Ίγκνις:
Μια μόνο φορά είχε πανικοβληθεί πραγματικά στη ζωή της. Όταν ήταν εφτά χρονών, τέσσερις μέρες μετά τα γενέθλιά της. Τη θυμόταν πολύ καλά εκείνη τη μέρα. Ο πατέρας της την είχε βγάλει για πρώτη φορά βόλτα στους βρόμικους δρόμους της αγοράς. Άντρες και γυναίκες με σκονισμένα ρούχα και η μυρωδιά της φτώχειας στον αέρα ανακατεμένη με αυτή των κοπράνων και του αίματος. Μια γριά με φαφούτικο στόμα της είχε δώσει ένα μουχλιασμένο μήλο και ο πατέρας της την είχε σηκώσει στους ώμους της, ένα αχνό χαμόγελο σχηματισμένο στο κουρασμένο του πρόσωπο. Εκείνη κρατούσε σφιχτά τους ώμους του από φόβο μην πέσει. Θυμόταν τον εαυτό της να γελάει κιόλας. Εκείνη, να γελάει που χαμόγελο δεν είχε ξεφύγει από τα χείλη της από τότε που ζύγιζε λιγότερο και από το σαπισμένο της μήλο.
Είχαν περάσει ώρες όταν άρχισε ο χαμός. Την αρχή έκανε ένας άντρας με την πέτρα που βρήκε το φρουρό στο κεφάλι και μετά ο δρόμος έγινε φωνές, πέτρες και καταπιεσμένη οργή που βρήκε την ευκαιρία να ξεχυθεί. Ο πρώτος πυροβολισμός ακούστηκε λίγο αργότερα και η πρώτη γυναίκα έπεσε νεκρή μέσα σε μια λίμνη αίματος. Ήταν ο πρώτο άνθρωπος που άφησε την τελευταία του πνοή μπροστά στα αθώα μάτια της μικρής Ίγκνις και σίγουρα όχι ο τελευταίος.
Δεν θυμόταν αν είχε τσιρίξει ή αν είχε βάλει τα κλάματα αν και δεν πρέπει να το είχε κάνει τότε. Η μόνη ανάμνηση της ήταν το χέρι του πατέρα της να την τραβάει μακριά από τον όχλο αλλά μάταια. Σκόνταψε και γλίστρησε και έπεσε, χιλιάδες πόδια να περνάνε πάνω από το σώμα της που ήταν κουλουριασμένο σαν μπάλα χωρίς να την προσέχουν. Και αν την πρόσεχαν απλά δεν νοιάζονταν. Θυμόταν τις σκέψεις της τότε. Όταν είχε νιώσει το αίμα να κυλάει στο πρόσωπο της (αίμα που δεν ήξερε αν ήταν δικό της ή κάποιου άλλου) και ήταν σίγουρη πως θα πέθαινε. Θα πέθαινε σαν τη γυναίκα και κανένας δε θα νοιαζόταν. Δεν θα έβλεπε ξανά τη μητέρα της ή τον πατέρα της αλλά θα έμενε εκεί, ένα κρύο τίποτα.
Κάπως έτσι ένιωθε και την προηγούμενη μέρα. Δεν θα μιλούσε ξανά στη μητέρα της, δε θα χάιδευε ξανά τη γάτα της, δε θα γύριζε ξανά στο σπίτι της. Ήταν ένα τίποτα. Το δαχτυλίδι ήταν το κάτι. Μέχρι που το φόρεσε όταν ο Άινταν ήρθε να την ξυπνήσει το πρωί και κατάλαβε τη εννοούσε ο Ασπιρίτο όταν έλεγε πως η Ίγκνις και το δαχτυλίδι είναι το ίδιο πράγμα. Χτυπούσε στο ρυθμό της καρδιά της, σκεφτόταν με το μυαλό της και ένιωθε με την ψυχή της. Και όσο το φορούσε, δεν φοβόταν πως ήταν ένα τίποτα.
YOU ARE READING
Ο Χορός των Στοιχείων
FantasyΆγγελοι Δαίμονες Γοργόνες Ξωτικά Τέσσερα δαχτυλίδια, τέσσερις αρχαίες δυνάμεις, μια σκοτεινή απειλή και εννιά φεγγαρόπετρες. Μια αρχαία προφητεία, η φωνή του παρελθόντος για τη σωτηρία του μέλλοντος. Και όταν οι παλιοί θεοί συναντήσουν τους καινούρ...