8.ΤΟ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟ ΠΝΕΥΜΑ ΕΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΥ
«Είδες...» τον άκουσα να λέει, με μια βραχνή, επίπεδη φωνή, μέσα από το λαιμό του.
Δεν τον κοιτούσα, μα ήμουν βέβαιη πως στο πρόσωπο του, είχε δημιουργηθεί ξανά εκείνο το μελαγχολικό ύφος, που τον έκανε να μοιάζει με έναν αληθινό, θλιμμένο άγγελο.
«Ναι.» απάντησα, έχοντας στο νου μου καρφωμένη εκείνη την ανθρώπινη μορφή του στη φωτογραφία.
Ίσως για αυτό να μην γυρνούσα να τον κοιτάξω. Ήθελα να μείνω λίγο ακόμη με εκείνη την εκδοχή του στο νου μου...την ανθρώπινη...την τρωτή...εκείνη, που είχε μείνει χρόνια πίσω.
«Χαίρομαι που ήρθες. Σε περίμενα.» του αποκρίθηκα, με μια μαλακή φωνή, γεμάτη ανάγκη και αδυναμία.
«Να σε ανταμώνω, δεν μου είναι εύκολο, Μυρτώ.» είπε σιγανά, με τη φωνή του να ηχεί πιο βουβή.
Φαντάστηκα πως είχε σκύψει το κεφάλι και μου μιλούσε με το σαγόνι του στο στήθος.
Γύρισα αργά να τον κοιτάξω. Τα μακριά του μαλλιά, είχαν πέσει μπροστά του και ένα απαλό, σχεδόν γρανιτένιο μέτωπο, φανερωνόταν ανάμεσα στις βρεγμένες, μαύρες μπούκλες του.
«Νόμιζα πως η επαφή μαζί μου, ήταν κάτι που τουλάχιστον σε ελάφρυνε από το βάρος της μοναξιάς.» του είπα.
«Έτσι είναι...» δεν σήκωσε το πρόσωπο του. «Μα...το να σε συναντώ, κάνει τις ενοχές μου δυνατότερες.» συνέχισε, με μια σακατεμένη, από τη θλίψη, φωνή.
Θυμήθηκα τότε, που μου είχε ζητήσει συγνώμη, όταν αναφερθήκαμε στο περιστατικό με το αίμα και το νερό, που συνέβη τυχαία και τον “ξύπνησα”.
«Νιώθεις ενοχές για εμένα;» ρώτησα και πριν πάρω την έκφραση της απορίας, σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε.
Η απορία μου, μετατράπηκε σε έναν ρευστό θαυμασμό, που κατάφερνα να κρύβω καλά, χαμηλώνοντας που και που τα μάτια μου. Το πρόσωπο του ήταν βρεγμένο και έσταζε, μα παρόλα αυτά, μια φλόγα τρεμόπαιζε στα ασημογάλανα μάτια του. Ήταν τόσο λείος, λαμπερός και όμορφος για να μπορέσω να σταματήσω να τον κοιτάζω. Όμορφος όπως τότε, στη φωτογραφία, μα άτρωτος πια...
«Αν δεν ήμουν εγώ...η ζωή σου στη Ξενιτιά, θα ήταν πολύ διαφορετική.» ψέλλισε και το πρόσωπο του συσπάστηκε. «Ξέρω τι σημαίνει η παρουσία μου για σένα.» συνέχισε και με κοίταξε σκοτεινιασμένος.
Το ότι νοιαζόταν για τη πορεία της ζωής μου, έκανε τη παράξενη φύση του, να παίρνει μια καλοσυνάτη και αγνή μορφή. Κάτι που ερχόταν σε αντίθεση με τη μοχθηρή εικόνα, που μου είχε δώσει, για εκείνους τους στρατιώτες – για το είδος του, όπως έλεγε. Ήξερα πως ο Λέανδρος ήταν κάτι άλλο. Κάτι καλό. Κάτι που δεν χρειαζόταν να φοβάμαι.
«Η παρουσία σου είναι σαν ένα όνειρο, που δραπέτευσε στη πραγματικότητα. Σαν να έχασε το δρόμο και βγήκε στην αληθινή ζωή.» αποκρίθηκα, αυθόρμητα.
Είδα τις γροθιές του να κλείνουν σφιχτά και τα χείλη του να γίνονται άκαμπτα, άγρια από μια ζοφερή σκέψη. Ήλπιζα μόνο να μην ήταν τα λόγια μου, που τον βασάνιζαν.
«Λέω συχνά αυτό που σκέφτομαι...με συγχωρείς.» ψέλλισα, ζαρωμένη.
«Ο λόγος σου πονά τη καρδιά μου, σαν μαχαιριά.» οι λέξεις βγήκαν απ’ τα χείλη του τραχιές, σαν να έξυσαν τη γλώσσα του με κάποιο κοφτερό ξυράφι.
Ένιωσα τύψεις και στεναχώρια και τύλιξα γύρω μου τα χέρια μου, κοιτώντας το πάτωμα. Δεν ήθελα να τον πονάω. Ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελα.
«Δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μου.» μουρμούρισα, σαν παράπονο παιδιού, που κάνει, δίχως να το θέλει, μια φρικτή ζημιά.
«Δεν είναι δικό σου φταίξιμο, Μυρτώ.» βιάστηκε να με βουτήξει γρήγορα, μακριά από το λάκκο της ενοχής.
Τον κοίταξα στα μάτια απότομα.
«Πονάω...διότι ποτέ δεν θα γίνω αυτό, που η καρδιά σου ελπίζει ότι είμαι.» οι λέξεις του πετάχτηκαν ζοφερές, σαν παφλασμός μιας τελευταίας τρικυμίας.
«Δεν καταλαβαίνω.» μουρμούρισα, σηκώνοντας τα φρύδια μου.
Τον είδα να γνέφει το σκοτάδι με αόριστα βλέμματα, έχοντας ζωγραφισμένο ένα χαμένο ύφος.
«Με έσωσες, Λέανδρε. Θυμάσαι; Πώς μου λες πως δεν θα γίνεις ποτέ, αυτό που ελπίζω; Είσαι ήδη αυτό που ελπίζω.» του αποκρίθηκα με δυνατότερη φωνή.
Γύρισε το πρόσωπο του από την άλλη, σαν να μην άντεχε τα λόγια μου ή τη θέα της έκφρασής μου, καθώς του το είπα αυτό.
«Όχι.» αναφώνησε, καθώς το στήθος του ανεβοκατέβαινε με μανία. «Έτσι πίστευα και εγώ. Μα η πραγματικότητα δεν αλλάζει.» έκανε μια απότομη κίνηση με το χέρι του. «Η φύση μου είναι σκοτεινή.» χτύπησε το στέρνο του με δύναμη...μα δεν ακούστηκε τίποτα.
Τα λόγια του έσβησαν, σαν μια φλόγα στον άνεμο και επικράτησε σιωπή.
Τον κοίταξα μπερδεμένη. Δεν ήξερα για τι πράγμα μιλούσε.
«Δεν το πιστεύω αυτό.» του ανταποκρίθηκα αργότερα, σηκώνοντας τους ώμους μου.
«Μακάρι να είχες δίκιο...» ψέλλισε και ακούμπησε το χέρι του στη πλάτη του καναπέ, σκύβοντας σαν πληγωμένος πολεμιστής, που έχει δεχτεί ένα βέλος στη πλάτη.
«Εσύ δεν μοιάζεις με εκείνους τους στρατιώτες.» είπα κουνώντας με άρνηση το κεφάλι μου.
«Η ίδια μοίρα με προσμένει και εμένα, στην άλλη πλευρά.» έβγαλε έναν λυγμό.
«Αν ήταν γραφτό να γίνεις αιμοβόρος και μοχθηρός, η αδερφή σου ποτέ δεν θα συμφωνούσε να σε επαναφέρει.» είπα αμέσως.
Ένα στραβό, κουρασμένο χαμόγελο ξεπρόβαλε στα χείλη του, που διέκρινα πίσω από τις μπούκλες του. «Υπάρχουν στάδια...που ακόμη δεν έχω περάσει. Η Αοιδή, ξεγελάστηκε, γιατί δεν γνώριζε για αυτά.» είπε με σκληρή φωνή. «Δύσμοιρη αδερφή...» μουρμούρισε, σαν να μιλούσε στο πνεύμα της και τελικά έγειρε και κάθισε άβολα στο μπράτσο του καναπέ.
«Πες μου για αυτά τα στάδια.» αποκρίθηκα, κάνοντας ένα βήμα πιο κοντά του.
Σκέφτηκε για λίγο με βλέμμα συλλογισμένο. «Κάποια στιγμή...θα ‘ρθει αυτή η ώρα.» απάντησε σιγανά, σαν μια αναπνοή με λέξεις.
«Μου κρατάς πολλά μυστικά, Λέανδρε.» παραπονέθηκα. Δεν πίστευα πως μου άξιζε.
Σήκωσε τα μάτια του στα δικά μου και εκείνο το παράξενο, μαγευτικό χρώμα, έδωσε στην σκοτεινή μορφή του, λίγο από εκείνο το φως. «Τι θες να μάθεις;» με ρώτησε σιγανά.
Σταύρωσα τα χέρια μου, ανασηκώνοντας τους σφιχτούς μου ώμους. Είχα τόσα πολλά στο μυαλό μου, που ήθελα να μάθω για εκείνον. Για την ακρίβεια, ήθελα να μάθω τα πάντα. Για εκείνα τα στάδια, δεν θα μου έλεγε, το ήξερα. Οπότε προσωρινά, το άφησα στην άκρη.
«Ας πούμε...» έκανα μια βουτιά στις βαθιές μου απορίες. «Είδα τη φωτογραφία σου, τότε...τότε που ήσουν στρατιώτης...» ξεκίνησα. Δεν ένιωθα άνετα να αναφέρω την ημερομηνία.
«Μάλιστα...» μου έγνεψε θετικά.
«Γιατί μοιάζεις διαφορετικός από τότε;» πέταξα με περίσσια ειλικρίνεια.
Είδα ένα ελαφρύ, πονεμένο χαμόγελο να τεντώνει τα χείλη του, καθώς έσκυψε το κεφάλι.
«Πώς έγινε αυτή η αλλαγή;» τον ρώτησα.
Πήρε μια βαθιά ανάσα, ξυπνώντας από τις προσωπικές του σκέψεις και με κοίταξε κατάματα για ένα δευτερόλεπτο, που έμοιαζε με αιώνα. «Όταν...το νερό σε...”ανασταίνει”...» ξεκίνησε να λέει με δυσκολία και εγώ κρεμόμουν απ΄ τα υγρά, δίχως ψεγάδι, χείλη του. «Σε αλλάζει.» με ξανά κοίταξε. «Σαν να σε ξανά γεννά απ’ την αρχή, προετοιμάζοντας σε, για τα επόμενα στάδια. Σου δίνει ικανότητες, δυνάμεις...» είπε με απλότητα.
Το γεγονός πως διέθετε δυνάμεις, με ενθουσίαζε. Ήταν σαν να γνώριζα έναν άλλον Κλάρκ Κέντ. Μόνο που εκείνος ο σούπερμαν, αυτός που κατοικούσε στο σπίτι μου, ήταν λιγότερο χαμογελαστός και περισσότερο εσωστρεφής.
«Δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις αυτές τις δυνάμεις τώρα;» απόρησα.
«Ευτυχώς όχι...όλες.» σήκωσε τα φρύδια του και η φωνή του βγήκε με ανακούφιση.
«Για πόσο καιρό, δεν θα μπορείς;» οι ερωτήσεις πια, έβγαιναν από μόνες τους.
«Ελπίζω να μην μπορέσω ποτέ, Μυρτώ.» η έκφρασή του προσώπου του καλύφθηκε με τη φωτεινή σκιά μιας ελπίδας.
Άρχισα να καταλαβαίνω από τα λίγα που μου έλεγε, πως για να μπορέσει να τις χρησιμοποιήσει, θα έπρεπε να περάσει στο στάδιο που βρίσκονταν και εκείνοι οι στρατιώτες...αν και δεν ήμουν απολύτως σίγουρη για αυτό. Ίσως να υπήρχαν χιλιάδες στάδια αυτής της...ζωής, που να τον έκαναν πιο δυνατό ή πιο αδύναμο. Δεν γνώριζα.
«Όταν η Καπετάνισσα με την αδερφή σου, σε “ανέστησαν”, χρησιμοποίησαν ξανά νερό και αίμα;» ρώτησα, γιατί θυμόμουν πως εκείνη τη πληροφορία, δεν μου την είχε δώσει.
Βολεύτηκε καλύτερα στο μπράτσο του καναπέ και έβγαλε μια ανάσα, σαν να τον ενοχλούσε που ρωτούσα τόσα πολλά. Δεν με ένοιαζε. Έπρεπε να μου πει. Έπρεπε να ξέρω. Έμενε στο σπίτι μου...ή εγώ έμενα στο δικό του. Τέλος πάντων...μέναμε μαζί. Χρειαζόμουν την αλήθεια.
«Για να επαναφέρεις κάποιον στη ζωή, πρέπει οι συνθήκες να είναι ευνοϊκές.» απάντησε σοβαρός, σαν να εξηγούσε κάποιο μάθημα στη φυσική. «Το νερό υπακούει, μόνο κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Έχει να κάνει με το καιρό, με τη κατάσταση του νεκρού… Αλλά, ναι...» είπε και κούνησε το κεφάλι του. «Ναι, πάλι αίμα και νερό χρειάζεται.» αποκρίθηκε.
Όταν σκεφτόμουν το λόγο που χρειάζεται και ΑΙΜΑ, εκτός από νερό, οι πόροι στα μπράτσα μου διογκώνονταν και ανατρίχιαζα. Ήταν...σαν μια θυσία, ίσως. Αν και το αίμα ήταν λιγότερο και από εκείνο που χύνεται από μια απλή γρατζουνιά.
«Η...Καπετάνισσα, είχε κάνει το ίδιο και στον άντρα της...σωστά;» τον ρώτησα, καχύποπτα, κοιτάζοντάς τον με τις άκρες των ματιών μου.
Με κάρφωσε με ένα παγωμένο βλέμμα, αρκετά ξαφνιασμένο και ενοχικό. «Το μυαλό σου κόβει σαν λεπίδι.» ψέλλισε, κοιτάζοντας ύστερα τα χέρια του.
Με κολάκευε ο τρόπος που το είπε. “Το ξέρω” σκέφτηκα ειρωνικά από μέσα μου, με ένα κρυφό χαμόγελο ικανοποίησης.
«Η Καπετάνισσα έκανε ακριβώς το ίδιο. Μόνο που ο άντρας της, δεν είχε “φυλακιστεί” στο σπίτι τους, αλλά σε εκείνο το λόφο. Για αυτό και πήγαινε κάθε βράδυ εκεί και του μιλούσε.» αποκρίθηκε, τα χέρια του τότε, δυο ίσιες τακτικές παλάμες, ενωμένες.
«Αυτή η γυναίκα είχε ιστορικό, με αυτή τη δραστηριότητα.» ψέλλισα γουρλώνοντας τα μάτια μου.
«Μάλιστα. Υποθέτω πως ήταν γνώστρια, αυτής της...τέχνης, λοιπόν.» συμφώνησε με σαρκασμό.
Μου ήρθε τότε η λέξη “μάγισσα”, στο μυαλό μου.
«Δεν θέλω άλλο να μιλάμε για εμένα.» είπε ξαφνικά, διακόπτοντας τον ειρμό της σκέψης μου. Είχε πάρει ένα ύφος ήρεμο τότε και τα χέρια του είχαν χαλαρώσει, πάνω στα γόνατά του, σε εκείνο το παλιό, λινό, μαύρο ύφασμα.
Η ανάκριση τελείωσε. Το ενδιαφέρον μου και η περιέργεια μου όμως, δεν είχαν χορτάσει. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Θα έπρεπε να είχα αρχίσει να το συνηθίζω.
Τον ατένισα λίγο από απόσταση, νιώθοντας μια έντονη έλξη για εκείνον. Ήταν πανέμορφος, τέλειος, αγγελικά φτιαγμένος από την κορυφή έως κάτω. Έπιανα τον εαυτό μου να αφαιρείται επάνω του και με δυσκολία κατάφερνα να συγκρατηθώ και να κρατήσω την αξιοπρέπειά μου. Δεν μπορούσα να το ελέγξω εύκολα. Με μαγνήτιζε. Είχε την τέλεια ομορφιά, για κάθε γυναίκα και οποιαδήποτε και αν ήταν στη θέση μου, ήμουν σίγουρη πως θα τον ερωτευόταν.
Δεν κατάλαβα πότε και πώς πήρα το θάρρος να καθίσω στο καναπέ, δίπλα του, λίγα μόλις χιλιοστά μακριά από το μπράτσο του καναπέ, που είχε ακουμπήσει το ψηλό του κορμί. Οι πλάτες του ήταν φαρδιές και η μέση του λεπτή, δημιουργούσαν ένα αρμονικό τρίγωνο. Κοιτούσα τα μαλλιά του καθώς βολεύτηκα, σταυρώνοντας τα πόδια μου. Ήταν πιο πλούσια, απ’ όσο νόμιζα, ακόμη και βρεγμένα, που φυσιολογικά η υγρασία τα κάνει να μοιάζουν λιγότερα και αραιά. Τα μαλλιά του Λεάνδρου, ήταν άλλο πράγμα.
Καθόταν ακόμη με τη πλάτη του γυρισμένη. Δεν με κοιτούσε. Είχε πέσει μάλλον σε κάποιες βαθιές σκέψεις. Και ήμουν πολύ κοντά. Μια σκέψη τότε, στριμώχτηκε ξαφνικά στο μυαλό μου. Σήκωσα το χέρι μου, στο ύψος της πλάτης του και με τις άκρες των δαχτύλων μου, κρυφά και διακριτικά, άγγιξα ένα τσουλούφι, που πεταγόταν άναρχα από το σύνολο. Μα δεν ένιωσα τίποτα, παρά μόνο μια δροσιά. Ούτε καν κατάφερα να αναδέψω εκείνες τις τρίχες. Το χέρι μου χάθηκε μέσα στα μαλλιά του, χωρίς καμιά αντίσταση, σαν να έχωνα τα δάχτυλά μου μέσα σε έναν πυκνό δροσερό ατμό.
«Μην το κάνεις αυτό.» άκουσα τη σιγανή, γοητευτική του φωνή.
Τράβηξα αμέσως το χέρι μου, προφυλάσσοντας το πάνω στο στήθος μου. Εγώ μπορεί να μην ένιωθα τίποτα, μα εκείνος, είχε καταλάβει το άγγιγμα μου.
Κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο του, για να έρθω αντιμέτωπη με το απόκοσμο βλέμμα του.
«Το καταλαβαίνεις όταν σε αγγίζω, λοιπόν.» συμπέρανα φωναχτά.
«Πράγματι, κυρά μου, δεν έχω ανοσία στο άγγιγμα.» αποκρίθηκε, δίχως πια να με κοιτά.
«Πώς είναι;» απόρησα.
Άκουσα τα χείλη του να χτυπούν για μια φορά και μια ανάσα έκανε τους ώμους του να ανεβοκατέβουν. «Είναι σαν...να έχεις κάνει ένεση μορφίνης. Να αισθάνεσαι το νυστέρι να σε τρυπά, δίχως όμως να νιώθεις το πόνο του κοψίματος.» αποκρίθηκε. «Είναι περίεργο.» κατέληξε και γύρισε προς το μέρος μου, έτσι ώστε να με κοιτά.
Ήρθε στο μυαλό μου τότε μια επίσκεψη, που είχα κάνει παλιότερα στον οδοντίατρο. Μου είχε κάνει ένεση για να σφραγίσει ένα δόντι μου. Είχα μουδιάσει. Έβαζα τη γλώσσα μου στο μάγουλό μου και δεν ένιωθα τίποτα. Μα ο γιατρός μου είχε πει πως ίσως δεν με είχε πιάσει καλά. Τότε πήρε μια άλλη ένεση με λιγότερο αναισθητικό και ένιωσα ακριβώς τη μεταλλική βελόνα να εισχωρεί στη σάρκα μου, δίχως όμως να με πονά. Έτσι ένιωθε και εκείνος όταν τον άγγιζα; Σαν μια βελόνα ή σαν ένα νυστέρι που προσπαθεί να εισβάλλει στο σώμα του;
«Δεν είναι και το ωραιότερο συναίσθημα στο κόσμο, απ’ όσο θυμάμαι...» ψέλλισα απογοητευμένη, κοιτώντας τα γόνατά μου.
Είδα με τις άκρες των ματιών μου να σκύβει μπροστά και να παραμερεί τα μαλλιά του με μια ρευστή κίνηση του χεριού, καθώς τον άκουσα να ψελλίσει κάτι σαν: “ίσως και να είναι”.
Γύρισα και τον κοίταξα, συνοφρυωμένη, λουσμένη με κάποια αστεία αμηχανία. «Τι πράγμα;» τον ρώτησα.
Κούνησε το κεφάλι, σαν να μου έλεγε “τίποτα” και ύστερα γύρισε προς το μέρος μου, τόσο που τα πόδια του χύνονταν στα πλάγια του καναπέ, μοιάζοντας με εκείνα τα αγάλματα, που στέκονται σε κάποια άβολη, αλλά αρμονική στάση.
«Θέλω να μάθω για εσένα.» μου ξεφούρνισε, σε ένα ανύποπτο δευτερόλεπτο.
Δεν περίμενα με τίποτα να ακούσω αυτές τις λέξεις εκείνη τη στιγμή.
Χαμογέλασα πλατιά και ήμουν σίγουρη πως του φανέρωσα ακόμη και τα πίσω δόντια μου.
«Τι θέλεις να μάθεις;» του είπα, μιμούμενη τα δικά του λόγια.
«Πώς έφτασες σε τούτο το τόπο;» η απορία του, έμοιαζε περισσότερο με ενδιαφέρον και όχι σαν μια απλή απορία, που σκοπό έχει μονάχα να ειπωθεί, για να σπάσει το πάγο κάποιας αμήχανης σιωπής.
«Α!» έσκυψα το κεφάλι μου, χώνοντας τις παλάμες ανάμεσα στα σταυρωμένα μου πόδια. «Μεγάλη ιστορία.» κατέληξα, κάνοντας έναν μορφασμό.
Είδα το χέρι του να πλησιάζει και η παλάμη του, στάθηκε πάνω από το δεξί μου καρπό. Η δροσερή αίσθηση μιας ανάσας, έκανε το δέρμα μου να ανατριχιάσει. Το άγγιγμα του, ήταν ξεχωριστό. Σχεδόν σαν πνοή, που σε ξυπνά από κάποιο ασφυκτικό λήθαργο.
«Θα επιθυμούσα πολύ να την ανακαλύψω.» μου αποκρίθηκε με μια απαλή φωνή, σαν νανούρισμα.
Τον κοίταξα απελπισμένη από ένα ανεξέλεγκτο συναίσθημα ευδαιμονίας. Εκείνη η στιγμή που βίωνα, άγγιζε τη καρδιά μου σαν ζεστό μετάξι.
Τα μάτια του, γαλήνια, φωτισμένα από το παράξενο φως τους… Δεν μπορούσα να εγκαταλείψω, εκείνους τους φωτεινούς κύκλους.
«Λοιπόν...» πήρα μια βαθιά ανάσα, κοιτώντας τη παλάμη του πάνω μου, καθώς πάλεψα σκληρά να συγκεντρωθώ.
Το χέρι του μαζεύτηκε στη μεριά του και ακούμπησε πάνω στο γόνατό του. Λες και άκουσε τις έντονες αισθήσεις μου και τις κρυφές μου επιθυμίες, να χορεύουν στο μυαλό μου, όλες πιασμένες χέρι – χέρι, επηρεασμένες από το άγγιγμα του.
«Ήθελα να φύγω. Να φύγω μακριά από την Αθήνα...και από τη ζωή μου εκεί.» τη λέξη “φύγω” την πρόφερα βαριά, για κάποιο λόγο. «Με είχε πληγώσει.» συμπλήρωσα, μάλλον λυπημένα, γιατί τον είδα να παίρνει ένα ύφος κατανόησης και στοργής.
«Τι σε πλήγωσε, κυρά μου;» τα μάτια του έπεσαν επάνω μου, με περίσσιο ενδιαφέρον, σαν να με αγκάλιαζαν με φροντίδα.
Χρειάστηκα μερικά δευτερόλεπτα για να απομονώσω τις λέξεις του στο μυαλό μου και να καταφέρω να βρω τα λόγια και να απαντήσω. «Οι άνθρωποι εκεί. Κυρίως οι άνθρωποι.» αποκρίθηκα με έναν αναστεναγμό.
Έγειρε το κεφάλι του, ψάχνοντας το χαμένο μου βλέμμα, που έτρεχε κάπου στο κοντινό ορίζοντα για να γλιτώσει από τα μαγευτικά του δίχτυα. Ήταν πανέμορφος, με κάθε έννοια της ομορφιάς. Δεν μπορούσα να το αντέξω. Αισθανόμουν τόσο ευάλωτη και αδύναμη από ένα γλυκό συναίσθημα, που ποτέ ξανά δεν είχα ξανά νιώσει.
«Δεν σου φέρθηκαν καλά;» με ρώτησε ήρεμα.
«Για να πω την αλήθεια, μου φέρθηκαν πολύ, πολύ άσχημα. Σαν να ήμουν ένα τίποτα...» τόνισα τις λέξεις όσο μπορούσα, μα με κανέναν τρόπο δεν θα κατάφερνα να του δείξω πόσο πολύ με είχαν πληγώσει.
«Ευκαταφρόνητη;» με ρώτησε με ζοφερό ύφος.
Έβγαλα ένα γέλιο, σε εκείνη τη λυπημένη στιγμή. Είχα τόσα χρόνια να ακούσω εκείνη τη λέξη.
«Ναι. Τιποτένια.» απάντησα. «Με συγχωρείς, που γέλασα, απλώς...μερικές λέξεις, είναι πολύ επίσημες και...κάπως αυστηρές για τα σημερινά δεδομένα.» του εξήγησα.
«Είναι;» απόρησε με μισόκλειστα μάτια.
«Ναι. Δεν πειράζει όμως.» του είπα κοκκινίζοντας, γιατί είχα ακούσει τη φωνούλα στο μυαλό μου, που έλεγε “μου αρέσει ο τρόπος που μιλάει”, μα την έκλεισα πάλι πίσω στο συρτάρι της, με ένα δυνατό χαστούκι αυτοσεβασμού.
Αισθανόμουν πως ξαφνικά, έχανα τον εαυτό μου; Τι μου συνέβαινε; Γιατί είχα ωραιοποιήσει τα πάντα επάνω του; Ίσως να μην ήταν τόσο τέλειος όσο πίστευα ότι είναι. “Ναι, Μυρτώ, δεν είναι δα και ο τέλειος άντρας. Άλλωστε, δεν είναι ούτε καν ζωντανός, ούτε καν νεκρός. Δεν πρόκειται να ερωτευτείς τώρα ένα φάντασμα.” φώναξα στον εαυτό μου με θυμό. Μα όταν τον κοίταξα με τις άκρες των ματιών μου, αυτές μου οι σκέψεις, χάθηκαν...εξαφανίστηκαν με πρώτο φως της μορφής του, που ήταν τόσο αληθινή και ολοζώντανη, που δεν άφηνε ούτε ένα περιθώριο στη καρδιά μου.
«Και… Ναι...» η αμηχανία μου κορυφώθηκε. «Για αυτό έφυγα.» κατέληξα, με μια συστολή.
Με κοίταξε, κουνώντας το κεφάλι του για λίγο. «Απ’ ότι ξέρω ήρθες μόνη εδώ. Οι γονείς σου, δεν θα έπρεπε να σε εμποδίσουν, να κάνεις αυτό το ταξίδι ολομόναχη;» με ρώτησε.
«Μα και εκείνοι, με το τρόπο τους, με έσπρωξαν μακριά.» αποκρίθηκα.
Το πρόσωπο του τεντώθηκε, σαν από θλιμμένη έκπληξη και το γρανιτένιο του μέτωπο, χαράχτηκε με μερικές οριζόντιες ρυτίδες.
«Πώς είναι δυνατόν; Αυτές οι μέρες είναι ήρεμες, τι έχουν να χωρίσουν οι άνθρωποι;» σιγομίλησε, σαν να έλεγε ένα παράπονο, με σκυφτό βλέμμα.
«Υποθέτω πως, τα πράγματα σήμερα είναι...πιο περίπλοκα.» απάντησα κουνώντας το κεφάλι μου. «Οι δικοί μου γονείς ας πούμε, έχουν τα πάντα και ενώ θα έπρεπε να ήμασταν ευτυχισμένοι, συνεχώς είχαμε προβλήματα.» μουρμούρισα.
«Τι σου έκαναν;» βιάστηκε να ρωτήσει.
«Το χειρότερο, εκείνο που δεν άντεξα, ήταν πως με κατηγορούσαν για την συμπεριφορά του αρραβωνιαστικού μου.» αυτό το είπα πιο σιγά.
Σήκωσε τα φρύδια του, φανερά έκπληκτος και ψέλλισε ένα “Α!”, ενώ έσκυψε το κεφάλι. «Έχεις σύζυγο;» με ρώτησε ύστερα, δίχως να με κοιτάζει.
«Όχι.» βιάστηκα να πω, καθώς τινάχτηκα προς τα πίσω.
Έκανε ένα αργό νεύμα, κάπως μπερδεμένος.
«Δεν παντρεύτηκα τον Αλέξη. Πώς θα μπορούσα άλλωστε...» είπα, κάνοντας έναν μορφασμό. «Απλώς αρραβωνιασμένοι ήμασταν. Και όχι για πολύ.» ο τόνος της φωνής μου έγινε πιο βαθύς, πιο ειρωνικός. «Χωρίσαμε.» κατέληξα και ανακάθισα, με πιο ίσια πλάτη.
«Μπορώ...» ψέλλισε διστακτικά. «Να μάθω τι συνέβη;» με ρώτησε, με μια ευγενική φωνή.
«Α, καλή ερώτηση.» στράβωσα τα χείλη μου. «Ας πούμε πως...δεν είναι υπέρ της μονογαμίας. Όπως οι περισσότεροι φυσικά, αλλά ο Αλέξης έχει μια ιδιαίτερη ιδεολογία. Πιστεύει πως, το να έχει ένας άντρας πολλές γυναίκες, δεν είναι τόσο κακό, όσο η συντηρητική κοινωνία λέει πως είναι.» αποκρίθηκα, μιμούμενη περισσότερο τα λόγια του Αλέξη, που μου είχε ξεφουρνίσει, μία μέρα πριν φύγω.
«Γηράσκω δ’ αεί πολλά διδασκόμενος.» μουρμούρισε στον εαυτό του, κοιτάζοντας απ’ την αντίθετη κατεύθυνση.
Ήξερα πως αυτή η φράση, σήμαινε κάτι σαν “όσο γερνάω μαθαίνω”. Κρυφογέλασα με σφραγισμένα χείλη, καθώς φαντάστηκα πως οι ιδέες του Αλέξη, ήταν αρκετά φιλελεύθερες και προχωρημένες για έναν άνθρωπο, που ερχόταν από το παρελθόν.
«Πρώτη φορά το ακούς αυτό; Οι άντρες γενικά έχουν αυτές τις αντιλήψεις...» είπα τραγουδιστά, ώστε να μην με παρεξηγήσει. Ανήκε και εκείνος σε αυτό το είδος, άλλωστε.
«Πρώτη. Μάλιστα.» αποκρίθηκε με έντονο τόνο. «Συγχώρα με, μα ο παρολίγον σύζυγος, ήταν εξώλης και προώλης.» μου αποκρίθηκε με μάτια ορθάνοιχτα και δίχως καμία αίσθηση συστολής.
Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα χαμόγελο. Τα λόγια του με δικαίωναν, από πολλές απόψεις.
«Υποθέτω πως έχεις δίκιο.» είπα, συγκρατημένα.
«Και οι γονείς σου, σου έριχναν την ευθύνη για αυτό;» με ρώτησε, εντελώς μπερδεμένος.
Έγνεψα θετικά. Δεν ήθελα να πω όμως κάτι κακό για τους γονείς μου. Όχι κάτι παρά πάνω. «Σίγουρα έφταιγα και εγώ.» αποκρίθηκα με απλότητα.
Με κοίταξε με ένα άγριο στραβό βλέμμα. «Τέτοιοι άντρες, δεν θα έπρεπε να φοράνε παντελόνια.» είπε και οι λέξεις, βγήκαν σφηνωμένες μέσα απ’ τα δόντια του.
«Μου κάνει εντύπωση, που έχεις τέτοιες απόψεις. Δηλαδή...ξέρω ότι...»
«Στην εποχή μου, κυρά μου, οι άντρες τιμούσαν το λόγο τους, ιδιαίτερα όταν δεσμεύονταν με την υπόσχεση της πίστης και της αφοσίωσης, απέναντι σε κάποιο άλλο πρόσωπο.» με διέκοψε, αυστηρός και ευθύς.
Έμεινα για λίγο ασάλευτη, επανεξετάζοντας τα λόγια του. Ήταν πολύ καλό για να είναι αληθινό. Οι άνθρωποι πλέον φοβόντουσαν να πουν αυτές τις λέξεις και αρκετοί, είχαν ξεχάσει ακόμη και τη σημασία τους.
«Θες να μου πεις, πως οι άντρες της εποχής σου, δεν απατούσαν ποτέ τις συζύγους τους;» τον ρώτησα, πιάνοντας το σαγόνι μου.
Έγειρε το κεφάλι του μουρμουρίζοντας κάποια φωνήεντα. «Ααα, εεε… Ίσως κάποιοι να το έκαναν, αλλά δεν ήταν άξιοι και δεν αντιμετωπίζονταν από τη κοινωνία, ως παραδείγματα.» απάντησε.
«Μμμ, μάλιστα.» ψέλλισα, αρκετά ικανοποιημένη με την απάντηση. «Εσύ δεν είχες δώσει το λόγο σου σε κάποια;» ρώτησα, αφού είχα βρει την ευκαιρία να το κάνω.
«Α, όχι.» ψέλλισε κοιτώντας το πάτωμα. «Όχι προφορικά, τουλάχιστον. Είχα αισθήματα φυσικά για μια κοπέλα. Αλλά έφυγα για να στρατολογηθώ και δεν πρόλαβα να την διεκδικήσω.» αποκρίθηκε νοσταλγικά.
“Να τη διεκδικήσει;” σκέφτηκα, καθώς αναρωτήθηκα με ποιον τρόπο ο Λέανδρος Δανδής, θα έδειχνε το ενδιαφέρον του σε μία κορασίδα. Πολλά περάσανε από το μυαλό μου, μα τα έδιωξα αμέσως γιατί ένιωθα άβολα με τον εαυτό μου, αλλά και με εκείνον.
«Λυπάμαι, για αυτό.» είπα τελικά, κουνώντας το κεφάλι μου.
«Ο, όχι!» αναφώνησε. «Όχι, μη λυπάσαι. Δεν ήταν παρά, ένα παιδικό ειδύλλιο μέσα στο μυαλό μου. Ένας λόγος να σκέφτομαι τη ζωή μου λίγο διαφορετικά, απ’ όσο πρόσταζε η προκαθορισμένη μου μοίρα.» είπε με απλότητα και είδα ένα ίχνος χαμόγελου, πάνω σε εκείνα τα σκληρά χείλη.
Δεν χαμογελούσε συχνά, μα όταν όταν το έκανε, τα χείλη του έπαιρναν ένα τόσο όμορφο σχήμα, που ομόρφυναν κι άλλο εκείνο το πρόσωπο.
Μια θλίψη εμφανίστηκε τότε στα ξαφνικά και με κατέβαλε, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, που μου ήρθαν στο νου οι σκέψεις, που θα τριγύριζαν στο μυαλό του, λίγο πριν φύγει για το πόλεμο. Ήξερε πως θα πεθάνει. Πολλοί πέθαιναν. Αναστέναξα, πιάνοντας το μέτωπο μου.
Επικράτησε μια ολιγόλεπτη σιωπή, δίχως αμηχανία.
«Στ’ αλήθεια...» τον άκουσα να λέει.
Γύρισα προς το μέρος του, ακόμη έχοντας στη καρδιά μου εκείνη τη θλίψη του πολέμου.
«Ήρθες τυχαία εδώ;» με ρώτησε.
Χαμογέλασα δυνατά. «Πράγματι. Ήρθα τυχαία.» απάντησα.
Με κοίταξε σιωπηλός, με το βλέμμα του χαμένο, σε κάποιο σημείο του προσώπου μου. Δεν κουνούσε τα βλέφαρά του, μονάχα τα χείλη του άνοιξαν λίγο, βγάζοντας μια ζεστή ανάσα, κατευθείαν από τα βάθη του παράξενου κόσμου του.
Ήθελα να τον ρωτήσω τι σκέφτεται, μα δίσταζα να διακόψω εκείνο υπέροχο βλέμμα. Μου άρεσε τόσο πολύ να με κοιτάζει έτσι, σαν να ήμουν κάτι ξεχωριστό, μέσα σε έναν ολόκληρο κόσμο.
«Ποια γλυκιά μοίρα, σε έστειλε εδώ, ωραία μου κυρά;» μουρμούρισε σιγανά, καθώς τα χείλη του, κινήθηκαν με χάρη.
Μια εκπνοή φυλακίστηκε στο λαιμό μου, ενώ το κορμί μου ξέσπασε σε ένα ρίγος. Άκουσα πράγματι εκείνη τη φράση; Ή το μυαλό μου έπλαθε φωνές, παίρνοντας υλικά, μέσα από τις βαθιές μου επιθυμίες;
Έσκυψα το κεφάλι μου ελαφρώς μπροστά, ίσως κατακόκκινη και εξέπνευσα αθόρυβα. «Δεν ξέρω, Λέανδρε.» απάντησα αργά, δίχως να τον κοιτώ.
Στοιχημάτιζα όμως, πως ακόμη με κοιτούσε με εκείνον το τρόπο.
«Βρήκες το σπίτι μέσο της Καλλιρρόης;» με ρώτησε.
Γύρισα προς το μέρος του. Τότε είχε απορία και αγωνία, ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του.
Φαντάστηκα πως είχε ακούσει και είχε δει, σχεδόν τα πάντα.
«Ναι, η κυρία Καλλιρρόη, μου μίλησε για αυτό. Είναι της κόρης της, μου είπε. Τις γνωρίζεις;» ανόητη απορία, μα έπρεπε να μάθω ακριβώς, τι σχέση είχε μαζί τους.
Τα χείλη του σφίχτηκαν με ένα χαμόγελο και τα λιγοστά του γένια, έλαμψαν κάτω από το κιτρινωπό φως, σαν μικρά κεφαλάκια από καρφίτσες. «Φυσικά τις γνωρίζω.» απάντησε.
«Πώς κληρονόμησαν το σπίτι;» τον ρώτησα αμέσως.
«Ο άντρας της Καλλιρρόης ήταν συγγενής με τον σύζυγο της αδερφής μου. Λέγονται Λαυρεντιανού στο επίθετο. Κληρονόμησαν το σπίτι, μετά το θάνατο του. Η μικρή κοκκινομάλλα, η Τερέζα, είναι πολύ υποψιασμένη.» απάντησε με ένα σαρκαστικό, στραβό χαμόγελο.
«Ξέρει για εσένα δηλαδή;» βιάστηκα να ρωτήσω, καθώς ένιωσα ένα πηδηματάκι στο στομάχι μου.
«Υποψιάζεται. Έχει μια εμμονή με τα μεταφυσικά. Πιστεύει τα πάντα. Η μάνα της, όχι. Για αυτό και δεν συμφωνούν σε πολλά πράγματα.» με διαφώτισε, κάνοντας με να αρχίζω να καταλαβαίνω λίγο καλύτερα τη στάση της Τερέζας.
«Για αυτό ήταν τόσο νευρική...» μουρμούρισα, ενώ μου ήρθε στο μυαλό η πρώτη της επίσκεψη στο σπίτι.
«Προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί μου, ξέρεις...» μου αποκάλυψε, σηκώνοντας τα φρύδια του.
«Ο, Θεέ μου!» αναφώνησα με γουρλωμένα μάτια. «Ξέρει για την Αθάνατη Πηγή;» τον ρώτησα.
«Όχι πολλά. Και αυτά που γνωρίζει για τα...πλάσματα, από δική της εμπειρία τα ξέρει.» αποκρίθηκε σοβαρός.
Μου ήρθε στο νου, η στιγμή που πρωτομίλησα με την Καλλιρρόη, τότε στη πηγή, που μου είχε πει πως είχε χάσει την κόρη της και την ξανά βρήκε.
«Έχει να κάνει...με την εξαφάνιση της μήπως;» απόρησα.
«Ακριβώς.» αναστέναξε. «Κάποιος...ή...κάτι, την είχε πάρει.» αποκρίθηκε ζοφερά και έσφιξε τα φρύδια του με περίσσια δύναμη.
«Ποιος; Θες να πεις πως ζουν ακόμη εκείνοι οι στρατιώτες;» ρώτησα συγκλονισμένη.
«Αυτοί...ή κάποιοι άλλοι, που έλαβαν το...σκοτεινό χάρισμα.» απάντησε σκεπτικός.
Ένιωσα τότε τη καρδιά μου να σταματά. «Όχι.» ψέλλισα. Το μυαλό μου γύριζε, ένιωθα ίλιγγο.
«Σωστά. Η εξαφάνιση! Ο θάνατος του Πέτρου! Όλα έχουν σχέση με αυτά τα πλάσματα του είδους μου.» μου αποκάλυψε και τα λόγια του, μου ακούστηκαν σαν κεραυνός.
Σκοτείνιασαν τα πάντα, καθώς προσπαθούσα να αναπνεύσω, το οξυγόνο όμως στο δωμάτιο, δεν μου έφτανε. Καθώς ήρθα αντιμέτωπη, με το ολοζώντανο χάος, που μπορούσαν να προκαλέσουν αυτά τα πλάσματα, ο τρόμος μεγάλωσε και με έσφιξε μες στη φρικτή του αγκαλιά. Εκείνα τα τέρατα, ήταν ακόμη ελεύθερα και είχαν σκοτώσει το δύσμοιρο αγρότη. Σιγά σιγά, όλα άρχισαν να ξεκαθαρίζουν και να συνδέοντα μεταξύ τους.
«Πόσο ικανός είσαι να πράξεις κάτι παρόμοιο;» ρώτησα, ξέπνοα.
Με κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα, που έμοιαζαν με αιώνες, με τα παγωμένα, ασημογάλανα μάτια του, δίχως να μιλά. Εκείνη η σιωπή με τρέλαινε. Μου άφηνε χώρο να φανταστώ και να πλάσω σενάρια που μισούσα.
«Πρέπει να περάσω στο επόμενο στάδιο, για να μπορώ να κάνω τέτοιο κακό.» η απάντηση του ήταν κοφτή, ειλικρινής, με φωνή σταθερή.
Τον κοίταξα κατάματα. Το χλωμό, υπέροχο πρόσωπο του, τώρα έκρυβε μια άγνωστη απειλή, που συγκρούονταν με το ζεστό, μελαγχολικό συναίσθημα, που είχε φωλιάσει στη καρδιά μου από τη στιγμή που τον είδα. Δεν μπορούσα να καταλάβω, πώς εκείνο το αγγελικό πλάσμα, θα μεταμορφωνόταν κάποια στιγμή - δεν ήξερα και εγώ πότε και πώς – σε κάτι τόσο μοχθηρό και αιμοδιψές.
«ΠΡΕΠΕΙ να με φοβάσαι.» η φωνή του ακούστηκε σαν κλαψούρισμα και σηκώθηκε επάνω, σκυφτός και αργοκίνητος, βαδίζοντας προς το παράθυρο.
Σήκωσε το μπράτσο του και ακούμπησε στο ξύλο του παραθύρου, κοιτώντας έξω, τη βροχερή νύχτα.
«Για αυτό πονάς, λοιπόν...» ψέλλισα σκεπτική. «Γιατί κάποια μέρα, θα γίνεις σαν εκείνους.» συμπέρανα, αρχίζοντας πλέον να καταλαβαίνω, γιατί ήταν τόσο μελαγχολικός νωρίτερα...γιατί ήταν πάντα τόσο μελαγχολικός.
«Δεν θα χρειαστεί να γίνω, Μυρτώ. Δεν θα αφήσω κανέναν να με ελευθερώσει. Δεν θα αφήσω κανέναν να το κάνει.» η φωνή του χτύπησε τραχιά πάνω στο τζάμι, άγρια, δίχως κανένα σημάδι οίκτου για τον εαυτό του.
«Ώστε δεν μπορείς να ελευθερωθείς μόνος...» μουρμούρισα, κοιτώντας τα μαλλιά που έτρεχαν στη πλάτη του.
«Ευτυχώς.» άκουσα να ψελλίζει.
«Και ποιο τέρας ελευθέρωσε αυτόν, που τριγυρνά στο χωριό και σκοτώνει;» αναφώνησα με ρίγος. Ακόμη και οι λέξεις, μου προκαλούσαν τρόμο.
Τρόμο για εκείνο το πλάσμα, που δολοφόνησε τόσο βάναυσα, τον δύσμοιρο άντρα στο κτήμα.
«Δεν το γνωρίζω αυτό. Συνήθως όμως, το κάνει κάποιος αγαπημένος συγγενής, σύζυγος...κάποιος που δεν αντέχει να βλέπει το μαρτύριο του “φυλακισμένου πνεύματος”.» αποκρίθηκε ψυχρά.
“Το φυλακισμένο πνεύμα” σκέφτηκα, στρέφοντας γύρω μου το βλέμμα. Το σπίτι ήταν σαν να μιλούσε τότε, επιβεβαιώνοντας μου, πως ήταν πράγματι μια φυλακή για εκείνον.
«Αυτό δεν είναι το στάδιο, που βρίσκεσαι εσύ αυτή τη στιγμή;» τον ρώτησα και σηκώθηκα επάνω, παρατηρώντας τη θλιμμένη του όψη, να κείτεται πλάι στο παράθυρο.
«Κάθε ψυχή είναι διαφορετική...» κοίταξε πάνω απ’ το ώμο του, για να δω το σκοτεινό του βλέμμα. «Όπως και κάθε άνθρωπος.» γύρισε ξανά από την άλλη. «Το βασανιστήριο κάθε φυλακισμένης ψυχής, εξαρτάτε από τι άνθρωπος ήταν στη ζωή του.» συνέχισε.
Η απάντηση, μου είχε δοθεί.
«Για πόσο καιρό θα είσαι φυλακισμένος, σε αυτό εδώ το σπίτι;» ρώτησα.
«Κανείς δεν το ξέρει. Ίσως και για πάντα.» απάντησε με ένα ψίθυρο.
«Δεν σου αξίζει αυτό.» αναφώνησα και άπλωσα το χέρι μου να τον αγγίξω στον ώμο.
«Όχι!» γρύλισε και πριν καν το καταλάβω, είχε εξαφανιστεί, από προσώπου γης.
Έκανα μια στροφή, ψάχνοντας τον στο δωμάτιο, ενώ η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, τρομοκρατημένη, μήπως εκείνη ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα. Μα δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Τον είχα “ξυπνήσει”. Με κάποιο τρόπο, θα τον έβλεπα ή θα τον ένιωθα γύρω μου, όπως και να είχε. Ή μήπως όχι;
«Μου αξίζουν πολύ χειρότερα, Μυρτώ.» άκουσα τη φωνή του, μέσα στο σπίτι, πριν προλάβω να πιστέψω πως είχε χαθεί πια.
«Γιατί έφυγες; Πρέπει πάντα να φεύγεις;» παραπονέθηκα, μιλώντας στους τοίχους. «Και μην μιλάς έτσι για τον εαυτό σου.» είπα, μέσα από τα δόντια μου.
«Δεν έπρεπε να με “ξυπνήσεις”, Μυρτώ. Ήταν λάθος.» άκουσα τη φωνή του πίσω μου. «ΤΩΡΑ ΕΧΩ ΔΕΘΕΙ ΜΑΖΙ ΣΟΥ. ΔΕΝ ΤΟ ΕΛΕΓΧΩ.» ήχησε.📌 Ένα από τα αγαπημένα μου κεφάλαια. Τρελαίνομαι να γράφω τις συναντήσεις τους. 🥰
Επίσης το "κυρά μου" που λέει ο Λέανδρος συχνά, το χρησιμοποιεί γιατί το λέγανε και παλιά. Πάρτο σαν το αγγλικό "my lady" η το ελληνικό, σημερινό "κοπελιά" πχ. ☺️❤️
VOUS LISEZ
Αίμα και Νερό - Ria Jarouxi (Ολοκληρωμένη)
FantastiqueΚαθώς προσπαθεί να ενώσει ξανά τα σπασμένα της κομμάτια, η νεαρή Μυρτώ ξεκινά ένα ταξίδι δίχως προορισμό. Ώσπου η μοίρα, αποφασίζει να την οδηγήσει σε ένα πανέμορφο και παράξενο τόπο: την απομακρυσμένη Ξενιτιά. Καθώς ελκύεται και μαγεύεται από αυτή...