15.Ο ΠΟΝΟΣ ΜΟΥ=Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ

98 18 4
                                    

15.Ο ΠΟΝΟΣ ΜΟΥ=Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ

«Κινδυνεύεις κοντά μου, Μυρτώ. Πάντα θα είμαι μια απειλή για εσένα.» τα κάτω του βλέφαρα, έγιναν υγρά, σαν δυο ρηχές λίμνες. «Δεν ξέρεις...» η φωνή του έσπασε, καθώς έσφιξε τα δόντια του. «Δεν ξέρεις πόση προσπάθεια χρειάζεται, για να μην σου κάνω κακό.» είπε θυμωμένα και το πρόσωπο του, κρύφτηκε πίσω από ένα πέπλο οργής.
Τον κοίταξα σιωπηλή, μα όχι φοβισμένη.
«Ίσως για αυτό να πονάω...» ψέλλισε και έσφιξε το πουκάμισό του, στο σημείο του στήθους του.
Αναφερόταν στους σπασμούς και στο παράξενο πόνο, που είχε στο στήθος την προηγούμενη φορά.
«Ίσως επειδή πηγαίνω κόντρα, στην ίδια μου τη φύση.» συνέχισε.
Κάτι άναψε μέσα μου τότε. Μια φλόγα, που δεν είχα ξανά νιώσει.
«Η δική σου φύση, δεν έχει καμία σχέση με τα τέρατα, που συνάντησες πριν πενήντα χρόνια.» ξέσπασα. «Η φύση σου, δεν έχει καμία σχέση, με τα τέρατα που κυκλοφορούν ακόμη εκεί έξω.» άρχισα να φωνάζω, δίχως θυμό, αλλά από την αλήθεια που είχα δει με τα ίδια μου τα μάτια, τη στιγμή που εκείνος είχε φορέσει παρωπίδες και κρυβόταν στις σκιές. «Η ζωή που είχες, οι πράξεις σου, η θυσία που έκανες για να σώσεις εκείνο το στρατιώτη… Όλα αυτά...είναι τόσο αντίθετα από αυτό που φοβάσαι ότι θα γίνεις. Δεν είσαι αυτό που νομίζεις. Δεν έχω ιδέα τι κρύβεται μέσα σε αυτό το παράξενο, αλλόκοτο νερό, μα μπορώ να δω, πως ελάχιστα έχει καταφέρει να αλλάξει τη ψυχή σου. Και δεν με νοιάζει πια για εμένα. Σφίξε τα δόντια, πίεσε τη καρδιά σου και σκότωσέ με αν θέλεις αυτή τη στιγμή, μόνο και μόνο για να αποδείξεις στον εαυτό σου, πως είσαι το τέρας που νομίζεις ότι είσαι.» κραύγασα και μέσα σε ένα θολό τοπίο, έτρεξα στο υπνοδωμάτιό μου.
Έπεσα μπρούμυτα στο κρεβάτι και άρχισα να κλαίω.
Διάφορες σκέψεις όρμησαν το μυαλό μου: εικόνες παγωμένες και συζητήσεις, που ζούσαν μέσα μου ολοζώντανες. Ο ήχος της φωνής του, η  όψη του χαμόγελου του, η στιγμή που με έσπρωξε όταν πήγα να χτυπήσω στο μπάνιο, ο τρόπος που λυπόταν όταν κάτι ήταν θλιβερό, η αίσθηση του δικαίου και της ηθικής, που ζούσε μέσα στη καρδιά του, η αγάπη για την αδερφή του, η συμπόνια, η καλοσύνη. Ήταν τόσο παράξενο, που δεν πίστευα ότι του άξιζε όλο αυτό που περνούσε; Ήμουν τόσο τυφλή, τόσο ανόητη, τόσο ερωτευμένη; Με τι είδους μάτια κοιτούσε εκείνος τον εαυτό του και δεν μπορούσε να δει την αλήθεια; Ένας άγγελος...να νιώθει σαν δαίμονας! Μια καθαρή ψυχή...να βουτά στη λάσπη! Τι έπρεπε να κάνω για να του αποδείξω, πως δεν υπήρχε λόγος να φοβάται τόσο τον εαυτό του; Και με πονούσε σαν μαχαιριά, γιατί το να του αλλάξω γνώμη, ήταν ο μοναδικός τρόπος για να τον βοηθήσω.
Χτύπησα τη μπουνιά μου στο κρεβάτι, κλαίγοντας πια σπαρακτικά, σε σημείο να δυσκολεύομαι να αναπνεύσω.
Λυπόμουν για εκείνον και όχι τόσο για εμένα. Ίσως εμένα να μου άξιζε να πονάω και να κλαίω...είχα κάνει τόσα λάθη, άλλωστε. Εκείνος όμως, τι είχε κάνει για να βασανίζεται με εκείνο το τρόπο; Δεν ήταν καν δική του απόφαση, να γίνει αυτό που έγινε. Και ούτε που κρατούσε κακία, σε εκείνους που του το έκαναν αυτό.

Αίμα και Νερό - Ria Jarouxi (Ολοκληρωμένη)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora