17.ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ
Γύρισα σπίτι ύστερα από περίπου δέκα λεπτά, γιατί βάδιζα γρήγορα και δίχως να κοντοσταθώ πουθενά. Είχα μάθει αυτό που χρειαζόμουν. Είχα μάθει για το τελευταίο στάδιο, που εκείνος δεν μου έλεγε. Είχα βρει τη λύση. Και αυτό μου ήταν αρκετό. Η ελπίδα...ήταν ένα μεγάλο κομμάτι, στο παζλ εκείνης της παράξενης ιστορίας που ζούσα.
Έβαλα το κλειδί στη πόρτα και με το που άνοιξα, τον είδα μπροστά μου να με περιμένει, με μάτια παγωμένα και πρόσωπο κάτασπρο.
Έβγαλα μια κραυγή, κρατώντας τη κοιλιά μου.
«Μου έκοψες το αίμα!» αναφώνησα λαχανιασμένη, κλωτσώντας πίσω μου τη πόρτα για να κλείσει.
«Που ήσουν;» με ρώτησε αμέσως, με μια βραχνή φωνή.
Τον κοίταξα παράξενα, καθώς άφηνα τη τσάντα μου στο καναπέ. Υπέθετα πως είχε διαβάσει το γράμμα, γιατί δεν βρισκόταν πάνω στο τραπέζι.
«Μια βόλτα πήγα.» απάντησα ήρεμα.
«Διάβασα το γράμμα...» είπε, ενώ το έβγαλε από τη τσέπη του και το ξεδίπλωσε.
Στάθηκα μπροστά του, μην μπορώντας να ελέγξω τις χαρμόσυνες σκέψεις, που με κυρίευαν, όταν τον φανταζόμουν απαλλαγμένο και ελεύθερο. Χαμογέλασα, δαγκώνοντας τα χείλη μου. Πάλεψα να το ξεχάσω.
«Με συγχωρείς, λοιπόν;» τον ρώτησα, γέρνοντας το κεφάλι μου.
Χαμήλωσε το βλέμμα του, κοιτώντας το γράμμα απαξιωτικά. «Εγώ θα έπρεπε να κάνω αυτή την ερώτηση.» μουρμούρισε. «Δεν φταις εσύ.» με κοίταξε κατάματα και χάθηκα για λίγο στο βλέμμα του.
«Με ανησύχησες πολύ με αυτό που έγραψες...νόμιζα ότι θα πάθαινες κάτι και εγώ δεν θα μπορούσα να σε βοηθήσω.» ψέλλισε, φανερά με κάποια συστολή, σαν να ντρεπόταν για αυτά του τα λόγια.
Μια γλύκα σκέπασε τη πληγωμένη μου καρδιά και για άλλη μια φορά, με έκανε να νιώσω πολύτιμη, δίχως να ξέρω αν το αξίζω.
«Ήσουν εδώ και με περίμενες τόση ώρα;» τον ρώτησα.
Τα χείλη του φάνηκαν παραπονεμένα, ενώ χαμήλωσε το κεφάλι του. Ανασήκωσε τα φρύδια του, σαν να ήταν κάτι προφανές.
«Γιατί;» χαμογέλασα, μιλώντας ήρεμα.
Έκανα μερικά βήματα κοντά του.
«Φοβήθηκα...» μουρμούρισε, δίχως να με κοιτά. «Δηλαδή...ξέρω πως υπάρχουν τόσοι άνθρωποι εκεί έξω, που μπορούν να σε βοηθήσουν αν συμβεί κάτι, μα...» κούνησε το κεφάλι του. «Για κάποιο λόγο, ήθελα να τρέξω εκεί έξω, να σε βρω.» συνέχισε και έκανε μια κίνηση με το χέρι του, δείχνοντας τη πόρτα.
Ένας ζεστός ωκεανός με τύλιξε, καθώς άκουσα εκείνες τις λέξεις και αυθόρμητα τον πλησίασα κι άλλο. Τόσο, που μας χώριζαν μόνο λίγα εκατοστά. Σε εκείνη την απόσταση, μπορούσα να ακούσω το χτύπο της άυλης καρδιάς του, να χτυπά αργά και σταθερά. Μου άρεσε τόσο πολύ αυτό. Θα μπορούσα να ξαπλώσω πάνω στο στήθος του και να κοιμηθώ για πάντα.
«Κατάλαβες λοιπόν, γιατί πιστεύω πως δεν έχεις σχέση με κανέναν άλλον;» τον ρώτησα.
Με κοίταξε, σαν όνειρο μιας ζεστής νύχτας, μετά από βροχή.
«Η καρδιά, δεν μπορεί να ορίσει πάντα τις πράξεις...δεν σου το είπαν αυτό, ωραία μου κυρά;» μου αποκρίθηκε, με πληγωμένα μάτια.
«Εσένα δεν σου είπαν, πως είναι σοφό να υπολογίζεις και τις εξαιρέσεις;» του αντιγύρισα χαμογελώντας.
Γέλασε σιγανά και τα αγαλματένια του ζυγωματικά, έλαμψαν υγρά, στο φως της ημέρας, που έμπαινε από το παράθυρο.
«Κάτι συμβαίνει όταν είμαι μαζί σου...κάτι όμορφο σαν την ανθοφόρα Άνοιξη, που κάνει όμως και την ίδια την αθανασία, να πιστεύει στην ιδέα του θανάτου.» ψιθύρισε και τα μάτια του αφέθηκαν στα δικά μου, σαν υπνωτισμένα.
Έμεινα ασάλευτη για λίγο. Παγωμένη στο μαγευτικό άγγιγμα του βλέμματος του και εξέπνευσα αδύναμα.
Κάτι ζούσε μέσα στη καρδιά του για εμένα. Το έβλεπα. Το ένιωθα. Μα τα θνητά μου χέρια, ήταν ανίκανα να ψάξουν μέσα στα βάθη της μυστήριας καρδιάς του. Και η αμφιβολία, θα με κυνηγούσε πάντα.
YOU ARE READING
Αίμα και Νερό - Ria Jarouxi (Ολοκληρωμένη)
ParanormalΚαθώς προσπαθεί να ενώσει ξανά τα σπασμένα της κομμάτια, η νεαρή Μυρτώ ξεκινά ένα ταξίδι δίχως προορισμό. Ώσπου η μοίρα, αποφασίζει να την οδηγήσει σε ένα πανέμορφο και παράξενο τόπο: την απομακρυσμένη Ξενιτιά. Καθώς ελκύεται και μαγεύεται από αυτή...