ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8: Η ΖΉΛΕΙΑ

758 40 4
                                    

Άλεξ POV
- Άλλο ένα ! ,φωνάζω στον μπάρμαν.
- Μωρό μου πόσο θα πιεις ακόμα?, ρωτάει η Νάταλι. Γιατί στον διάολο με ακολουθεί παντού? Θέλω να μείνω στις σκέψεις μου. Δεν μου επιτρέπετε να την αγγίξω πόσο μάλλον να την φιλήσω. Τον φίλησε μπροστά μου. Έπρεπε να κατέβω και να του σπάσω τα μούτρα. Εγώ θα έπρεπε να ήμουν στην θέση του. Εγώ θα έπρεπε να την φιλάω. Κάθε βράδυ την φαντάζομαι στο κρεβάτι μου. Τα όνειρα μου όμως διακόπτονται πάντα από τον γνωστό μαλακα,τον Μάικ.
Πιστεύω να της άρεσε το δώρο μου. Λογικά θα με ρωτήσει πώς το ήξερα τι διαβάζει και φυσικά δεν είμαι διατεθειμένος να της πω πως την έβλεπα όταν περνούσα έξω από το δωμάτιο της να διαβάζει. Καμιά φορά αφήνει την πόρτα ανοιχτή. Τις προάλλες που ανησυχούσα επειδή είχε λιποθυμήσει προσπάθησα να μπω ,αλλά ήταν κλειδωμένη. Θέλω να την βλέπω όλη μέρα. Δεν θέλω να φεύγω από το σπίτι, αλλά πρέπει για το καλό όλων μας. Δεν ήμουν έτσι εγώ ποτέ. Δεν σκεφτόμουν τους άλλους. Την Άννα όμως δεν μπορώ να την βγάλω από το μυαλό μου καθόλου και αφού ο μόνος τρόπος για να είμαστε μαζί είναι να το παίζουμε αδέλφια θα το υποστώ.
- Παράτα με Νάταλι! Φύγε αν δεν θες να με βλέπεις.,τις λέω. Δεν θέλω ούτε να την βλέπω.
- Θα σταματήσεις να φέρεσαι σαν Κοπανός?.,με κοιτάει και την αποφεύγω.
- Την θέλεις έτσι?,με ρωτάει. Όχι! Τι βλακείες είναι αυτές?
- Όχι και μην ξαναπείς ,άλλες τέτοιες μαλακίες γιατί τελειώσαμε., μαζεύει τα πράγματά της και με κοιτάζει.
- Φεύγω ! Πάρε με όταν συνέλθεις.,λέει και φεύγει.
Πρέπει να κοιμάται τώρα η Άννα. Δεν ήθελα να με ευχαριστήσει γιατί ίσως να μην αντισκεκομουν και να την έκανα δική μου. Ένας θεός ξέρει πόσο πολύ την θέλω. Νομίζω ήρθε η ώρα να γυρίσω στο σπίτι!

Άννας POV
Μπαμ!
Ανοίγω τα μάτια μου και κοιτάζω το ρολόι. Είναι τέσσερις τα ξημερώματα.
Πρέπει να γύρισε ο Άλεξ. Σηκώνομαι από το κρεβάτι και πάω στην πόρτα. Ακούω βήματα στην σκάλα και την ανοίγω.
- Άλεξ?,λέω ψιθυριστά.
- Άννα? Τι κάνεις ακόμα ξύπνια. Είναι εμφανέστατα μεθυσμένος. Με πλησιάζει και παραπατάει.
- Άκουσα θόρυβο και ξύπνησα.,του λέω.
- Με φοβάσαι?, ρωτάει. Μου φαίνεται ότι ανησυχεί. Γιατί όμως?
- Έλα μέσα., του λέω και ανοίγω διάπλατα την πόρτα. Μένει να με κοιτάζει , αλλά τελικά κάνει την κίνηση και μπαίνει μέσα. Κάθετε στο κρεβάτι μου και πιάνει το βιβλίο που είχα σε αυτό. Το δώρο του! Πάω και κάθομαι δίπλα του.
- Σε ευχαριστώ! ,του λέω κοιτάζοντας τον.
Έρχεται πιο κοντά μου.
- Άννα καλύτερα να πηγαίνω., οι παλμοί της καρδιάς μου αυξάνονται πολύ γρήγορα. Τον θέλω και τον θέλω τώρα . Θέλω να κοιμηθούμε αγκαλιά. Θέλω να τον ακούσω να μου λέει σε αγαπώ! Εγώ το αγαπάω πολύ! Τα μάτια μου πέφτουν στο ματωμένο χέρι του.
- τι συμβαίνει?, λέω και πιάνω το χέρι του στο χέρι μου. Ακουμπάει το μέτωπο του στο δικό μου.
- Πονάω.,μου λέει. Δάκρυα τρέχουν, ξαφνικα, από τα μάτια μου. Εκείνος τα σκουπίζει.
- Μισό να φέρω κάτι για να σε βοηθήσω.,λέω και σηκώνομαι.
- Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να με βοηθήσεις.,λέει ψιθυριστά.
Γυρίζω και τον κοιτάζω . Εκείνος σηκώνεται και βγαίνει γρήγορα από το δωμάτιο μου.
Σε αγαπάω Άλεξ! Θέλω να το φωνάξω παντού.Θελω να με ακούσουν όλοι. Πρώτη φορά στην ζωή μου αισθάνομαι έτσι.

Η Μερα Που σε Γνώρισα   Donde viven las historias. Descúbrelo ahora