4. Η ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΗ
Δεν μου απάντησε και δεν είχα δύναμη να σηκωθώ ή να γυρίσω το κεφάλι μου προς το μέρος του. Πίστευα πράγματι ότι με είχε καταβάλλει ένα όνειρο και ζούσα ξανά ανάμεσα στο κόσμου του ύπνου και του ξύπνιου.
«Απάντησε μου.» μουρμούρισα με αδύναμη φωνή. «Δεν σε φοβάμαι πια.» συνέχισα, σφίγγοντας τα μάτια μου, για να διώξω εκείνα τα επίμονα δάκρυα.
Είδα τη μορφή του να κινήται προς το μέρος μου με δυο βήματα και διέκρινα στα πλάγια, δυο λευκά χέρια να κρέμονται, με όμορφες φλέβες και ωραία δάχτυλα.
«Ποτέ δεν μιλάς...» ψέλλισα χαμογελώντας. «Ποτέ δεν ΜΟΥ μιλάς.» αναστέναξα.
Και τότε… Τότε άκουσα για πρώτη φορά τη φωνή του μέσα στο μισοσκότεινο δωμάτιο.
«Η καρδιά σου, με φοβάται.» μια βαθιά αντρική χροιά, ήχησε από την άλλη άκρη του καθιστικού, συνοδευομένη από τον ήχο της βροχής.
Χαμογέλασα ξανά, βγάζοντας έναν ήχο ευχαρίστησης και έκλεισα τα μάτια μου ήρεμα. Μου αρκούσε που τον άκουσα.
«Ο φόβος δεν με εμποδίζει, να σε αναζητώ κάθε βράδυ στα όνειρά μου.» του αποκρίθηκα, υπνωμένη.
Εκείνη τη στιγμή, ήταν σαν να άκουσα τα βήματά του να με πλησιάζουν περισσότερο. Μπορούσα να ξεχωρίσω μέσα απ’ τα κλειστά μου μάτια, τη παρουσία του στο χώρο.
«Μυρτώ...» η φωνή του χαμήλωσε, σαν απαλή μελωδία ενός πνευστού μουσικού οργάνου. «Δεν ονειρεύεσαι.» συνέχισε και κάτι στη καρδιά του λύγιζε, κάνοντας τη φωνή του να σπάσει.
Άνοιξα τα μάτια μου αργά και γύρισα το κεφάλι μου προς το μέρος του, παλεύοντας να ξεχωρίσω τη πραγματικότητα από το όνειρο. Το ωραίο πρόσωπο του με κοιτούσε, κρυμμένο μέσα στις σκιές και κάτι μέσα μου επαλήθευε τα λόγια του: δεν ονειρευόμουν. Πώς η αληθινή ζωή, να μπορούσε να μοιάζει τόσο πολύ με όνειρο; Κι όμως, το υπέροχο πλάσμα, που έβλεπα μπροστά μου, ήταν σαν να είχε δραπετεύσει απ’ τους ατελείωτους δρόμους των ονείρων. Μια γλυκιά ταραχή, σκέπασε τη καρδιά μου, μα το μυαλό μου ξέχασε να αναρωτηθεί: πώς μπορούσε να συμβαίνει αυτό;
«Εσύ με έσωσες;» τον ρώτησα, καθώς θυμήθηκα τη κατεδάφιση της οροφής.
Η έκφραση στο πρόσωπο του, άλλαξε. Τα χείλη του γίνανε σκληρά σαν μάρμαρο και τα πυκνά φρύδια του σφίχτηκαν, δημιουργώντας δυο μεγάλες κάθετες ρυτίδες πάνω στο μέτωπό του.
«Ναι.» απάντησε κοφτά.
Με μάγευε ο τρόπος που κινούσε τα χείλη του και πώς αυτό ανταποκρίνονταν στον ήχο της φωνής του.
«Ποιος είσαι;» τον ρώτησα μαλακά.
«Θέλεις στ’ αλήθεια να μάθεις;» με ρώτησε ψυχρά.
Του έγνεψα καταφατικά, σχεδόν ικετεύοντας. Ήταν ο μόνος τρόπος για να μάθω τι συνέβαινε με εκείνον. Τι συνέβαινε με εμένα.
«Η ιστορία μου δεν μπορεί να ειπωθεί με το φως της μέρας.» η φωνή του λιγόστεψε, σαν από λύπη και μελαγχολία, μα ήταν τόσο γλυκιά, που η λύπη και η μελαγχολία, είχαν μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο.
Έτσι όπως στεκόταν στα σκοτάδια, δίχως να βλέπω τα πόδια του και την ολοκάθαρη μορφή μου, μια σκέψη πέρασε σαν σκιά απ’ το μυαλό μου. Μια σκέψη παράξενη, μα συνάμα ταιριαστή.
«Είσαι...φάντασμα;» απόρησα, σχεδόν γελώντας με τον εαυτό μου.
Δεν πίστευα πως τόλμησα να προφέρω εκείνη τη λέξη.
Με κοίταξε μοχθηρά με τα ασημογάλανα μάτια του και ήταν σαν να μου τρύπησαν τη ψυχή, με ένα μόνο κοίταγμα.
«Αν αυτό σημαίνει πως είμαι νεκρός...τότε όχι. Δεν είμαι φάντασμα.» ανταποκρίθηκε σιγά, αλλά με μια σίγουρη απόχρωση στη φωνή του, που δεν θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει.
«Πες μου τι συμβαίνει, σε παρακαλώ.» είπα καθώς σηκώθηκα, ίσως αρκετά απότομα και είδα το χέρι του να ορθώνεται, με μια στιβαρή παλάμη σαν τοίχος μπροστά μου, λες να ήθελε να με εμποδίσει να τον πλησιάσω ή σαν να φοβόταν ότι θα του κάνω κακό.
«Όχι.» γρύλισε φωναχτά και βούιξαν τα αυτιά μου.
Πάγωσα.
«Μείνε εκεί που είσαι.» είπε με τη φωνή του να μαλακώνει. «Θα έρθω ξανά μόλις νυχτώσει.» συνέχισε και κατεβάζοντας το χέρι του, χάθηκε σαν σκιά στο φως.
Σηκώθηκα έντρομη από το καναπέ, ανοίγοντας το φως του καθιστικού. Όλα γύρω μου φωτίστηκαν και στη μεριά του, δεν υπήρχε ούτε ένα ίχνος από εκείνον. Ήμουν βέβαιη όμως πως δεν ονειρευόμουν. Δεν ήμουν τόσο ανόητη για να πιστέψω κάτι τέτοιο. Εκείνος ο άγνωστος βρισκόταν εκεί πριν λίγα δευτερόλεπτα, μου μιλούσε, με κοιτούσε. Ίσως τελικά, να μην ήμουν τόσο τρελή. Το γεγονός ότι έμοιαζε τόσο αληθινός, με έκανε να μην νοιάζομαι τόσο για το από που είχε έρθει ή τι πραγματικά ήταν. Δεν έπαυα όμως να αναρωτιέμαι, για το λόγο που βρισκόταν γύρω μου. Ποτέ δεν πίστευα σε φαντάσματα, σε απόκοσμα πλάσματα ή σε μύθους και θρύλους. Εκείνος ο άντρας όμως, ήταν σαν να ξυπνούσε στο μυαλό μου, όλες τις παράξενες ιστορίες, που τυχαία είχα ακούσει. Δεν ήθελα όμως να βγάζω δικά μου συμπεράσματα και να πέφτω μέσα σε σκέψεις δίχως τελειωμό. Μου είχε πει πως θα έρθει το βράδυ και εγώ θα τον περίμενα.
Προσπάθησα να αφήσω τη σκέψη μου μακριά από όλο αυτό, όσο αδύνατον και αν ήταν. Μηχανικά πήγα στη κουζίνα και στάθηκα τυχαία μπροστά στα ψωμάκια του τοστ.
«Θα φάω.» ψέλλισα αποφασιστικά.
Να κάνω κάτι φυσιολογικό, ώστε να μην τρελαθώ, αν δεν είχα ήδη τρελαθεί. Έφτιαξα ένα τοστ, το οποίο έφαγα αργά, δίχως πείνα και με ένα βλέμμα στο υπερπέραν. Μασούσα για αρκετά λεπτά μια μπουκιά και ύστερα την κατάπινα, μόνο και μόνο επειδή βαριόμουν. Αναλογιζόμουν, αν με έβλεπε εκείνη τη στιγμή να τρώω. Εγώ πάντως, δεν τον αντιλαμβανόμουν γύρω μου. Μα είχα συνέχεια αυτό το αίσθημα, πως δεν ήμουν εντελώς μόνη. Κάπου - κάπου κοιτούσα τους τοίχους, τις γωνιές του σπιτιού και όταν άκουγα ένα κλαδί στο παράθυρο ή όταν το νερό της βροχής χτυπούσε παράξενα πάνω σε κάποιο κούφιο ξύλο, νόμιζα πως θα τον ξανά δω. Για κάποιο λόγο, αποζητούσα τη παρουσία του και έπιανα τον εαυτό μου να αφαιρείται στη θύμηση της φωνής του. Ήθελα να τραβήξω το χρόνο από τα μαλλιά και να φέρω το σκοτάδι νωρίτερα. Κοιτούσα όμως τον ουρανό από το τζάμι της κουζίνας και έβλεπα μόνο ένα αργό απόγευμα, να καταφθάνει με μουδιασμένα βήματα. Το χωριό είχε σβηστεί στην υγρή ομίχλη και το βουνό απέναντί μου, έμοιαζε βουτηγμένο σε μια αιωρούμενη λίμνη. Αναστέναξα νοσταλγικά, καθώς κατάπια και τη τελευταία μπουκιά, όταν ένας απρόσμενος βουβός ήχος, με έκανε να τιναχτώ σαν ελατήριο από το τραπέζι. Ήταν ο ήχος ενός περιπολικού και όταν άνοιξα τη πόρτα, η μπουκιά ήταν σαν να σφηνώθηκε στο λαιμό μου. Η σειρήνα της αστυνομίας ηχούσε μες στην ομίχλη και η σκιά ενός αυτοκινήτου, φάνηκε επάνω στο δρόμο να περνά σαν αστραπή, με τα φώτα της οροφής να τρεμοπαίζουν. Κάτι είχε συμβεί. Μα δεν μπορούσα να δω τίποτα, πέρα από εκείνα τα φώτα που χάνονταν στην ευθεία του δρόμου, πάνω απ’ το σπίτι μου. Ταράχτηκα πολύ και η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Τι θα μπορούσε να είχε γίνει σε εκείνο το απόμερο, ήρεμο χωριό; Έπρεπε να μάθω. Ήμουν και εγώ μία από τους κατοίκους πια. Με αφορούσε.
Μπήκα μέσα και ντύθηκα ζεστά με το παλτό και τις μπότες μου, ώστε να προφυλαχθώ απ’ τη βροχή. Πήρα τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου και έσπευσα να φύγω, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στο άδειο, δίχως κανένα σημάδι ζωής, σπίτι μου. Μπήκα στο αυτοκίνητο και άρχισα να οδηγώ μες στην ομίχλη. Αρκετός κόσμος προχωρούσε με τις ομπρέλες του, έχοντας το ίδιο ύφος ανησυχίας με εμένα. Άνοιξα το παράθυρο, καθώς κοντοστάθηκα σε μια παρέα παιδιών, πάνω κάτω στην ηλικία μου.
«Παιδιά, ξέρετε τι έγινε;» ρώτησα, βγάζοντας έξω το κεφάλι μου.
Με κοίταξαν έντρομοι και μια κοπέλα, είχε σφιχταγκαλιάσει έναν νεαρό κάτω από μια κόκκινη ομπρέλα, καθώς εκείνος της μουρμούριζε στο αυτί να ηρεμήσει.
«Κάποιος σκοτώθηκε στο κτήμα του Μαυρόπυργου.» μου απάντησε ένα αγόρι, μεύφος άφοβο. Ήταν μάλλον, ο πιο ατρόμητος ανάμεσα στους φίλους του.
Ένιωσα τα μάτια μου να χώνονται μέσα στις κόγχες των φρυδιών μου και η ψυχή μου σφίχτηκε με τρόμο. Δεν είπα τίποτα στα παιδιά. Κατάπια το φόβο μου και ανέβασα το παράθυρο, καθώς προχώρησα. Άρχισα να ακολουθώ το κόσμο, που όσο πήγαινε γινόταν όλο και πιο έντονος. Βάδιζαν με αδιάβροχα και ομπρέλες, μαζεμένοι σε ομάδες μες στην ομίχλη. Και μόνο όταν πλησίαζα με το αμάξι, μπορούσα να τους δω αριστερά και δεξιά μου, να φανερώνονται μέσα στο θολό τοπίο. Είχα ανατριχιάσει και αισθανόμουν το κρύο πιο έντονο, λες και σιγά - σιγά πάγωνα.
Ο κόσμος με οδήγησε στην άκρη του χωριού. Σε ένα χωματόδρομο, που χώριζε δυο μεγάλα κτήματα, που πρασίνιζαν πίσω από το σύννεφο της ομίχλης. Απέναντι από αυτή την ευθεία, ήταν μαζεμένοι οι κάτοικοι και δύο περιπολικά. Η σκηνή με άγχωσε πολύ και τα λόγια του παιδιού στο δρόμο, επαληθεύτηκαν, κάνοντάς με να τρομάξω περισσότερο. Παράτησα το αυτοκίνητό μου στη μέση του χωματόδρομου. Έτσι κι αλλιώς ο κόσμος είχε κλείσει τη κυκλοφορία και υπήρχαν κι άλλα αμάξια εδώ και εκεί, οπότε δεν το σκέφτηκα να παρκάρω παράμερα. Βγήκα έξω, βάζοντας τη κουκούλα του παλτού στο κεφάλι μου. Έβρεχε ασταμάτητα και οι σταγόνες ήταν μεγάλες. Χτυπούσαν το πάνω μέρος του κεφαλιού μου με ορμή. Έχωσα τα χέρια μου στις τσέπες και προχώρησα μουδιασμένη προς το κτήμα. Απέναντι υπήρχε ένα μεγάλο δάσος, που δεν είχα ξανά δει. Στεκόταν σαν μια γιγάντια μαύρη μάζα, που φούσκωνε και ανηφόριζε. Ερχόταν κρύο από εκεί και παγωμένη δροσιά. Το χωράφι του...Μαυρόπυργου ήταν στενό αλλά πλατύ, πλαισιώνονταν από τα ερείπια ενός αρχαίου τοίχου στα αριστερά, που ίσα - ίσα μπορούσα να διακρίνω από τη πολυκοσμία. Χώθηκα στο κόσμο, γλιστρώντας ανάμεσά τους. Ο ήχος της βροχής και των μουρμουρητών με τρέλαινε. “Τι έπαθε ο άνθρωπος;” άκουσα μια γριούλα να λέει. Ένας άλλος ακριβώς μπροστά μου ψιθύριζε ενοχλημένος: “Δεν έπρεπε να βρίσκεται εδώ, τέτοια μέρα. Τα κτήματα ποτίζονται απ’ τη βροχή. Τι ζητούσε στο χωράφι; Τα ήθελα και τα έπαθε.” Η τελευταία του φράση, με άφησε άπνοη. Τι πάει να πει, "τα ήθελε και τα έπαθε"; Και τι είχε πάθει τέλος πάντων ο αγρότης; Σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου, προσπαθώντας να δω, μα τα κεφάλια του κόσμου ήταν πολλά και οι ομπρέλες έκρυβαν τα πάντα. «Δεν μπορώ να κοιτάω..δεν μπορώ.” μια γυναίκα κλαψούριζε από το βάθος και άκουσα το κλάμα της να γίνεται βουβό, ίσως από κάποια σφιχτή αγκαλιά, που κάλυψε τα χείλη της. Ένας ψηλός άντρας με άγρια μάτια και ηλιοκαμένη όψη, ακάλυπτος και βρεγμένος μέχρι το κόκαλο, εμφανίστηκε μέσα από το πλήθος, κρατώντας στα χέρια του μια μισολιπόθυμη γυναίκα. Από τη προσοχή που της έδινε ο κόσμος, φαντάστηκα πως θα είχε κάποια κοντινή σχέση με το νεκρό. Πέρασε ακριβώς από δίπλα μου και είδα το χλωμό της πρόσωπο βρεγμένο και με μια έκφραση σοκ παγωμένη στα μάτια. Ήταν η Τερέζα.
Είχα τρομοκρατηθεί από την εικόνα της και αισθάνθηκα για λίγο, πως δεν μπορούσα να ανασάνω. Στη προσπάθεια μου να ξεφύγω από το κόσμο, βρέθηκα κοντά στον έναν από τους τέσσερις αστυνομικούς. Στη κυριολεξία, έπεσα επάνω του, με το πρόσωπο μου να χώνεται μέσα στην υγρή του στολή, που ήταν ποτισμένη με κολόνια και καπνό τσιγάρου.
«Προσέξτε!» τον άκουσα να λέει και δυο χέρια με κράτησαν από τα μπράτσα.
Σήκωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα ζαλισμένη. Ήταν ένας νέος άντρας, με μουσάκι και μάτια κρυμμένα κάτω από το αστυνομικό του καπέλο. Από το νεαρό της ηλικίας του, πήρα το θάρρος να αψηφήσω τη στολή του και να του μιλήσω απλά, εκφράζοντας την απορία μου.
«Τι συνέβη στον άνθρωπο;» τον ρώτησα έντρομη, δίχως να μπορώ να συγκρατήσω τη ταραχή στη φωνή μου.
«Βρέθηκε νεκρός στο κτήμα του, με έντονα τραύματα. Κάτι του επιτέθηκε φαίνεται.» απάντησε κουνώντας το κεφάλι του σκεπτικός.
Έγνεψα καταφατικά, ρίχνοντας το βλέμμα μου προς το κτήμα. Είχα την αίσθηση πως το πτώμα βρισκόταν πολύ κοντά στο σημείο που στεκόμουν με τον αστυνομικό, αλλά δεν ήμουν σίγουρη.
«Δεν είστε από εδώ, έτσι;» με ρώτησε καχύποπτα.
Τον κοίταξα κατάματα, με ορθάνοιχτα μάτια. Αυτό που μου έλειπε, ήταν μια σύλληψη τώρα. Μου ήρθε η ανάγκη να του πω “πλάκα μου κάνεις;” Μα δεν το είπα. Δεν ήταν πρέπον. Ούτε και ευγενικό.
«Είμαι η καινούρια κάτοικος του χωριού και ήμουν σπίτι όλη μέρα, αν αυτή θα ήταν η επόμενη ερώτηση σας, κύριε.» αποκρίθηκα ενοχλημένη.
Τα χείλη του τεντώθηκαν από ένα χαμόγελο κάτω από το μούσι του. «Μην ανησυχείτε. Δεν θα κατηγορηθείτε για τίποτα.» μου φάνηκε πως ανασήκωσε τα φρύδια του, κάτω από το καπέλο και ύστερα σοβάρεψε. «Οι περισσότεροι εδώ πέρα, είναι ανίκανοι για κάτι τέτοιο, πόσο μάλλον, εσείς… μια νεοφερμένη πρωτευουσιάνα.» είπε με ένα ύφος, που με εξόργισε.
«Σας ευχαριστώ, κύριε όργανο.» είπα ειρωνικά και πήγα να φύγω. «Α! Και επειδή είμαι πρωτευουσιάνα, όπως λέτε και έχω δει πως συμπεριφέρονται σε τέτοιες περιστάσεις οι σοβαρές κοινότητες, σας λέω πως καλύτερο θα ήταν να κάλεσε ένας εγκληματολόγο ή έστω ένα ασθενοφόρο για να παραλάβει το δύσμοιρο αγρότη.» του αποκρίθηκα.
«Έχουμε ήδη καλέσει, δεσποινίς, ευχαριστούμε.» μου αποκρίθηκε, κοιτώντας με με μισό μάτι και έκανε χώρο για να φύγει.
Τη στιγμή που ο κόσμος παραμέρισε για να περάσει ο υπερόπτης αστυνομικός, είδα το πτώμα του ανθρώπου πεσμένο στο άγονο χώμα του κτήματος. Το πρόσωπο του δεν ξεχωρίζονταν. Ήταν γεμάτο αίμα και τα μόνα χαρακτηριστικά που φαινόντουσαν, ήταν τρεις μεγάλες γρατσουνιές, από το μέτωπο μέχρι το λαιμό.
Η ψυχή μου πάγωσε και έκλεισα τα μάτια, νιώθοντας αναγούλα.
«Χριστέ μου.» ψέλλισα και νομίζω κρατήθηκα από κάποιον άγνωστο άνθρωπο, για να μη λιποθυμήσω.
Το θέαμα ήταν αρκετά σκληρό για να το αντέξουν τα δικά μου, κάπως ευαίσθητα, μάτια. Τότε καταλάβαινα, γιατί η Τερέζα είχε χλωμιάσει έτσι.
Άρχισα να προχωρώ ζαλισμένη ανάμεσα στο κόσμο, φεύγοντας από το σημείο. Ήλπιζα η μνήμη μου να κατάφερνε σύντομα να ξεχάσει εκείνη την εικόνα και να μην την ονειρευόμουν κάποιο βράδυ. Τι είχε πάθει εκείνος ο άνθρωπος; Τι άγρια θηρία κυκλοφορούσαν στη Ξενιτιά, ακριβώς κάτω από τη μύτη όλων; Ήξερα πως οι λύκοι ήταν αιμοβόρα πλάσματα, μα τέτοιο κακό...δεν φανταζόμουν ποτέ, πως θα μπορούσαν να προκαλέσουν. Χριστέ μου, ένιωθα τα πόδια μου να λιώνουν, καθώς κατευθυνόμουν προς το αυτοκίνητο, εντελώς μούσκεμα από τη βροχή. Σουρούπωνε σιγά σιγά και με έπιανε ανατριχίλα, καθώς σκεφτόμουν το όλο σκηνικό της έρευνας μέσα στη βροχή. Θύμιζε με ταινία τρόμου, δίχως καμιά υπερβολή.
Φτάνοντας στο αμάξι είδα δυο παιδιά να κάθονται ακουμπισμένα στα πλαϊνά του αυτοκινήτου μου, τυλιγμένα με κίτρινα αδιάβροχα. Είχαν στα πρόσωπα μια ψυχρή αγωνία και κατάλαβα πως βρισκόντουσαν εκεί, μόνο και μόνο από περιέργεια. Δεν τα αδικούσα. Ήταν στην ηλικία, που τίποτα και κανείς δεν τους τρόμαζε. Μόλις με είδαν παραμέρισαν και μπήκα στο αμάξι γρήγορα. Δεν ήθελα πια να είμαι εκεί και αρκετοί γύριζαν στα σπίτια τους, όπως και εγώ. Πίστευα πως την επόμενη ή την μεθεπόμενη μέρα, θα μαθαίναμε τι είχε συμβεί και θα ξεκινούσε κυνηγητό για να βρουν εκείνο το ζώο - δολοφόνο.
Έβαλα μπρος και έφυγα για το σπίτι, οδηγώντας προσεκτικά στην ομίχλη με τα φώτα ανοιχτά. Στο νου μου είχε καρφωθεί η εικόνα εκείνου του νεκρού χωρικού και φανταζόμουν τη ζωή του, λίγο πριν πάθει ότι έπαθε. Λίγες ώρες πριν, κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει τι θα γινόταν και αυτό με τρόμαζε από μέσα προς τα έξω. Είχα ένα τρέμουλο στη καρδιά, που επηρέαζε τα δάχτυλα και το σαγόνι μου. Άνοιξα το αερόθερμο, ώστε να ξεγελάσω τις αισθήσεις μου. Ένας ζεστός αέρας, που μύριζε σκόνη και παλιά κολόνια, με χτύπησε στο πρόσωπο. Ένιωσα να καίγομαι ξαφνικά και το έκλεισα, δίχως να με απασχολούν τα βρεγμένα μου ρούχα. Η μυρωδιά με άγχωνε για κάποιον άγνωστο λόγο. Ίσως να είχε μείνει κλειστό αρκετό καιρό, ώστε να ανανεωθεί ο αέρας και τη τελευταία φορά που μύρισα εκείνη τη κολόνια, να πήγαινα σε κάποιο επαγγελματικό ραντεβού. Αυτή η πιθανή ανάμνηση, κατάφερε να σβήσει για λίγο την εικόνα του πτώματος στο κτήμα. Όχι επειδή ήταν πιο ισχυρή, αλλά μονάχα επειδή ήταν πιο οικεία.
Οι υαλοκαθαριστήρες ανεβοκατέβαιναν μπροστά στα μάτια μου σαν κάποιο χαλασμένο εκκρεμές. Τι ώρα να έλεγαν εκείνοι οι δείκτες; Τι μου επιφύλασσε το επόμενο λεπτό; Τι θα συνέβαινε με το μυστήριο άντρα που με επισκέπτονταν κάθε βροχερή νύχτα; Το μυαλό μου στριφογύρισε αόριστα μέσα στις αναμνήσεις, που είχα από εκείνον. Κάτι στο υποσυνείδητό μου, μου έλεγε πως είχα περισσότερα στοιχεία για εκείνον, απ’ όσο νόμιζα. Μα δεν μπορούσα να συνδυάσω τα γεγονότα. Παράξενες σκιές περνούσαν βιαστικά από το νου μου, μα όσο πάλευα να αποτραβήξω το απόκοσμο πέπλο που τον σκέπαζε, έπεφτα πάλι στο κενό. Ποια ήμουν άλλωστε εγώ, για να κατανοήσω κάτι τέτοιο, από τη στιγμή που γνώριζα πως οι λογικές εξηγήσεις, δεν ανταποκρίνονταν με αυτό που ζούσα τις τελευταίες ημέρες; Σε ποιον να το έλεγα, ελπίζοντας πως θα με πίστευε; Το γεγονός αυτό, με έκανε να νιώθω θλιμμένη και μόνη. Εντελώς μόνη.
Πήρα μια βαθιά ανάσα, σφίγγοντας τα βλέφαρά μου, καθώς έστριψα στη κατηφόρα του σπιτιού. Είχα φτάσει και είχε πια νυχτώσει. Το σπίτι με κοίταξε πίσω από το τζάμι, γεμάτο υποσχέσεις. Ίσως να μην αργούσε η στιγμή, που θα συναντούσα ξανά εκείνο το πανέμορφο πλάσμα. Ίσως μέσα σε εκείνους τους τοίχους, η μοίρα να μου επιφύλασσε πολλά.
Βγήκα από το αμάξι και έτρεξα μέσα στη ψύχρα της βροχής, φτάνοντας στο στεγνό μου μπαλκόνι. Τα ξύλινα κρεμαστά στο υπόστεγο, χόρευαν ρυθμικά από πάνω μου, χτυπώντας το ένα το άλλο. Η βροχή τα έκανε να ζωντανεύουν και δίχως να ξέρω το γιατί, αισθανόμουν μια συμπάθεια για αυτά...μια έλξη. Έχωσα το κλειδί στη πόρτα, καθώς προσπαθούσα να τα δω μες στο σκοτάδι. Και μπήκα μέσα, ανοίγοντας το φως.
Όλα έμοιαζαν ήρεμα μέσα στο σπίτι. Υπερβολικά ήρεμα. Σχεδόν νεκρικά. Ακόμη και η λάμπα έφεγγε αχνά, απλώνοντας ένα θολό κίτρινο φως παντού, εκτός από τις γωνίες και τα σημεία όπου τα έπιπλα ήταν μεγάλα και ψηλά και έφτιαχναν δικές τους σκιές, δικά τους αντικείμενα. Οι τοίχοι τότε έμοιαζαν πιο κιτρινωποί από κάθε άλλο προηγούμενο βράδυ και αν δεν ξημέρωνε ποτέ, θα πίστευα πως αυτό ήταν το χρώμα τους. Χαμογέλασα αυθόρμητα, καθώς κατέβαζα το φερμουάρ από τις μπότες μου. Ο μόνος λόγος που παρατηρούσα το χώρο και έδινα τόση σημασία σε πράγματα που ήδη είχα δει, ήταν για να πείσω τον εαυτό μου, πως εκείνος δεν ήταν εκεί. Όχι, δεν είχε έρθει. Η παρουσία του όμως, βρισκόταν πάντα στο μυαλό μου, σαν κάτι σταθερό ανάμεσα σε φαντασία και πραγματικότητα.📌Τα πράγματα περιπλέκονται στη Ξενιτιά. Ο τοπικός θρύλος ξυπνάει, με τη δολοφονία του αγρότη στο κτήμα του Ασπροπύργου.
Νομίζω πως η Μυρτώ σύντομα θα ανακαλύψει πολλά.
P.s: Μην ξεχάσεις να πατήσεις το αστεράκι ⭐Ρία 🖤
YOU ARE READING
Αίμα και Νερό - Ria Jarouxi (Ολοκληρωμένη)
ParanormalΚαθώς προσπαθεί να ενώσει ξανά τα σπασμένα της κομμάτια, η νεαρή Μυρτώ ξεκινά ένα ταξίδι δίχως προορισμό. Ώσπου η μοίρα, αποφασίζει να την οδηγήσει σε ένα πανέμορφο και παράξενο τόπο: την απομακρυσμένη Ξενιτιά. Καθώς ελκύεται και μαγεύεται από αυτή...