23.ΦΩΝΕΣ

89 19 0
                                    

23.ΦΩΝΕΣ

Επέστρεψα στο καθιστικό, ντυμένη με τις πιτζάμες μου. Το σπίτι ήταν υπερβολικά ήσυχο. Έπρεπε κάποια στιγμή να προσπαθήσω να τον καλέσω. Έπρεπε να του πω όλα όσα είχα μάθει.
Πήγα στη κουζίνα και έφτιαξα ένα ρόφημα για να μου ηρεμήσει τα νεύρα. Δεν ένιωθα πολύ καλά και σε κάθε μου κίνηση, έπιανα τον εαυτό μου να τρέμει. Αν συνεχιζόταν εκείνη η κατάσταση, δεν πίστευα πως θα κατάφερνα να κοιμηθώ το βράδυ. Βρισκόμουν σε μια τρομακτική αναμονή, που με σκότωνε. Πόσο το μισούσα αυτό. Αυτό, το να περιμένω ανά πάσα στιγμή τον ερχομό τους. Και δεν φοβόμουν τόσο για τον εαυτό μου, όσο για εκείνον. Εγώ θα πάθαινα, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Θα τελείωνα αργά ή γρήγορα. Εκείνος όμως… Εκείνος θα ζούσε το πραγματικό εφιάλτη, που θα διαρκούσε για κάθε δευτερόλεπτο της αιωνιότητας.
Ξεφύσηξα με ορμή, ακουμπώντας τα χέρια μου στο πάγκο. Η μυρωδιά των βοτάνων που έβραζαν, με ζάλιζε και η καρδιά μου είχε ξεσπάσει σε ένα τρέμουλο, ύστερα από κάθε μου χτύπο. Τι θα συνέβαινε… Ούτε τολμούσα να αφήσω το μυαλό μου να το φανταστεί.
«Τι συμβαίνει;» άκουσα τη φωνή του ξαφνικά από πίσω μου.
Γύρισα απότομα, για να τον δω να στέκεται, κάτω από το κιτρινωπό φως τους καθιστικού.
«Έμαθα κάποια πράγματα.» του αποκρίθηκα αμέσως.
Με πλησίασε με τα αργά του βήματα, σκοτεινιασμένος και μερικές ρυτίδες χαράχτηκαν στο μέτωπό του.
«Ποιος σε φόβισε, κυρά μου;» με ρώτησε με ένα ενδιαφέρον, που με θεράπευε.
Του τα είπα όλα. Όλα όσα είχα ακούσει από τα χείλη της Τερέζας και όλα όσα της είχα πει εγώ.
«Αν αυτός που ήρθε στο σπίτι, ανήκε σε κάποια ομάδα, να είσαι σίγουρη, πως δεν θα αρχόταν μόνος.» μου αποκρίθηκε με βεβαιότητα.
«Αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Από κάποιους έμαθε για το σπίτι.» αναφώνησα.
«Μπορεί αυτοί, που του το είπαν, να είναι πλέον νεκροί, Μυρτώ.» μου αντιγύρισε.
Τον κοίταξα με αμφιβολία.
«Είμαι πιο δυνατός από αυτούς. Δεν μπορούν να με απελευθερώσουν με τη βία.» άνοιξε τα χέρια του. «Για να γίνει αυτό, θα πρέπει πρώτα να σκοτώσουν εσένα.» με έδειξε οργισμένος με το δάχτυλό του. «Και μα το Θεό, για όσο εγώ υπάρχω, δεν πρόκειται να χύσουν ούτε μια σταγόνα από το δικό σου αίμα.» γρύλισε και βάδισε μέσα στο δωμάτιο. «Ας έρθουν, λοιπόν!» φώναξε και πήγε και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο.
Για όση ώρα μιλούσε, είχα ξεχάσει να αναπνεύσω. Ο θυμωμένος του εαυτός, με έκανε να νιώθω απόλυτη ασφάλεια. Μα ο φόβος… ο Φόβος για εκείνους, υπήρχε και θα υπήρχε για πάντα, μέχρι τη στιγμή που θα τους συναντούσα.
Τον πλησίασα αργά, σχεδόν αθόρυβα.
«Δεν φοβάσαι;» του ψιθύρισα, παίρνοντας τελικά μια ανάσα.
Τον είδα να ορθώνει το βλέμμα του στον ερχομό της νύχτας. «Δεν είμαι φτιαγμένος για να φοβάμαι.» απάντησε με μια φωνή, που ερχόταν από τα βάθη του λαιμού του.
Εξέπνευσα, κοιτάζοντας τις σφιγμένες του γροθιές, που είχαν καρφωθεί πάνω στο πλακάκι της κουζίνας, έτοιμες να το ραγίσουν.
«Γιατί τους είναι τόσο απαραίτητος, ένας άγνωστος;» απόρησα.
«Αν δεν ήταν τόσο λίγοι, δεν θα νοιαζόντουσαν τόσο πολύ για έναν απλό στρατιώτη, που πέθανε στο πόλεμο πριν πενήντα χρόνια.» απάντησε ψυχρά.
Έγνεψα καταφατικά. Όλοι οι στρατοί, αναζητούν μέλη. Όλες οι αγέλες, δυναμώνουν όταν έχουν αριθμητική υπεροχή. Ήταν λογικό, αν το σκεφτόσουν στρατηγικά. Ήταν η φυσική ανάγκη τους.
Απομακρύνθηκα από κοντά του, βλέποντας πως χρειαζόταν λίγο χρόνο για να ηρεμήσει και να σκεφτεί. Πήγα στο καθιστικό και άνοιξα τη τηλεόραση, πίνοντας σιγά - σιγά το ρόφημά μου. Ό,τι και αν έβλεπα όμως, τίποτα δεν ήταν ικανό να μου πάρει τις σκέψεις μακριά. Αναστέναξα, καθώς έκλεισα τα μάτια μου, προσπαθώντας να σκεφτώ κάτι ωραίο. Έφτιαξα στο νου μου ένα παραδεισένιο μέρος, σκιερό από δέντρα και έναν καταρράχτη να λούζει μια ήρεμη, γαλαζοπράσινη λίμνη. Αυτή η εικόνα με βοήθησε και σε λίγο, η ταραχή στη καρδιά μου, είχε ησυχάσει.
«Κοιμάσαι;» η σιγανή φωνή του με τράβηξε ξαφνικά από ένα βυθό.
Άνοιξα τα μάτια μου και τον είδα δίπλα μου στο καναπέ να με κοιτάζει.
«Αποκοιμήθηκες.» μου ψιθύρισε και μια δροσιά σκέπασε το μπράτσο μου.
Ήταν το δάχτυλό του, που με άγγιζε.
«Τι ώρα είναι;» μουρμούρισα, δίχως να μπορώ να κοιτάξω το ρολόι στο χέρι μου.
«Κοιμάσαι εδώ και μία ώρα.» με ενημέρωσε.
Έτριψα το μάγουλό μου στο απαλό ύφασμα του καναπέ. «Δεν έφυγες καθόλου;» απόρησα, μουδιασμένη.
Νομίζω βρισκόμουν ανάμεσα από ξύπνιο και ύπνο ακόμη, γιατί τα βλέφαρά μου ήταν βαριά και το σώμα μου, το ένιωθα να αιωρείται.
Χαμήλωσε τα ασημογάλανα μάτια του, σφίγγοντας τα χείλη του ελαφρώς. Μου έγνεψε με άρνηση. Και εγώ χάραξα ένα χαμόγελο.
«Σε έβλεπα, που κοιμόσουν.» είπε και με κοίταξε μελαγχολικά.
Ήθελα να του μιλήσω, μα δεν τα κατάφερα.
«Δεν έχεις ξυπνήσει ακόμη...όμορφη κυρά μου.» τον άκουσα από το βάθος να μου λέει.
«Μμμ..» ο ύπνος με τραβούσε ξανά στην αγκαλιά του.
Γύρισα αργά το κεφάλι μου προς το μέρος του, μα η μορφή του χανόταν σιγά σιγά από μπροστά μου. Θόλωνε και έσβηνε, σαν όνειρο.
«Μην...με...κοιτάς...απλώς...μείνε!» κατάφερα να ψελλίσω, λίγο πριν ακούσω ένα σιγανό χαμόγελο.
Αποκοιμήθηκα και χάθηκα στο παράξενο κόσμο των ονείρων. Και ήρθε στα αυτιά μου η φωνή του, σαν μια βαθιά ολοζώντανη σκέψη, σαν όραμα από ήχους.

Κοιμάσαι…; Είσαι τόσο ακίνητη. Τόσο όμορφη, έτσι. ‘ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΗΝ!’” μια άγρια, άγνωστη φωνή ήχησε από το πουθενά. “Θα χρειαστεί μια αιωνιότητα για να σε βγάλω απ’ το μυαλό μου. Για να σε ξεχάσω. Το διανοείσαι; Είναι πολύς ο καιρός, ξέρεις. Είναι τόσο αστείο και τραγικό μαζί. Ωχ! Μμμ, πάλι. Όχι, πάλι. Αυτός ο πόνος……..Να πάρει! Μμμ! Νόμιζα πως τον είχα συνηθίσει πια. Είναι τόσο ανατριχιαστικό, όταν το κοιτάζω. Κοίτα πως κατάντησες. Σήκω στρατιώτη! Μην λιγοψυχείς. Σήκω, είπα! Γαμώτο, η καρδιά. Γιατί πάντα η καρδιά; Μου ‘ρχεται να τη ξεριζώσω. Θα μπορούσα να το κάνω εύκολα έτσι. Αν μου συνέβαινε παλιά, θα το είχα κάνει, κι ας ήταν να γίνει ό,τι ήταν να γίνει. Δεν θα με εμπόδιζε τίποτα. Τώρα όμως, όχι. Όχι, στρατιώτη! Τώρα έχω τη Μυρτώ. Θα στεναχωρηθεί άραγε αν κάνω κακό στον εαυτό μου; Ωπ! Γιατί έσφιξε τα μάτια; Μου φάνηκε; Όχι, να, το ξανά έκανε. Ποιο όνειρο σε τρομάζει, κυρά μου; Είναι αυτοί; Ήρθαν στον ύπνο σου; Θα τους πάρει και θα τους σηκώσει! Παλιό…Α! Ηρέμησε; Θεέ μου, κράτα τους μακριά της, τώρα που μόνο εσύ μπορείς και ύστερα θα αναλάβω εγώ. Αν μου δώσεις δύναμη και αντισταθώ για άλλη μια φορά στο κάλεσμά τους.” σιωπή. “Κοίτα την! Δεν μπορώ να πάρω το βλέμμα μου από αυτό το πρόσωπο. Είσαι τόσο γαλήνια, με αυτή την έκφραση. Τόσο εύθραυστη, κάτω από αυτό το τρυφερό δέρμα. Χαμογελάς σε κάποιο όνειρο. Ψάχνω να βρω μια δική μου σκέψη στο μυαλό σου, ελπίζοντας πως εγώ ευθύνομαι για αυτή την γαλήνη. ‘ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ. ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ. ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΘΑ ΣΕ ΚΑΤΗΓΟΡΗΣΕΙ’” η άγρια, άγνωστη φωνή, ήχησε πάλι. Γρύλισμα, ρουθούνισμα, μια σιγανή βρισιά, που δεν ξεχώρισα. “Μήπως με ονειρεύεσαι; Μακάρι να με ονειρεύεται. Να πάρει! Γιατί το εύχομαι αυτό; Πριν την αγαπήσω, όλα ήταν τόσο εύκολα. Τόσο ξεκάθαρα. Να πάρει. Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς; Θα έκανα τα πάντα για εσένα. Για να σε κάνω ευτυχισμένη, θα πήγαινα ακόμη και μαζί τους. Θα πήγαινα, μα το Θεό!”

Άνοιξα τα μάτια μου, για να τον δω να κάθεται δίπλα μου με το κεφάλι του κατεβασμένο, να κρέμεται ανάμεσα από τις ενωμένες, σφιχτές του παλάμες. Η φωνή του, ηχούσε ακόμη στο μυαλό μου…
«Μου μιλούσες;» τον ρώτησα, καθαρίζοντας το λαιμό μου.
Γύρισε το πρόσωπό του. Τα μάτια του έμοιαζαν κουρασμένα από τη σκέψη.
«Όχι.» απάντησε αργά και έκανε πίσω, ακουμπώντας στη πλάτη του καναπέ.
Ανακάθισα και εγώ, τρίβοντας τα μάτια μου. Ο ύπνος με είχε αποβλακώσει και ήμουν σαν μεθυσμένη. Με αποτέλεσμα να μην είμαι ικανή να ξεχωρίσω, τι ήταν αυτό που άκουσα μέσα στο μυαλό μου.
«Σε άκουγα.» είπα παραξενεμένη.
Έσμιξε τα φρύδια του. Κάτι ψέλλισε γρήγορα και ύστερα σιώπησε, σκεπτικός.
Γέλασα με τον εαυτό μου και τεντώθηκα. «Τι όνειρα βλέπω...Θεέ μου.» μουρμούρισα.
«Τι όνειρα βλέπεις;» απόρησε με ενδιαφέρον
«Όχι.» πετάχτηκα με γουρλωμένα μάτια. Θυμόμουν ακριβώς τι μου έλεγε στο παράξενο όνειρο και δεν είχα καμία διάθεση, να του το αποκαλύψω. Θα ήταν τουλάχιστον ντροπιαστικό. «Δεν ήταν κάτι σπουδαίο.» συνέχισα αμήχανα και έφτιαξα τα μαλλιά μου, γιατί ήμουν σίγουρη πως πετούσαν.
«Α!» είπε σιγανά, κοιτώντας το πάτωμα. «Εντάξει.» χαμογέλασε ελαφρά.
Πώς μπορούσε πάντα να είναι τόσο διακριτικός; Αρχικά, από πότε οι άντρες γενικώς, ήταν τόσο διακριτικοί;
Έλυσα τα μαλλιά μου και τα άφησα κάτω, γιατί έτσι ήμουν βέβαιη πως τουλάχιστον δεν θα πετάνε.
«Μυρτώ;» άκουσα τη φωνή του να λέει.
Τον κοίταξα, κάνοντάς του νεύμα να συνεχίσει.
«Σκέφτηκες ποτέ...τη ζωή μετά το θάνατο;» ρώτησε...τα μελαγχολικά του μάτια, μίλησαν μαζί με τα χείλη του.
«Ναι. Το έχω σκεφτεί.» αποκρίθηκα, κουνώντας το κεφάλι μου.
«Τι πιστεύεις;» με ρώτησε αδύναμα. «Τι πιστεύεις ότι συμβαίνει, όταν πεθάνουμε;» συνέχισε.
Λοιπόν, η σωστή απάντηση, θα ερχόταν με την ερώτηση “εσύ πες μου...που έχεις σχεδόν δει τη μεταθανάτια ζωή”. Μα δεν το είπα. Δεν ήθελα να το πω. Γιατί πολύ απλά, ήξερα πως δεν συνέβη ποτέ.
«Λοιπόν, πιστεύω στο Θεό...» τον κοίταξα. «Εσύ;» τον ρώτησα, πριν συνεχίσω.
«Πιστεύω.» απάντησε σχεδόν αμέσως, σαν να την περίμενε εκείνη την ερώτηση.
Μου άρεσε αυτό.
«Οι άνθρωποι που πιστεύουν στο Θεό, πιστεύουν και στο Παράδεισο, κατά τη γνώμη μου. Και αν το καλοσκεφτείς...» είπα και βολεύτηκα καλύτερα στη θέση μου. «Είναι ανόητο να νομίζει κανείς, πως η ψυχές των ανθρώπων, καταλήγουν στο κενό. Η ψυχή είναι αθάνατη. Και αν ανήκει σε έναν καλό άνθρωπο, πάει στο Παράδεισο.» απάντησα.
«Μμμ...» ψέλλισε, σκεπτικός. «Και τι γίνεται με τους κακούς;» μουρμούρισε.
«Υποθέτω πως καταλήγουν στη Κόλαση. Αλλά πιστεύω πως πρέπει κάποιος να είναι πολύ πολύ κακός άνθρωπος, για να πάει εκεί. Ο Θεός, μας συγχωρεί, μας αγαπάει και μας καταλαβαίνει.» αποκρίθηκα.
«Και αν κάποιος προορίζεται μοιραία για τη Κόλαση;» ρώτησε, δίχως να με κοιτά.
Τα χέρια του όμως ψηλάφιζαν τις κλωστές του καναπέ, με μεγάλη αγωνία.
«Δεν πιστεύω πως υπάρχει το “μοιραίο” σε αυτά τα πράγματα.» του αντιγύρισα. «Εξαρτάται από τον άνθρωπο. Για αυτό έχουμε λογική και νου και ελεύθερη βούληση. Για να αποφασίζουμε για τον εαυτό μας και να πράττουμε αναλόγως με αυτό, που θεωρούμε ότι είναι καλό και δίκαιο.» συνέχισα.
Τα πίστευα απόλυτα αυτά που έλεγα, μα δεν ήξερα γιατί με ρωτάει τέτοια πράγματα.
«Τι σημαίνει καλό, Μυρτώ; Τι σημαίνει δίκαιο;» ρώτησε και με κοίταξε στα μάτια.
«Δεν ξέρεις;» απόρησα και ξεπήδησαν από το μυαλό μου τόσα παραδείγματα. «Ζεις ήδη μέσα σε αυτές τις αρετές, Λέανδρε. Απλώς δεν το βλέπεις.» του τόνισα την κάθε λέξη ξεχωριστά.
Χαμογέλασε, σιωπηλός. Άρνηση. Καθαρή άρνηση.

Αίμα και Νερό - Ria Jarouxi (Ολοκληρωμένη)Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ