Το σπίτι που ο Ρόις έμενε προσωρινά αποτελούταν από ένα μεγάλο ενιαίο χώρο με δωμάτια τριγύρω και ένα μεγάλο κήπο με λιμνούλα και σιντριβάνι. Η Μυρτώ ήταν πολύ αποκαμωμένη για να παρατηρήσει γύρω της, παρ όλα αυτά την περικύκλωσε η ευωδιά των λουλουδιών.
Δεν είχε συνέλθει ακόμα όταν ο Ρόις την τοποθέτησε τρυφερά σε μια πολυθρόνα και φώναξε τους υπηρέτες να την περιποιηθούν. Η Μυρτώ ένιωθε σαν χαμένη και να λυγίζει από το σοκ των τελευταίων ημερών. Τότε το βλέμμα του αιχμαλώτισε το δικό της και μέσα του είδε κάτι που την ηρέμισε και την έκανε να νιώσει ασφαλής. Γελοίο συναίσθημα σκέφτηκε με δεδομένη την κατάσταση της. Έκανε να σηκωθεί και ξαφνικά όλα μαύρισαν γύρω της και ο κόσμος χάθηκε από τα μάτια της.
....
Ο Ρόις μόλις είδε την κοπέλα να χάνει το χρώμα της κατάλαβε ότι θα λιποθυμούσε και έτρεξε να την πιάσει στην αγκαλιά του πριν σωριαστεί στο έδαφος. Τη μετέφερε στα χέρια του και την απόθεσε στο κρεβάτι του καθώς φώναζε να καλέσουν το γιατρό.
Αισθάνθηκε περίεργα για τα συναισθήματα που του γεννήθηκαν κρατώντας τη στην αγκαλιά του. Μια περίεργη προστατευτικότητα που δεν είχε καμία σχέση με τη λαγνεία που ένιωθε για αυτή. Ήταν απλά πόθος και τίποτε άλλο. Απλά ήθελε να την κάνει ερωμένη του. Όμως όταν άνοιξε τα μάτια της ένιωσε ανείπωτη χαρά! Παράλογη χαρά.
Έτσι κι αλλιώς η αντίδραση του δεν εξηγούταν με τη λογική. Δεν κατάλαβε καν πως κατάφερε να του ανήκει αυτή η κοπέλα. Απλά θέλησε να τη σώσει. Τώρα όμως την ήθελε δική του. Της χαμογέλασε και εκείνη σαν να ηρέμισε ξανακλείνοντας τα μάτια της.
....
Οι στιγμές μέχρι να έρθει ο γιατρός ήταν ατελείωτες για το Ρόις. Όταν επιτέλους ήρθε παραμέρισε για να την εξετάσει και περίμενε με αγωνία στην άκρη.
«τι έχει γιατρέ;» ρώτησε.
«η κοπέλα έχει μέρες να φάει και κρίνοντας από την εξέταση έχει περάσει μεγάλο σοκ το οποίο πιθανόν να ευθύνεται για την κατάσταση της. Χρειάζεται ξεκούραση και καλό φαγητό.»
Το σοκ σκέφτηκε ο Ρόις ήταν πολύ λίγο σε σχέση με ότι πιθανόν είχε περάσει η κοπέλα τις τελευταίες μέρες.
«Υπάρχει πιθανότητα να ανεβάσει πυρετό για αυτό θα σας αφήσω ένα διάλυμα να το αραιώνεται με νερό και να της το δίνετε» είπε ο γιατρός κοιτάζοντας συνοφρυωμένος την ασθενή του. «θα ξαναπεράσω αύριο να δω πως τα πάει».
Τότε ο Ρόις ευχαρίστησε το γιατρό, τον πλήρωσε και κάθισε ξανά κοντά της.
....
Πέρασαν αρκετές μέρες μέχρι να συνέλθει τελείως η Μυρτώ, κι όμως ο Ρόις δεν είχε σηκωθεί ούτε στιγμή από δίπλα της. Κι όταν ξυπνούσε ήταν σαν χαμένη και είχε παραισθήσεις. Προσπάθησε να την ταΐσει και της έδωσε νερό με το διάλυμα για να πέσει ο πυρετός που της είχε ανέβει κι άλλο τις τελευταίες ώρες. Η Μυρτώ ένιωθε επιτέλους ασφαλής ύστερα από πολλές μέρες.
«πως σε λένε;», την ρώτησε τρυφερά.
Η Μυρτώ ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της, κοίταξε τα χρυσαφένια μάτια με το γλυκό βλέμμα και του απάντησε.
«Μυρτώ». Υστέρα ξανακοιμήθηκε.
.....
Η Μυρτώ ονειρευόταν τις μέρες που ήταν αιχμάλωτη των πειρατών. Ο μόνος λόγος που δεν την σκότωσαν εκείνη τη μέρα ήταν επειδή πίστευαν ότι θα έπιαναν ψηλή τιμή αν την πουλούσαν. Για αυτό και δεν την κακοποίησαν σωματικά. Όλες τις μέρες την είχαν δεμένη και της έδιναν να φάει λίγο μουχλιασμένο ψωμί και βρομόνερο.
Πολλές φορές είχε ευχηθεί να πεθάνει εκείνη στη θέση της φίλης της. Ήταν άδικο να σκοτωθεί για να τη σώσει. Έπρεπε λοιπόν να αντέξει και να μην λυγίσει για να την τιμήσει, δεν θα φαινόταν τρομαγμένη και αβοήθητη , θα άντεχε για να μην πάει χαμένη η θυσία της!
.....
Ο Ρόις μόλις βεβαιώθηκε ότι η Μυρτώ θα συνερχόταν τελείως, βγήκε έξω να κάνει μια βόλτα στον κήπο. Αυτή η κοπέλα τον επηρέαζε με πολλούς τρόπους που τρόμαζε. Δεν έπρεπε να καταλάβει πόσο μεγάλη δύναμη είχε πάνω του. Θυμήθηκε τότε το θεϊκό σώμα που αντίκρισε όταν της έβγαλε τα κουρέλια που φορούσε. Θα γινόταν δική του! Σίγουρα.