ΚΕΦΆΛΑΙΟ 38: CAN YOU SEE THE LIGHT?

351 25 4
                                    

Λοιπόν? Πόσο πόνο μπορεί κάποιος να κρατάει βαθιά ριζωμενο στην καρδιά του χωρίς να τον φωνάξει δυνατά σε όλους?
Αν δεν αφήσεις πίσω ότι σε πόνεσε και δεν κοιτάξεις μπροστά τότε το μόνο σίγουρο είναι ότι χάθηκες.
Η ψυχή είναι άβυσσος...αν ψάξεις όμως βαθιά μέσα σου θα καταλάβεις τι θες .
Μην σκέφτεσαι επιπόλαια.
Καμιά φορά ο πιο σωστός δρόμος είναι αυτός που μας τρομάζει.

Άννας POV
- Πες μου! Τι έχουμε εμείς οι δύο να συζητήσουμε?,του φωνάζω κοιτάζοντας τον θυμωμένη αυτήν την φορά. Η προηγούμενη συμπεριφορά του με τρόμαξε πολύ. Όταν τον είδα να προσπαθεί να χτυπήσει τον Φίλιπ τα έχασα και δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Η κατάσταση ανάμεσα μας έχει ξεφύγει υπερβολικά πολύ.
- Για εμάς Άννα! Έχουμε να συζητήσουμε για εμάς και με παρατάς για να μείνεις με αυτόν τον....
- Αρκετά!,τον διακόπτω για να μην μας πληγώσει παραπάνω. Είναι φίλος μου ο Φίλιπ και δεν του επιτρέπω να μιλάει έτσι για εκείνον.
- Ξέρεις κάτι? Σε αγαπάω...σε αγαπάω τόσο πολύ που φοβάμαι ότι εσύ δεν θα με αγαπήσεις τόσο. Σε αγαπάω τόσο που φοβάμαι ότι ανά πάσα στιγμή θα σε χάσω. Δεν έχεις καταλάβει πόσο πολύ σε αγαπάω γαμωτο.,μου λέει και η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Κάνει ένα βήμα προς τα εμένα και η ανάσα μου γίνεται γρήγορη.
- Με εγκατέλειψε στον νοσοκομείο.,λέω κάπως ψιθυριστά και σκύβω το κεφάλι μου.
- Ποτέ ! Εκεί ήμουν απλώς δεν μπήκα μέσα. Ρωτούσα για εσένα και πονούσα.,δεν μπορεί. Γιατί κανείς δεν μου το είπε?
- Τι?, ρωτάω ξαφνιασμένη.
Τα μάτια του έχουν κοκκινησει δείγμα ότι πονάει και εκείνος όσο και εγώ με την παρεξήγηση που δημιουργήθηκε ανάμεσα μας.
- Με άκουσες Άννα. Δεν έφυγα ούτε λεπτό.,μου λέει και τοποθετεί τα δάχτυλα του στο πιγούνι μου ώστε να τον αντικρίσω στα μάτια.
- Τότε γιατί με άφησες να πιστεύω ότι δεν με θες άλλο πια?,λέω και τα δάκρυά που νόμιζα ότι συγκρατουσα έχουν καλύψει τα μάγουλα μου.
- Γιατί Άννα δεν ξέρεις.,μου λέει κοιτάζοντας κάτω.
- Τι δεν ξέρω , Άλεξ?,λέω ανυπόμονα. Δεν μου απαντάει.
- Τι δεν ξέρω γαμωτ....,
Τα χείλια του κλειδώνουν με τα δικά του και αφήνομαι να με παρασύρει στο πάθος που νιώθουμε ο ένας για τον άλλον. Τον αγαπάω πάρα πολύ και δεν μπορώ λεπτό μακριά του. Οι μέρες που πέρασαν ήταν κόλαση για εμένα. Με αγαπάει και μου το δήλωσε. Κάθε φορά το κάνει ,αλλά κάθε φορά βλέπω ένα άλλο κομμάτι του εαυτού του. Ήρθε στο νοσοκομείο!!! Θεέ μου! Η σκέψεις μου είναι μπερδεμένες παράλογες και ταυτόχρονα και οι πιο σωστές.
- Άλεξ?,λέω καθώς απομακρύνομαι από το φιλί μας.
- Τι είναι μωρό μου?,με ρωτάει κοιταζοντας με στα μάτια.
- Σε αγαπάω πολύ!,λέω και ξαπλώνω στο στέρνο του. Εκείνος γελάει και με αγκαλιάζει.
- Τι ? ,ρωτάω ναζιαρικα.
-Τιποτα? Σε αγαπάω!,μου λέει και νιώθω όπως ένιωσα και την πρώτη φορά που μου το είπε.
- Πάμε σπίτι μας?,τον ρωτάω.
Με φιλάει στο κεφάλι και με αγκαλιάζει σφιχτά.
- Ναι μωρό μου. Θα σε περιμένω κάτω.,μου λέει.
- Οχι ! Μείνε εδώ. Δεν θα αργήσω.,του απαντάω. Εκείνος γελάει και σηκώνει το φρύδι του.
- Με επισες! ,μου απαντάει και κάθετε στο κρεβάτι.
Ξεντυνομαι γρήγορα και ντύνομαι φοροντας τα ρούχα που είχα το πρωί.
Ο Άλεξ δεν πήρε λεπτό τα μάτια του από επάνω μου.
- Δεν θα πεις τίποτα?,τον ρωτάω.
- Τι θες να πω? Για την υπέροχη παρουσία σου ή για τα ρούχα εκείνου που φόραγες πριν. Για να τελειώνουμε θα φοράς μόνο τα δικά μου ρούχα. Τέλος!,μου λέει.
- Μην μου θυμώνεις?,του λέω. Με φιλάει και με παίρνει από το χέρι.
Γράφω ένα σημείωμα στον Φίλιπ και βγαίνω κλειδώνοντας την πόρτα και αφήνοντας το κλειδί κάτω από το χαλακι της πόρτας.

Η Μερα Που σε Γνώρισα   Donde viven las historias. Descúbrelo ahora