Η Μυρτώ ξύπνησε ύστερα από περίπου δυο ώρες μετά, περίεργα ξαλαφρωμένη. Τώρα που είχε αποδεχθεί τα αισθήματα της για τον Ρόις και είχε αποφασίσει να ζήσει την κάθε στιγμή μαζί του, ένιωθε πολύ καλύτερα.
Θυμήθηκε πως την κρατούσε στην αγκαλιά του, σαν να αισθανόταν κάτι για αυτήν. Όχι είπε στον εαυτό της και κούνησε το κεφάλι της. Δεν θα παραμύθιαζε τον εαυτό της. Ο Ρόις απλά την ποθούσε και τίποτε άλλο! Έτσι έπρεπε να κρύψει τα αισθήματα της όσο μπορούσε.
Εκείνη τη στιγμή, μπήκε η Φατμά στο δωμάτιο.
«Καλημέρα κυρά μου. Αισθάνεσαι καλά;»
Η Μυρτώ διέκρινε μια ανησυχία στη γυναίκα. Δικαιολογημένα σκέφτηκε, υστέρα από τον τρόπο που γύρισαν σπίτι.
«Ναι Φατμά. Μια χαρά, ο Ρόις δεν μου φέρθηκε άσχημα.»
Αμέσως ανακούφιση εμφανίστηκε στο πρόσωπο της ηλικιωμένης γυναίκας.
«Χαίρομαι παιδί μου. Ο αφέντης Ρόις είπε να ετοιμαστείς και να πας στο γραφείο του, θα σε περιμένει εκεί.»
Η Μυρτώ παραξενεύτηκε από την απαίτηση του Ρόις, αλλά δεν έδειξε τίποτα.
«Εντάξει Φατμά, σε ευχαριστώ.»
Αφού ετοιμάστηκε με τη βοήθεια της γυναίκας, πήγε να τον βρει, αβέβαιη για το τι θα συναντούσε.
Όταν μπήκε στο δωμάτιο, είδε το Ρόις να στέκεται δίπλα στο παράθυρο και κοιτάζει έξω. Για μια στιγμή έμεινε να τον θαυμάσει. Ήταν υπέροχος, με το γεροδεμένο του σώμα να διαγράφεται από τα ρούχα του και τα μαλλιά του να φωτίζονται από τις αχτίδες του ήλιου δίνοντας τους μια χρυσαφένια απόχρωση.
Τότε γύρισε και την κοίταξε και τα μάτια του αιχμαλώτισαν τα δικά της, κάνοντας το χρόνο να σταματήσει για μια στιγμή.
Της χαμογέλασε και αμέσως αισθάνθηκε μια ανείπωτη χαρά να απλώνεται μέσα της! Ήταν δικός της! Για τη ώρα.
.....
Ο Ρόις κοιτούσε τον κήπο και σχεδίαζε τη μέρα τους, όταν μπήκε στο δωμάτιο η Μυρτώ.
«Καλημέρα!» Της είπε και της χαμογέλασε. Πήγε κοντά της και τη φίλησε στα χείλη.
«καλημέρα!» του είπε και του ανταπέδωσε το φιλί.
«Σου έχω μια έκπληξη!»
«δεν χρειαζόταν!»
«κι όμως... σου αρέσει το κολύμπι;»
Τότε τα μάτια της έλαμψαν από ενθουσιασμό.
«Αν μ' αρέσει; Το λατρεύω!» ξεφώνησε από χαρά. «γιατί;»
«γιατί έχω ετοιμάσει μια μικρή εξόρμηση σε μια ερημική παραλία εδώ κοντά.»
«αλήθεια!» του είπε και τον αγκάλιασε. «Αχ Ρόις, θα είναι υπέροχα! Μου έχει λείψει τόσο αν είμαι στο νερό!»
«Κάνε λίγο υπομονή μικρή μου.» της είπε και δεν μπορούσε να σταματήσει να χαμογελάει, συνεπαρμένος από τον ενθουσιασμό της. Ήταν υπέροχη. Τόσο δοτική, αυθόρμητη, ενθουσιαζόταν με κάτι τόσο απλό και το έδειχνε παρασύροντας και αυτόν μαζί της! Δεν είχε γνωρίσει ποτέ γυναίκα που να της μοιάζει.
«πως θα πάμε;»
«με το άλογο μου. Είναι περίπου μια ώρα από εδώ. Αν είσαι έτοιμη φεύγουμε αμέσως.»
«και το ρωτάς! Γιατί είμαστε ακόμα εδώ!» του είπε και τον έπιασε από το χέρι τραβώντας τον έξω.
....
Όσο κάλπαζαν, η Μυρτώ βρισκόταν μπροστά του, για να μπορεί να την κρατάει στην αγκαλιά του. Δεν είχε διακινδυνέψει να της δώσει δικό της άλογο, αν και του είχε πει ότι ήξερε να ιππεύει. Δεν ήθελε να του ξαναφύγει. Με τη σκέψη αυτή, την έσφιξε περισσότερο πάνω του.
Η Μυρτώ ένιωθε υπέροχα στην αγκαλιά του Ρόις. Είχε καταλάβει ότι δεν της έδωσε δικό της άλογο για να μην το ξανασκάσει και δεν τον αδικούσε.
Από την πρώτη στιγμή, ήταν καλός και τρυφερός μαζί της και αυτό ήταν που την κέρδισε τελικά. Δεν είχε σκοπό να πάει πουθενά! Προς το παρόν.
Ξαφνικά αντίκρισε ένα μαγικό τοπίο μπροστά της. Ήταν ένας μικρός κόλπος, με καταγάλανα νερά και χρυσή αμμουδιά. Τα δέντρα έσκυβαν πάνω από τη θάλασσα καθώς καθρεπτίζονταν. Σαν αιώνιοι εραστές, που προσπαθούν να συναντηθούν, αλλά δεν τα καταφέρνουν.
«είναι απίστευτα» του είπε και του χαμογέλασε.
Του Ρόις του κόπηκε η ανάσα, αντικρίζοντας το χαμόγελό της. Δεν την είχε ξαναδεί πιο όμορφη. Έλαμπε ολόκληρη!
Τη βοήθησε να κατέβει και αφού ταχτοποίησαν το άλογο, περπάτησαν προς την παραλία.
Τέλειωσε και αυτό το κεφάλαιο. Είχα να γράψω πολύ καιρό και έτσι ανέβασα δυο κεφάλαια. Θα ξαναανεβάσω όσο πιο σύντομα μπορώ! Ελπίζω να σας άρεσε η συνέχεια.