Κεφάλαιο 39

3.2K 102 30
                                    

Βρισκόμουν σε ένα παγκάκι μαζί με τον Χριστόφορο. Κοίταξα γύρω μου. Δεν πρέπει να είχα ξαναβρεθεί σε αυτό το μέρος. Φαινόταν σαν να ήμασταν σε ένα πάρκο. Ήταν γεμάτο με δέντρα και υπήρχε ένα μικρό μονοπάτι. Έκανε υπερβολική ζέστη, πράγμα παράξενο, καθώς μόλις είχε μπει η άνοιξη.

Παρατήρησα τον Χριστόφορο. Ήταν εκθαμβωτικά όμορφος. Δεν ξέρω πως γίνεται ένας άνθρωπος να είναι τόσο όμορφος. Φορούσε απλά καθημερινά ρούχα και τα μαλλιά του ήταν το ίδιο ατιμέλητα όπως πάντα, αλλά φαινόταν πολύ δελεαστικός. Η καρδιά μου χτυπούσε πολύ δυνατά κάθε φορά που τον έβλεπα.

Το χέρι του κατευθύνθηκε προς το μέρος μου και έπιασε απαλά μια τούφα από τα μαλλιά μου βάζοντας την πίσω από το αυτί μου, για να με βλέπει καλύτερα. Οι ματιές μας κλείδωσαν. Ένιωθα σαν να μπορούσα να χαθώ μέσα στα γαλανά του μάτια.

"Αν σε άφηνα μια μέρα, θα μπορούσες να το αντέξεις;". Με ρώτησε ξαφνικά.

Η καρδιά μου ένιωσα ότι σταμάτησε να χτυπάει για μια στιγμή. Ένας αισθητός πόνος δημιουργήθηκε στο στήθος μου και ο φόβος φαινόταν στην έκφραση μου. Η απορία ήταν ξεκάθαρη στο βλέμμα μου.

"Γιατι το ρωτάς αυτό;". Προσπάθησα να είμαι ήρεμη και να μην βγάζω συμπεράσματα μόνη μου.

"Απλά από απορία". Κοίταξε αλλού αποφεύγοντας το βλέμμα μου.

"Λες ψέμματα". Ψέλλισα νιώθοντας αδύναμη.

Πότε δεν είχα σκεφτεί κάτι τέτοιο. Δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί μου έκανε μια τέτοια ερώτηση. Και τότε κατάλαβα κάτι. Ο Χριστόφορος ήταν μια από τις μεγαλύτερες αδυναμίες μου.

"Απλά απάντησε μου". Το χέρι του χάιδεψε το δικό μου προσπαθώντας να με ηρεμήσει.

I'm sorryOù les histoires vivent. Découvrez maintenant