Από τη στιγμή της άφιξης τους στη Βαλένσια, τον Ρόις τον διακατείχε μια νευρικότητα. Ένιωθε πολύ περίεργα που ξαναγύρισε σπίτι του.
Σπίτι του. Πόσα χρόνια είχε να σκεφτεί τη Βαλένσια ως σπίτι του. Σπίτι του τα τελευταία χρόνια ήταν το πλοίο του...
Ακόμα, είχε ένα προαίσθημα για το τι θα συναντούσε εδώ. Το γράμμα του Βασιλιά ήταν πολύ περίεργο και υποψιαζόταν ότι από πίσω κρυβόταν ο πατέρας του.
Οι γονείς του. Έπρεπε να τους ειδοποιήσει ότι επέστρεψε. Κατευθύνθηκε προς το γραφείο του και έγραψε ένα γράμμα, το οποίο το έδωσε σε ένα υπηρέτη να το στείλει.
Ένιωθε περίεργα που θα έβλεπε τους γονείς του ύστερα από τόσα χρόνια. Η μητέρα του, του είχε λείψει πολύ. Με τον πατέρα του δεν ήξερε πως θα ένιωθε ύστερα από τόσα χρόνια που είχαν να επικοινωνήσουν.
Τότε σκέφτηκε τη Μυρτώ και ένιωσε να χαλαρώνει... Ήταν εδώ μαζί του. Αν και δεν έπρεπε να αποκαλυφθεί η σχέση τους για να μην πληγωθεί, διότι η κοινωνία ήταν πολύ σκληρή.
Το είχε καταλάβει ότι ένιωσε άβολα εδώ και θα έκανε ότι μπορούσε για να νιώσει καλά. Κάτι είχε εξάλλου στο μυαλό του που θα την ενθουσίαζε!
....
Η Μυρτώ ξάπλωσε στο κρεβάτι και έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια της. Μόλις είχε ταχτοποιήσει τα πράγματα της με τη βοήθεια Φατμά. Είχε μερικές ώρες μέχρι να βρεθεί με τον Ρόις, έτσι αποφάσισε να ξεκουραστεί λίγο πριν το δείπνο.
Της έλειπε είδη. Είχε συνηθίσει στο καράβι να είναι συνέχεια μαζί... τώρα βέβαια ήξερε ότι θα τον έβλεπε πολύ λιγότερο καθώς θα είχε πολλές υποχρεώσεις στην πατρίδα του.
Την είχε συγκινήσει που μόλις κατάλαβε ότι αισθάνεται άβολα, την οδήγησε σε εκείνο το υπέροχο δωμάτιο με τους πίνακες, ξέροντας πόσο της αρέσει η ζωγραφική.
Ένιωθε πολύ καλά μαζί του και κάθε μέρα τον ερωτευόταν όλο και περισσότερο, όμως...
Όμως της έλειπε η οικογένεια της και στενοχωριόταν που δεν επικοινωνούσε μαζί τους. Ύστερα από εκείνη τη μέρα που της απαγόρευσε να στείλει γράμμα δεν του το ξαναζήτησε.
Όμως από τότε είχαν αλλάξει τόσα.
Θα του το ξαναζητούσε κάποια στιγμή σύντομα.
Με την σκέψη της σε εκείνον, αποκοιμήθηκε γρήγορα.
...
Ξύπνησε ύστερα από μερικές ώρες και ετοιμάστηκε. Φόρεσε ένα γαλάζιο μεταξωτό φόρεμα που τόνιζε τις καμπύλες της και θυμούμενη την πρωινή διαδρομή, βρέθηκε στο Χωλ.
Εκεί την περίμενε ο Ρόις. Όταν βρέθηκε κοντά του, ένιωσε αμέσως μια ζεστασιά να απλώνεται στην καρδιά της. Της χαμογέλασε και την οδήγησε στην τραπεζαρία.
Η τραπεζαρία ήταν εξίσου επιβλητική με το υπόλοιπο σπίτι. Υπήρχαν μεγάλα παράθυρα με σμαραγδί κουρτίνες ενώ στο κέντρο βρισκόταν ένα τεράστιο τραπέζι. Προτιμούσε πολύ περισσότερο την μικρότερη τραπεζαρία στο άλλο σπίτι.
Κάθισαν και τους σέρβιρα το φαγητό.
Ο Ρόις παρατήρησε τη νευρικότητα της.
«Είναι τεράστιος ο χώρος έ!», της είπε χαμογελώντας.
«Η αλήθεια είναι ότι είμαστε μόνο οι δυο μας.»
«Το ξέρω. Μόνο για σήμερα. Από αύριο θα έχει ετοιμαστεί η μικρότερη τραπεζαρία και θα τρώμε εκεί...»
Η Μυρτώ φάνηκε να ανακουφίζεται...
«Μίλησες με τους γονείς σου», τον ρώτησε ύστερα από λίγο.
«Ναι τους έγραψα σήμερα. Θα με ειδοποιήσουν πότε θα τους επισκεφτώ.»
Εκείνη παραξενεύτηκε με την τόση επισημότητα. Αν εκείνη είχε να δει τους γονείς της τόσα χρόνια όσο εκεί νος θα έτρεχε αμέσως σπίτι της. Όμως ο Ροις δεν είχε καλές σχέσεις με τον πατέρα του, κάτι που τη στεναχωρούσε.
«ξέρεις σου έχω μια έκπληξη αύριο», της είπε όταν τελείωσαν το φαγητό και σηκώθηκαν.
«τι έκπληξη!», τον ρώτησε όλο περιέργεια.
«Αν σου πω δεν θα είναι έκπληξη.» της είπε και τη φίλησε τρυφερά.
...
Η Μυρτώ ανέβηκε στο δωμάτιο και ξάπλωσε στο κρεβάτι, ενώ αναρωτιόταν αν θα ερχόταν εκείνος.
Υστέρα από λίγο, ένιωσε τα υφάσματα να σηκώνονται και εκείνον να την παίρνει στην αγκαλιά του.
Τότε έκλεισε τα μάτια της και αποκοιμήθηκε, έχοντας τον κοντά τησ.