ΚΕΦΆΛΑΙΟ 45: ΡΑΓΙΣΜΈΝΗ ΚΑΡΔΙΆ

379 22 6
                                    

"Άλεξ,όχι. Σε παρακαλώ ,μην με αφήνεις εδώ!",φωνάζω με λιγμους καθώς κλαίω.
Σκύβει και με φιλάει.
" είναι για το καλό σου Άννα! Πίστεψε με!",μου λέει.
Έξω βρέχει και μια αστραπή με ταράζει.
"Έρχονται!",μου λέει και μου δίνει ένα ακόμα φιλί.
"Ποιοί?", φωνάζω και τότε καταλαβαίνω.
Ο Άλεξ τρέχει προς τα έξω.
" Άλεξ!",φωνάζω και χτυπιεμαι ,αλλά τον βλέπω να χάνεται.
Δεν μπορώ να κουνηθώ.
Είναι κανείς εδώ? Θέλω να φωνάξω.
Ακούω μόνο φωνές και ......

ΠΕΝΤΕ ΧΡΌΝΙΑ ΜΕΤΆ
Άννας  POV

-Αννα!,ακούω εκείνη την γνώριμη φωνή.
Δύο χέρια τυλίγονται γύρω από την μέση μου.
Χαμογελάω.
- Μωρό μου ? Η μικρή είναι έτοιμη!,μου λέει ο Λίαμ.
- Ωραία! Πάω να ετοιμαστώ και εγώ για την δουλειά μου.,του λέω.
- Μαμά , μαμά!,ακούω την κόρη μου να με φωνάζει.
Ανοίγω τα χέρια μου και πηδάει επάνω μου.
- Πως αισθάνεσε σήμερα που θα πας στο σχολείο?,την ρωτάω.
- Ωραία!,μου λέει.
Είναι μόλις πέντε χρόνων και είδη αισθάνομαι ότι η κόρη μου είναι δέκα.
Μιλάει ώριμα για την ηλικία της . Είχε να μοιάσει.
Αφαιρούμε για λίγο.
- Μωρό μου ,εμείς  φεύγουμε.,λέει ο Λίαμ.
- Τι ώρα γυρνάς μωρό μου?,τον ρωτάω.
Μου χαμογελάει.
- Στις δέκα σήμερα.,μου λέει.
- Θα έρθεις να σας κεράσω με την μικρή?,με ρωτάω.
- Που? Στο εστιατόριο?,τον ρωτάω.
- Ναι μωρό μου! Σκέψου το.,μου λέει.
Κουνάω το κεφάλι και εκείνος παίρνει την μικρή από το χέρι και βγαίνει έξω από το σπίτι μας.
Κλείνω τα μάτια μου σφιχτά.

Εκείνο το βράδυ στο εστιατόριο (πέντε χρόνια πριν)
- Άλεξ!,του φωνάζω καθώς χτυπάει τον πατέρα μου.
- Ρότζερ, σταματα!, φωνάζει η Κέιτ.
Κόσμος βγαίνει από το εστιατόριο και συγκεντρώνεται γύρω από τον μπαμπά μου και τον Άλεξ.
- Για όνομα του Θεού! Σταματήστε!,λέει ξανά η Κέιτ.
Ο πατέρας μου έχει πέσει κάτω και ο Άλεξ  ανεβαίνει επάνω του και συνεχίζει να τον χτυπάει.
- Άλεξ,σταματα!, ουρλιάζω ,αλλά εκείνος δεν με ακούει.
- Βοήθεια! Κάποιος να βοηθήσει! Χωριστε τους!, φωνάζω.
Ο σερβιτόρος με πλησιάζει.
- Βοήθεια!,του λέω.
- Για εσένα τσακώνονται?,με ρωτάει.
- Δεν είναι ώρα για αστεία! Μπορείς να βοηθήσεις?,τον ρωτάω.
- Με λένε Λίαμ!,μου λέει καθώς σπρώχνει τους ανθρώπους και μπαίνει στο κέντρο και τραβάει τον Άλεξ από τον πατέρα μου.
Η Κέιτ μπαίνει στην μέση για να μην συνεχίσουν.
Ακούω τον χαρακτηριστικό ήχο της αστυνομίας.
- Ψηλά τα χέρια. Εσείς οι δύο συλλαμβανεστε.,λέει δείχνοντας τον Άλεξ και τον πατέρα μου.
Μπαίνουν στο αυτοκίνητο της αστυνομίας.
- Σε Ευχαριστώ πολύ!,λέω στον Λίαμ.
- Πως σε λένε? ,με ρωτάει.
- Άννα!, λέω.
- Λοιπόν, Άννα , ελπίζω να συναντηθούμε σύντομα.,μου λέει καθως φεύγει.
Τρέχω στην Κέιτ.
- Λυπάμαι!,της λέω.
- Έπρεπε να το είχα καταλάβει πως κάτι συνέβαινε. Ήμουν , όμως, πολύ χαρούμενη που ο γιος μου άλλαζε που δε έβλεπα πέρα από την μύτη. Σε ευχαριστώ Άννα.,μου λέει.
Σηκώνω το κεφάλι μου και την κοιτάζω με περίεργα.
- Πώς?,την ρωτάω.
- Αν για εσένα ο γιος μου γίνεται καλύτερος τότε χαιρομαι. Σε αγαπώ σαν κόρη μου ! Αυτό να το ξέρεις.,μου λέει.
Κλαίμε και οι δύο και αγκαλιαζομαστε μέχρι να ηρεμήσουμε.

Η Μερα Που σε Γνώρισα   Donde viven las historias. Descúbrelo ahora