέπληττε, αυτός όμως δεν της έδινε σημασία καθώς τη φιλούσε στο λαιμό. Γελούσε μαζί της και δεν την άφηνε καθόλου σε ησυχία.
Και η Μυρτώ απολάμβανε την κάθε στιγμή! Έστω και για λίγο, ένιωθε ότι τα αισθήματα του ήταν πιο βαθειά. Ένιωθε ότι ήταν ελεύθερη.
...
Όταν έφτασαν στο σπίτι, επικρατούσε ένα περίεργο κλίμα, που ανησύχησε τη Μυρτώ. Ο Ρόις μόλις τη βοήθησε να κατέβει, κλείστηκε στο γραφείο του, αφήνοντας τη μόνη της.
Πήγε στο δωμάτιο της και ξάπλωσε προσπαθώντας να μην σκέφτεται αρνητικά.
....
Ο Ρόις όταν έφτασε σπίτι του, προσγειώθηκε απότομα στην πραγματικότητα. Είχε λάβει ένα γράμμα από το βασιλιά και ξάδελφο του, ότι χρειαζόταν να επιστρέψει επειγόντως πίσω.
Αυτή η εξέλιξη χαλούσε όλα τα σχέδια του. Είχε σκοπό να καθίσει μερικούς μήνες ακόμα μέχρι να χορτάσει τη Μυρτώ και στη συνέχεια θα επέστρεφε, αφήνοντας τη στη Βενετία.
Τώρα όμως όλα άλλαζαν. Τι θα έκανε!
Δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσει να φύγει τώρα που απολάμβανε τόσο τη συντροφιά της. Δεν αντεχε να την αποχωριστεί. Όχι ακόμα!
Θα την έπαιρνε μαζί του. Ναι! Αυτό ήταν σκέφτηκε! Και στους κύκλους του θα την παρουσίαζε ως μια πλούσια φίλη του χήρα, αναβάλλοντας την απελευθέρωση της.
Δεν μπορούσε να την αφήσει τώρα, γιατί θα την έχανε! Δεν ήταν ακόμα έτοιμος για κάτι τέτοιο. Ίσως και ποτέ του ψυθιρισε μια φωνή μέσα του αλλά την αποδιωξε αμέσως.
Ετοιμάστηκε λοιπόν να πάει στη Μυρτώ και να της πει τα νέα.
...
Η Μυρτώ ξαφνιάστηκε όταν της ανακοίνωσε ο Ρόις τα σχέδια για το ταξίδι τους. Εκεί ήταν πιο εύκολο να είναι ερωμένη του και να του ανήκει. Στη χώρα του όμως, τόσο κοντά στην Ιταλία που ήταν και ο δικός της προορισμός! Θα ήταν διαφορετικά.
Εκείνος της εξήγησε ότι θα τη σύστηνε ως φίλη του και δεν έκανε λόγο για το αν θα την άφηνε ελεύθερη.
Ούτε και η ίδια όμως δεν ήξερε αν ήθελε να φύγει πια μακριά του!
Ο Ρόις κατάλαβε τότε ότι είχε αλλάξει η διάθεση της και η σκέψη ότι μπορεί να την έχανε πάλι, του θόλωσε το μυαλό.
Πήρε το στόμα της με μια μανία που την ξάφνιασε, καθώς τα χείλη του λεηλατούσαν τα δικά της σαν να εξαρτιόταν η ζωή του από το φιλί τους. Της άρεσε το βάρος του κορμιού του στο δικό της, το πώς αισθανόταν όταν έμπαινε μέσα της. Λάτρευε αυτήν την αίσθηση.
Όταν πια λαχανιασμένοι και οι δυο ξάπλωσαν στο κρεβάτι, κουλουριάστηκε δίπλα του και τον έσφιξε κοντά της.
Ναι, το ήξερε ότι δεν θα κρατούσε πολύ και ότι θα ένιωθε περίεργα στη χώρα του, αλλά ήταν μαζί του και θα ζούσε την κάθε στιγμή, κρατώντας τις αναμνήσεις αυτές μέσα της για πάντα!
ΤΕΛΕΙΩΣΕ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ! ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ ΓΙΑ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ!