5.Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ Λ.ΔΑΝΔΗ
Έσπευσα για το υπνοδωμάτιο, αρχίζοντας να βγάζω τα ρούχα μου. Δυσκολεύουν όμως πολύ γιατί είχαν κολλήσει επάνω μου και τα ένιωθα βαριά και ενωμένα με το δέρμα μου. Τελικά, ύστερα από μεγάλη προσπάθεια, τα έβγαλα όλα και τα πέταξα στο πάτωμα ξέπνοη. Τα μαλλιά μου έσταζαν και ο σβέρκος μου ήταν παγωμένος. Τότε κατάλαβα πως υπήρχε μια μεγάλη πιθανότητα να πιαστώ ή χειρότερα, να κρυολογήσω.
Έπιασα τα μαλλιά μου ψηλά, τυλίγοντας τα σε ένα κότσο και ντύθηκα γρήγορα, φορώντας πιτζάμες και ζεστές κάλτσες. Με το που τα φόρεσα, ένιωσα αμέσως καλύτερα. Πάντα μου άρεσε εκείνο το ύφασμα, εκείνο το γκρίζο απαλό χρώμα. Δεν ήξερα όμως αν ήταν η κατάλληλη ενδυμασία για τη συνάντηση που είχα. Ο καθρέφτης απέναντι μου, μου έδειχνε μια κοπέλα που ετοιμαζόταν για ύπνο, αλλά δεν έμοιαζε καθόλου νυσταγμένη. Υπήρχε μια αντίθεση ανάμεσα στα ρούχα και την έκφραση μου. Τα μάτια μου γυάλιζαν και τα χείλη μου ήταν κατακόκκινα, σαν να τα δάγκωνα όλη μέρα. Αποφάσισα όμως να αγνοήσω αυτό το θέμα και να βγω στο καθιστικό.
Όταν πέρασα από το κατώφλι της πόρτας του υπνοδωματίου, ένιωσα μια υγρασία και ένα κρύο στο δωμάτιο. Λες και είχα ξεχάσει τη πόρτα ανοιχτή ή κάποιο παράθυρο. Έτριψα τα γυμνά μου μπράτσα και προχώρησα αργά προς τη τηλεόραση. Τα βήματά μου όμως, γινόντουσαν όλο και πιο αργά, καθώς βάδιζα.
Σταμάτησα.
Η σιωπή στο δωμάτιο ήταν έντονη, ακόμη και η βροχή ακουγόταν σαν από μακριά. Και τα παράθυρα ήταν θεοσκότεινα, για να μπορέσω να δω αν είχε λιγοστέψει. Κάτι συνέβαινε γύρω μου. Κάτι που είχα ξανά ζήσει. Ένα μικρό φτερούγισμα, έκανε τη καρδιά μου να σταματήσει για λίγο. Κοίταξα ενστικτωδώς στο πάτωμα και είδα δίπλα απ' τη σκιά μου, μια δεύτερη σκιά... ψηλότερη, μεγαλύτερη. Ήταν μια γνώριμη σκιά. Έβγαλα μερικές ανάσες αγωνίας και έστρεψα το κεφάλι μου πάνω απ' τον ώμο μου. Εκεί, στεκόταν εκείνος. Το κορμί μου πάγωσε και δεν με ένιωθα πια, σαν να ΄χα βγει από το σώμα μου.
«Ήρθες...» κατάφερα να ψελλίσω άπνοη.
«Ναι.» άκουσα τη φωνή του να λέει, κοφτά και μετρημένα.
Έκλεισα τα μάτια για ένα δευτερόλεπτο. Είχε γίνει ξανά. Το όνειρο, είχε δραπετεύσει στη πραγματικότητα. Καμιά σκέψη και καμιά φαντασία, δεν έφτανε στην αίσθηση της πραγματικής μας επαφής.
Γύρισα προς το μέρος του, για να τον δω να στέκεται στη σκιά, με μάτια ήρεμα, μα καρφωμένα επάνω μου. Τα ρούχα του ήταν σκούρα και βρεγμένα. Κάτω απ' το πουκάμισο, φαινόταν ολοκάθαρα ένα δέρμα διάφανο, που μια δροσιά το έκανε να γυαλίζει, υπό από το παλιό κίτρινο φως του δωματίου. Ήθελα τόσο πολύ να απλώσω το χέρι μου και να τον αγγίξω. Να δω αν ήταν πράγματι αληθινός. Να πείσω και τις τελευταίες μου ρηχές αμφιβολίες. Μα η αντίδραση του τη προηγούμενη φορά, ήρθε στο νου μου και με σταμάτησε με ορμή.
«Μου ζήτησες εξηγήσεις.» είπε σιγανά. «Θαρρώ πως μετάνιωσες.» μια μελαγχολία έκανε τα ωραία του χείλη να σουφρώσουν λίγο.
Η φωνή του ήταν σταθερή και βαθιά...σαν να μην μιλούσε ακριβώς, αλλά σαν να ψέλλιζε μέσα από το στήθος του.
«Όχι, δεν μετάνιωσα. Θέλω να μάθω τι συμβαίνει.» απάντησα αμέσως, πιστή στην απόφασή μου.
Μου φάνηκε πως η απάντηση που έδωσα, του δημιούργησε ένα αμυδρό ανακουφιστικό χαμόγελο, αρκετά γοητευτικό για να μην νιώσω κάτι στο στομάχι μου.
Άρχισε να βαδίζει αργά προς το τραπεζάκι, που περιστοιχίζονταν από το καναπέ και τις δύο παλιές, σχεδόν αρχοντικές, πολυθρόνες. Με προσπέρασε σαν αερικό και τα μακριά μαλλιά του, πέταξαν πάνω από τους ώμους του μερικές σταγόνες. Μου φάνηκε πως ένιωσα, μια περίσσια δροσιά να με λούζει. Τον κοιτούσα σιωπηλή, προσπαθώντας να λύσω το μυστήριο της ύπαρξής του, με το μπερδεμένο μου μυαλό. Μα δεν μπορούσα. Όταν βρισκόταν γύρω μου, με την αισθητή του παρουσία, το μυαλό μου σχεδόν παρέλυε.
Κάθισε στη πολυθρόνα, καθώς έσκυψε μπροστά. Οι σκουριασμένες σούστες, έτριξαν κάτω απ' το βελούδο.
Θα ορκιζόμουν πως έβλεπα όνειρο.
Η μορφή του, καθισμένη στο ταπεινό καθιστικό μου. Με κοίταξε με τις γωνίες των σκοτεινών ματιών του. Και ύστερα, τα λευκά του χέρια, ενώθηκαν τεντωμένα με δυο άκαμπτες παλάμες.
Υπέθεσα πως με εκείνο το βλέμμα, με προσκαλούσε κοντά του. Πήγα δειλά και κάθισα στο καναπέ, απέναντι του. Τα γόνατά μας απείχαν μόλις κάποια εκατοστά. Αν άπλωνα το χέρι μου, θα μπορούσα να φτάσω μέχρι τον ώμο του. Ήταν η πρώτη φορά, που βρισκόμασταν τόσο κοντά και ένιωθα ακριβώς την αίσθηση της αύρας του. Με ανατρίχιαζε και με έλκυε ταυτόχρονα, σαν τη πεταλούδα στο φως. Ήταν τόσο όμορφος, που σχεδόν με πλήγωνε, δίχως όμως να ματώνω.
Τη στιγμή που καθίσαμε, η βροχή ακούστηκε ξανά να δυναμώνει και αέρας σφύριξε στα παράθυρα, λες και η καταιγίδα, να ξύπνησε ξαφνικά. Γύρισα απότομα το κεφάλι μου προς το κοντινό τζάμι και ύστερα κοίταξα εκείνον. Ο θόρυβος της βροχής και του αέρα, έκανε τους μυς του προσώπου του να συσπαστούν.
«Ποιος είσαι, λοιπόν;» ρώτησα, μάλλον με ένα ανόητο ύφος. «Πώς σε λένε;»
«Παίζει τόσο μεγάλο ρόλο το όνομά μου;» τον άκουσα να παραπονιέται.
Πώς ήταν δυνατόν να μην με ένοιαζε το όνομά του; Ήταν τόσο ασυνήθιστο, να το λέει κανείς αυτό.
«Για εμένα, ναι.» βιάστηκα να απαντήσω.
«Μυρτώ!» διέκοψε τη φόρα μου με ένα σκληρό βλέμμα και όπως σήκωσε το κεφάλι του, τα τσουλούφια πλάι στο πρόσωπό του έσταξαν, κάνοντας εκείνο το ύφος, πιο σκοτεινό απ' όσο έμοιαζε.
Έμεινα σιωπηλή στη θέση μου και ενώ τον κοιτούσα, άρχιζε να ηρεμεί και να μαλακώνει τις βαθιές ρυτίδες, που χώριζαν τα φρύδια του.
«Το όνομα μου, χάθηκε στο χρόνο...» μουρμούρισε και έγειρε πίσω, κουρασμένος, σαν να αφαιρέθηκε σε κάποια ονειρική ανάμνηση. «Έχω πολύ καιρό να το προφέρω και μονάχα η θολή του ανάμνηση, έχει μείνει στο μυαλό μου.» συνέχισε μελαγχολικός.
Έγειρα το κεφάλι μου μπερδεμένη και λυπημένη. Η λύπη, που σκέπαζε εκείνο το πρόσωπο, με διαπερνούσε σαν ξυράφι. Έκλεισα αργά τα μάτια, καθώς η μορφή του έσβηνε. Έτσι, σε εκείνο το σκοτάδι, σε εκείνο το κενό...τα πράγματα έμοιαζαν πιο αληθινά.
«Λέανδρος.» άκουσα το ψέλλισμα του, σε μια ανύποπτη στιγμή. «Λέανδρος Δανδής.»
Άνοιξα τα βλέφαρά μου, για να καθρεφτιστώ στο απόκοσμο βλέμμα του.
«Λέανδρος...» επανέλαβα μουρμουρίζοντας και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα χαμόγελο.
Ένιωσα τόσο ευχαριστημένη και χαρούμενη, που το είχα μάθει. Μου έδινε την εντύπωση, πως τον γνώριζα καλύτερα.
Το όνομα του ήταν σπάνιο, εύηχο, ή ήταν απλώς η καθαρή, αυστηρή προφορά του; Έμοιαζε σαν ένας τίτλος ενός αρχαίου ποιήματος, που διηγούνταν την ιστορία ενός γενναίου πολεμιστή, που η μοίρα τον καταδίκασε στο Κάτω Κόσμο.
«Πες μου τι συνέβη, Λέανδρε. Πες μου. Θέλω να μάθω. Θέλω να ξέρω.» τον παρακάλεσα, διψασμένη για την αλήθεια.
«Πρέπει να σου τα πω όλα από την αρχή. Μόνο έτσι θα καταλάβεις.» μουρμούρισε, σαν να μιλούσε στον εαυτό του. «Όσο γίνεται.» το μουρμουρητό, έγινε σιγανότερο και πιο προσωπικό.
Ήμουν έτοιμη να ακούσω τα πάντα. Διψούσα για εκείνη τη στιγμή, μέρες. Ίσως από τότε που τον ονειρεύτηκα για πρώτη φορά. Άλλωστε, ήμουν όσο το δυνατόν πιο προετοιμασμένη για να ακούσω παράξενα πράγματα.
«Η...ιστορία μου...» επανέλαβε αργά και έκανε μια παύση. «Ξεκινά...πολύ παλιά.» κόμπιασε. «Πολύ πριν έρθεις στο κόσμο. Ίσως...πριν γεννηθούν και οι γονείς σου.» συνέχισε και έσφιξε τόσο τα χέρια του, που τα κόκαλα στα δάχτυλά του διογκώθηκαν κάτω από το λευκό του δέρμα.
Του ήταν πολύ δύσκολο να μου μιλήσει για το μυστήριο παρελθόν του. Αυτό φαινόταν ακόμη και από τις ανάσες που έπαιρνε. Παρόλα αυτά, μια ανάγκη, που δεν καταλάβαινα, τον έκανε να θέλει να συνεχίσει. «Γεννήθηκα στην Αθήνα, μα τούτα τα χώματα θα λέω δικά μου, γιατί αυτά μου επέτρεψαν να γνωρίσω, μέρες χαρμόσυνες.» η φωνή του έσβησε και σήκωσε τα μάτια του, που τότε έμοιαζαν να ατενίζουν παράξενες αναμνήσεις. «Εκείνη την εποχή, η Ξενιτιά ήταν απάτητη και νέα. Σπαρμένη μονάχα από το διακριτικό δάκρυ και το γλυκό αίμα των αρχαίων ανθρώπων. Ήταν σαν ένα σπασμένο κομμάτι του παραδείσου, που έπεσε απ' τα ουράνια και προσγειώθηκε στη γη.» είπε, κοιτώντας με κάτω από τη σκιά των βλεφάρων του.
Δυο έντονα μάτια με διαπέρασαν και ο χώρος γύρω μου, απέκτησε μιαν άλλη αίσθηση. Σαν να άνοιξε μπροστά στα πόδια μου, ο απέραντος κύκλος του χρόνου και η μαγεία, που απλωνόταν μέσα σε αυτόν.
«Δεν ήταν...κατοικημένο τότε το χωριό;» απόρησα, δίχως να ξέρω σε ποια ακριβώς χρονολογία αναφερόταν.
«Ελάχιστα. Ήταν σχεδόν έρημο. Ούτε οι σκέψεις των ανθρώπων δεν περνούσαν από εδώ και όσες το έκαναν, απλώς δεν ξανά γυρνούσαν.» αναστέναξε και ένιωσα το ζεστό αέρα της ανάσας του, στα μάγουλά μου. Αυτό με ξάφνιασε, γιατί πίστευα πως θα ήταν παγωμένος, μα εκείνος ήταν ζεστός από μέσα, σαν ηφαίστειο.
«Τα χρόνια τότε ήταν πολύ σκληρά. Απάνθρωπα. Ο λαός έχανε την ανθρωπιά του. Ξεχνούσαν όλοι ποιοι ήταν και γιατί ζούσαν. Ο εχθρός είχε φτάσει...και μαζί του, είχε φέρει τη σκοτεινιά. Η σκιά του πολέμου είχε πέσει πάνω απ' την πατρίδα, σαν μαύρο πέπλο, κεντημένο από φόβο και χάος.» αναστέναξε με δυσκολία.
Άκουγα παγωμένη...ακίνητη...δίχως να ανοιγοκλείνω καν τα μάτια μου. Ο λόγος του με συνέπαιρνε, με πήγαινε μακριά, σε τόπους, που δεν είχα ποτέ φανταστεί πως ήθελα να πάω.
«Οι γονείς μου επιθυμούσαν, εγώ και η αδερφή μου, να μεγαλώσουμε μακριά απ' το πανικό και τη θλίψη. Είχαν ακουστά για ένα ξεχασμένο τόπο, κοντά στα βουνά, που ζούσε η χήρα σύζυγος ενός καπετάνιου. Μας έστειλαν εδώ, όταν ο εχθρός είχε ήδη καταπατήσει τα εδάφη μας. Η μάνα επιθυμούσε να βρούμε τη γαλήνη, που ήξερε πως δεν θα είχε ποτέ η ίδια και ο πατέρας. Ήμουν δεκατέσσερα χρονών τότε, όταν έφτασα στη Ξενιτιά, μέσα στο κάρο ενός σακατεμένου λοχαγού, με διαταγή του πρώην συνταγματάρχη Λεωνίδα Δανδή, του αγαπημένου μου πατέρα.» είπε και σαν να χαμογέλασε από κάποια αστεία ανάμνηση. «Τον είχε απειλήσει πως αν παθαίναμε κάτι στο δρόμο, θα του έπαιρνε το κεφάλι.» είπε, με χαμηλωμένο βλέμμα και ανασήκωσε τα φρύδια του νοσταλγικά.
Ο πατέρα του ήταν συνταγματάρχης! Αυτή η πληροφορία μου φάνηκε, για κάποιο λόγο, πολύ ταιριαστή.
«Ο λοχαγός - οδηγός μας, είχε ακρωτηριασμένο το ένα του χέρι, καθώς ήταν από τα πρώτα θύματα του πολέμου και θυμάμαι πως η αδερφή μου αναρωτήθηκε, που βρίσκεται το χαμένο κομμάτι και ποιος το είχε. Πάντοτε με ξάφνιαζε η άφοβη καρδιά της. Ήταν ψύχραιμη και χαρούμενη πάντα. Τη νοσταλγώ συχνά και ακόμη περισσότερο, σαν ακούσω γυναικεία λαλιά, με λίγο παρά πάνω θράσος.» γέλασε και ανταποκρίθηκα και εγώ, νιώθοντας μια οικειότητα με εκείνο το άγνωστο κορίτσι. «Ο λοχαγός απάντησε πως το είχε κρατήσει ως λάφυρο, κάπου στα σύνορα, ένας εχθρός με το όνομα Φόνκερ.» συνέχισε, καθώς γύρω του χτιζόταν μια ιστορία, που ίσως να μην είχε ειπωθεί ποτέ ξανά.
Σάστισα με κομμένη την ανάσα, καθώς άρχισα να καταλαβαίνω. Το μυαλό μου γύριζε ανάμεσα από ανακατεμένες ημερομηνίες, γεγονότα, ήχους από βόμβες, κρότους από αεροπλάνα, σκόνη και φωτιά.
«Ήταν 7 Μαΐου του 1941.» είπε και το βλέμμα του σκοτείνιασε, σαν τη νύχτα που απλωνόταν, πίσω από το μεγάλο παράθυρο του καθιστικού.
Γούρλωσα τα μάτια μου και ένιωσα τη καρδιά μου να βροντά για μια φορά στο στήθος μου και ύστερα να σωπαίνει. Αν αυτό που μου έλεγε ήταν αλήθεια... Εγώ...εκείνη τη στιγμή, μιλούσα με έναν άνθρωπο, που είχε ζήσει το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέσα στο νου μου άρχισα να ταξιδεύω προς τα πίσω και να μετρώ. Αν το 1941 ήταν δεκατέσσερα, τότε ο Λέανδρος, ήταν 71 χρονών. Μπροστά μου όμως, δεν έβλεπα παρά έναν νέο, που δεν έφτανε ούτε τα τριάντα.
«Δεν...δεν το πιστεύω...αυτό.» ψέλλισα, σοκαρισμένη.
«Δεν απαιτώ να το πιστέψεις, Μυρτώ.» τον άκουσα να λέει μαλακά. «Μου ζήτησες την αλήθεια και σου τη δίνω. Ίσως για πρώτη και στερνή φορά.» συνέχισε, μα η φωνή του έφτανε αχνή στα αυτιά μου, σαν να μου μιλούσε μέσα από ένα τούνελ.
«Νόμιζα πως...» παραλήρησα, καθώς σκεφτόμουν δυνατά. «Έχουμε... Βρισκόμαστε, αυτή τη στιγμή στο 1998. Πώς είναι δυνατόν; Θα έπρεπε να...» μπέρδευα τη γλώσσα μου.
«Να είμαι...γέρος.» συμπλήρωσε, γέρνοντας λίγο το κεφάλι του.
«Πότε γεννήθηκες;» τον ρώτησα άπνοη.
«Το 1927, οπότε...ναι. Θα έπρεπε να είμαι... γέρος.» είπε.
Το αγαλματένιο κορμί στη πολυθρόνα, τεντώθηκε άτρωτο και δυνατό, σαν να μου φανέρωνε μια αλήθεια, που φοβόμουνα να δω.
Του έγνεψα καταφατικά, παρατηρώντας την ανέγγιχτη νιότη του. Ο χρόνος γινόταν θρύψαλα από γυαλί μπροστά του και εγώ ήμουν πρόθυμη να ΚΟΠΩ, ώστε να μάθω την αλήθεια.
«Συνέχισε.» είπα με μια ανάσα. «Πες μου παρακάτω.» η φωνή μου βγήκε βραχνή από τα χείλη μου.
Με κοίταξε για λίγο με τις άκρες των ματιών του, σαν να έλεγχε, κατά πόσο ήμουν έτοιμη για κάτι τέτοιο. Μάλλον, τον είχα πείσει με το τόνο της φωνής μου.
«Για αρκετό καιρό, όλα ήταν ήρεμα στη Ξενιτιά. Μέναμε ως φιλοξενούμενοι στο σπίτι της Ερμιόνης, της Καπετάνισσας. Έτσι την φώναζαν όλοι, σαν να΄χε πάρει το αξίωμα του ανδρός της. Το σπίτι της, κείτονταν μες στο δάσος. Αυτό το έκανε πιο απόμακρο και πιο γαλήνιο, από τα υπόλοιπα. Μας άρεσε πολύ και υπήρχαν αρκετές στιγμές, που ξεχνούσαμε τι γινόταν λίγα μίλια μακριά μας. Εγώ έκανα τις εξωτερικές δουλειές, η Αοιδή βοηθούσε τη Καπετάνισσα με το πλέξιμο και το μαγείρεμα.» είπε.
Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά. Μου φαινόταν σαν να μιλούσα με κάποιον ηλικιωμένο, που διηγούνταν τις ιστορίες του πατέρα του. Ήταν τόσο παράξενο.
«Δηλαδή, σας φερόταν ωραία;» ρώτησα, ελπίζοντας για μια θετική απάντηση. Δεν άντεχα να ακούω για παιδιά που υπέφεραν, ειδικά εκείνα τα χρόνια.
«Η Καπετάνισσα ήταν...καλοκάγαθος και συνάμα, παράξενος άνθρωπος.» με κοίταξε ζοφερά. «Κάθε βράδυ έβγαινε στο σεργιάνι και επισκέπτονταν ένα συγκεκριμένο λόφο. Λέγανε πως μιλούσε μόνη της στη νύχτα και κάποιες φορές, τα απογεύματα, που την κυρίευε μελαγχολία, μας διηγούνταν αλλόκοτα παραμύθια.» συνέχισε, κάνοντάς με επιφυλακτική για το πρόσωπο της. «Δεν έδινα πολύ σημασία. Ήμουν πολύ μικρός, δούλευα σκληρά, άφηνα το μυαλό μου να κουράζεται στις σκέψεις της επιβίωσής μας, διότι εγώ είχα αναλάβει το κτήμα και προσπαθούσα σκληρά, γιατί ήμουν ο άντρας ανάμεσα σε δυο γυναίκες. Γνώριζα επίσης, πως είχε χάσει και τον άντρα της νωρίς και τη δικαιολογούσα. Ήταν άκακη και καλή γυναίκα. Μας φρόντιζε σαν μάνα, έμενε νηστική για να τρώμε εμείς, μας έπλενε τις πληγές.» εξήγησε, κάνοντας τις ανησυχίες μου, να καθησυχαστούν για λίγο.
«Οπότε, ζούσατε...ικανοποιητικά.» κατέληξα να πω, ελπίζοντας πως η συνέχεια δεν θα ήταν αναπάντεχη και θλιβερή.
Έγνεψε καταφατικά. «Υπήρχαν δυσκολίες, μα ναι, μάλιστα. Ζούσαμε καλύτερα από κάποιους άλλους.» απάντησε δίχως να με κοιτάξει, με την καθαρή, όμορφη προφορά του.
«Η Αοιδή, που είπες νωρίτερα, είναι αδερφή σου;» τον ρώτησα.
«Ήταν.» με διόρθωσε και μάζεψε τα μακριά του πόδια κάτω από τη πολυθρόνα, λες και η αναφορά σε εκείνη, να τον έκανε να κρατά μια σεβαστή στάση.
Αναρωτήθηκα πότε να είχε πεθάνει. Μες στο μυαλό μου φαντάστηκα μια μαυρομάλλα όμορφη κοπέλα, με λευκό δέρμα και ανοιχτά μάτια να στέκεται δίπλα του και να μας κοιτά. Αυτή ήταν η φαντασία μου όμως και τίποτε άλλο.
«Και τι έγινε μετά; Όταν φύγανε τα γερμανικά στρατεύματα;» ρώτησα, πνιγμένη από ένα επίμονο ενδιαφέρον.
Σήκωσε το χέρι του και έσφιξε δυνατά το σημείο ανάμεσα στα φρύδια του και ένα λυγμό άκουσα να βγαίνει από μέσα του, σιγανός, σαν πένθιμο κλάμα μέσα σε ένα άδειο δωμάτιο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έσφιξε τα χείλη του σκληρά.
«Ο πόλεμος πέρασε και ήμασταν ζωντανοί. Ωστόσο δεν ξανά είδα ποτέ τη μάνα και το πατέρα μου. Η Αοιδή άκουσε πως ο πατέρας σκοτώθηκε σε μια ενέδρα, που είχε στήσει μια ομάδα Ιταλών, σε μια ερημιά, λίγο έξω απ' την Αθήνα. Είχε γίνει σφαγή. Για αντίποινα λέγανε. Ο δρόμος πλημμύρισε αίμα. Για τη μητέρα, δεν μάθαμε απολύτως τίποτε. Υποθέτω πως πέθανε, είτε απ' τη πείνα της Κατοχής, είτε από κάποια επίθεση, είτε από κάποια αρρώστια.» είπε, ατενίζοντας το πάτωμα με ένα άγριο βλέμμα, σαν να κοιτούσε στα μάτια εκείνους, που είχαν πάρει τη ζωή των γονιών του.
«Χριστέ μου.» ψέλλισα ριγμένη σε τρομερές σκέψεις και καυτά δάκρυα όρμησαν στα μάτια μου.
Προσπάθησα όμως να τα συγκρατήσω, γιατί ήξερα πως αν άρχιζα να κλαίω, δεν θα μπορούσα να σταματήσω εύκολα και θα έχανα σημαντικά κομμάτια της ιστορίας.
«Είχα...λυπηθεί. Πολύ. Η Καπετάνισσα κατάφερνε να κρατά την αδερφή μου ήρεμη και μακριά από σκοτεινές σκέψεις, μα εγώ...ένιωθα άσχημα και πονούσα. Ειδικά για τη μάνα, που δεν ήξερα καν αν ήταν θαμμένη.» αποκρίθηκε και τα ασημογάλανα μάτια του, γέμισαν δάκρυα, που πρόλαβε να σκουπίσει γρήγορα. «Ήμουν δεκαεννιά χρονών, όταν έφυγα για να στρατολογηθώ υπέρ του ελληνικού στρατού, το 1946.» συνέχισε, μιλώντας σκληρά, ξορκίζοντας τη θλίψη, με την ανάμνηση του θάρρους ενός νεαρού παιδιού, που σπεύδει για το μεγάλο χρέος του. «Σκόπευα να μείνω εκεί. Η καρδιά μου επιθυμούσε να συνεχίσω το δρόμο του πατέρα μου. Πίστευα πως αν ακολουθούσα τα βήματά του, θα ήταν ευτυχισμένος και περήφανος, το ίδιο και η χαμένη μάνα μου. Άλλωστε δεν ήθελα να είμαι λιποτάκτης και δειλός.» ψέλλισε και τέντωσε το λαιμό του ψηλά, που γυάλιζε υγρός και δυναμωμένος, ανάμεσα στα μαύρα του σγουρά μαλλιά.
«Αναφέρεσαι στον Εμφύλιο;» απόρησα.
«Μάλιστα, στον Εμφύλιο.» απάντησε με απλότητα. «Πριν φύγω, θαρρώ πως Μάρτιος ήταν, η αδερφή μου και εγώ, φτιάξαμε αυτό εδώ το σπίτι.» είπε και τα μάτια του γύρισαν αόριστα μέσα στο χώρο.
«Αυτό το σπίτι;» απόρησα σαστισμένη.
«Μάλιστα.» είπε και χαμογελάσαμε ο ένας στον άλλον.
Ξαφνικά οι τοίχοι που με περιέβαλλαν, απέκτησαν μιαν άλλη αξία, που δεν μπορούσε κανείς να υπολογίσει.
«Ήθελα η Αοιδή μου, να ζει καλά. Να είναι ασφαλής και να έχει ένα δικό της σπιτικό, για να μπορέσει να παντρευτεί και να φτιάξει την οικογένεια που ήθελε. Έπρεπε να της εξασφαλίσω αυτά που είχε ανάγκη. Να σιγουρέψω την ευτυχία της.» είπε.
Του έγνεψα θετικά. «Καταλαβαίνω.» αποκρίθηκα.
Δεν ήταν παράλογο αυτό που έκανε. Ούτε και υπήρχαν μεγάλες διαφορές σε μερικά θέματα του τότε και του τώρα. Έμοιαζε να ήταν προστατευτικός με την αδερφή του, πιστός στη φροντίδα της και πίστευα πως την αγαπούσε και του έλειπε πολύ, γιατί κάθε φορά που έλεγε το όνομά της, βούρκωνε.
«Φοβόμουν κιόλας για εκείνη. Γιατί εκείνο το Χειμώνα, παράξενοι ταξιδιώτες περνούσαν απ' τη Ξενιτιά. Και κάποιες φήμες άρχιζαν να ακούγονται, καθώς οι επισκέψεις γινόντουσαν όλο και πιο συχνές.» έσφιξε τα φρύδια του, κοιτώντας με κατάματα.
«Τι φήμες;» απόρησα.
«Φήμες που ταίριαζαν με τις ιστορίες της Καπετάνισσας.» αποκρίθηκε, ενώ ένας κρότος, έκανε τη ψυχή μου να πετάξει.
Γύρισα πίσω, για να δω το παράθυρο της κουζίνας ανοιχτό. Έβγαλα μια βαθιά εκπνοή, πιάνοντας το μέτωπό μου.
«Συγνώμη.» ψέλλισα βιαστικά και έτρεξα να το κλείσω.
Ο αέρας φυσούσε μανιασμένα έξω και ένα κύμα ψιχάλας όρμησε στο σπίτι, βρέχοντας το τραπεζομάντιλο του τραπεζιού. Δεν μου άρεσε εκείνος ο καιρός. Ήταν σαν να χειμώνιαζε ξανά. Ωστόσο ο καθαρός αέρας, κατάφερε να με κάνει να συνειδητοποιήσω, όλα όσα είχα ακούσει μέχρι στιγμής. Ήταν απίστευτο. Ο κόσμος έξω, παρέμενε ο ίδιος, ενώ εγώ, μέσα σε εκείνο το σπίτι, μάθαινα πράγματα, που με έκαναν να τα βλέπω όλα με ένα διαφορετικό βλέμμα. Θα μπορούσα να ζω μια απλή φαντασία. Αυτό θα ήταν εύκολο, τουλάχιστον θα μπορούσα να το εκμυστηρευτώ κάπου και να με πιστέψουν. Γύρισα το κεφάλι μου, για να διαπιστώσω πως πράγματι ήταν εκεί. Εκεί και με περίμενε. Δεν ήταν, παρά η πραγματικότητα.
Επέστρεψα στο καναπέ με γρήγορα βήματα. Είχε μείνει στη θέση του, μα η έκφρασή του ήταν κάπως ανήσυχη. Του χαμογέλασα ελαφρώς και αυτή τη φορά, βρήκα την ευκαιρία να καθίσω πιο κοντά του.
«Αυτός ο καιρός με τρομάζει.» ψέλλισα και έτριψα τις υγρές παλάμες μου.
Στο μέτωπό του φανερώθηκαν ξανά εκείνες οι οριζόντιες, παραπονεμένες γραμμές. «Ενώ εγώ, δεν σε τρομάζω;» με ρώτησε σιγανά.
Η ερώτηση του με αποσυντόνισε και ένιωσα μια ξαφνική αμηχανία να με παραλύει.
«Μην μου απαντήσεις...» μουρμούρισε, καθώς το κόκαλο της γνάθο του, διαγράφτηκε έντονα κάτω από το κρόταφό του. «Έχω μερικά ακόμη γεγονότα να εξιστορήσω.» είπε ψυχρά.
Επιβεβαίωσα τότε το γεγονός, πως υπήρχε ένα κομμάτι μέσα του, που ήθελε να συνεχίσει να μου μιλά, πέρα από τη δική μου επίμονη στάση να μάθω την αλήθεια.
«Μου έλεγες για τις φήμες και τις ιστορίες της Καπετάνισσας.» του είπα, γνωρίζοντας όμως καλά, πως δεν είχε ξεχάσει σε ποιο σημείο των γεγονότων βρισκόμασταν.
Έσκυψε ξανά μπροστά, σκοτεινός και σκεπτικός. «Ήταν σαν να επρόκειτο για τα ίδια γεγονότα, μόνο που άλλαζαν κάποια πράγματα.» έγειρε το κεφάλι του. «Φυσικά δεν τα πίστευα. Αλλά κάτι...κάτι στο χωριό με σκότιζε...κάτι με προβλημάτιζε στους ανθρώπους.» τα μάτια του μίκρυναν και η φωνή του λιγόστεψε.
«Τι ακριβώς λέγανε οι φήμες; Και τι έλεγε η Καπετάνισσα;» τον ρώτησα καχύποπτα, καθώς η βροχή άλλαζε ρυθμούς, ενώ χτυπούσε στα παράθυρα.
«Η ιστορία είχε να κάνει...με μια Πηγή. Μια Πηγή, που το νερό που ανάβλυζε, χάριζε...κάποιες ιδιότητες σε εκείνον που έπινε.» η όψη του σκοτείνιασε και καθώς πρόφερε τις λέξεις "Πηγή" και "νερό", το βλέμμα μου εστίαζε ασυναίσθητα στις σταγόνες που κυλούσαν στα μαλλιά του. Με έκανε να τρομάξω και να μαζευτώ στη θέση μου. «Η περιγραφή της Πηγής, ταίριαζε απόλυτα με τη βρύση που βρισκόταν στο δάσος, πάνω στον αρχαίο τύμβο.» συνέχισε.
Αυτή η αναφορά, μου φάνηκε οικεία και γνωστή. Σαν κάπου να το είχα δει, ή ακούσει. Έμεινα για λίγο σκεπτική.
«Τέλος πάντων...» μουρμούρισε, σηκώνοντας το χέρι του. Πήρε μια βαθιά ανάσα, ενώνοντας ξανά τις παλάμες του. «Πήγα στο στρατό και τέθηκα υπό τις υπηρεσίες του, αφιερώνοντας τον εαυτό μου ολοκληρωτικά στη πατρίδα. Τίποτα όμως δεν θύμιζε, με όλα όσα μου διηγούνταν ο πατέρας μου. Με τον ερχομό των εχθρών, ο στρατός είχε διαλυθεί και όλα ήταν κατεστραμμένα, χαώδη, έπρεπε όλα να ξανά γίνουν από την αρχή, γιατί η πατρίδα έπρεπε ξανά να αντικρούσει άλλες απειλές. Εκπαιδεύτηκα σκληρά, έχτισα μυαλό και σώμα. Δεν μας χαριζόταν τίποτα και κανείς από τους ανωτέρους μου δεν νοιάζονταν για τη θέση, που κατείχε παλιά ο πατέρας μου. Για την ακρίβεια, αν ζούσε τότε, ίσως όλοι να βαρούσαν προσοχή μπροστά του.» χαμογέλασε στραβά, καθώς ξέχασα το θέμα της Πηγής. «Δεν είχα πάει στο στρατό όμως για αυτό το λόγο. Η σκέψη του πατέρα, μόνο θάρρος και τόλμη χάριζε στη καρδιά μου και αλήθεια, δεν με ένοιαζε καθόλου που με κακομεταχειρίζονταν. Είχα σκοπό να μείνω. Να πολεμήσω.» συνέχισε, μιλώντας άνετα και υπερήφανα.
«Πολέμησες ενάντια στην Αντίσταση λοιπόν...» είπα.
«Ναι. Για δύο ολόκληρα χρόνια, πιστός, ασταμάτητος.» ανταποκρίθηκε σκεπτικός.
Ήξερα πως κάπου εκεί θα ερχόταν η μεγάλη αποκάλυψη. Κάτι, που ήμουν σίγουρη πως θα με σόκαρε. Το προαισθανόμουν, από το προειδοποιητικό ρίγος στο σβέρκο μου.
«Σε αυτά τα δύο χρόνια, μέσα στο στρατό, έκαναν την εμφάνισή τους κάποια παιδιά, που τύγχανε να έχω δει στη Ξενιτιά. Ήταν περίεργα παλικάρια. Και στην όψη εννοώ και στη συμπεριφορά. Έμοιαζαν...ακατανόητα ατρόμητοι, για απλοί στρατιώτες. Εμφανίζονταν κυρίως τις νύχτες. Έπαιρναν μέρος σε κυνηγητά, δίχως ενισχύσεις και γυρνούσαν με τα κεφάλια ανταρτών και τα καριοφίλια άθικτα. Κάποιοι ισχυρίζονταν πως είχαν πολεμήσει και ενάντια στους Γερμανούς και στις αναφορές ψιθύριζαν, πως είχαν ξεκληρίσει ολόκληρες ενέδρες ολομόναχοι, χωρίς να πάθουν γρατζουνιά. Ήταν οι αγαπημένοι στρατιώτες των ανωτέρων. Μα εμείς, τους κρατούσαμε σε απόσταση. Μας τρόμαζε η συμπεριφορά τους, το βλέμμα τους...είχαν κάτι, που μας απωθούσε.» αποκρίθηκε και για πρώτη φορά, τον είδα να μαζεύει τους ώμους φοβισμένα.
«Ίσως απλώς να ήταν...έμπειροι.» ψέλλισα, με μια ελπίδα.
Έγνεψε με άρνηση. «Κανείς τόσο τολμηρός δεν γλίτωσε απ' το πόλεμο, Μυρτώ.» απάντησε σκληρά. «Δεν καταλάβαιναν το κίνδυνο. Δεν υπολόγιζαν τίποτα. Και το χειρότερο για εμένα, ήταν πως τους είχα δει στη Ξενιτιά και τις νύχτες, κάπου - κάπου, τους έβλεπα να με παρατηρούν. Σαν να με πρόσμεναν στο σκοτάδι...και συχνά μου φώναζαν από μακριά "Ε, Ξενιτιά! Τι νέα φέρνεις απ' το άδυτο;".» είπε σιγανά και οι γροθιές του σφίχτηκαν.
«Τους μίλησες ποτέ;» απόρησα συνοφρυωμένη.
«Φυσικά τους αντιμετώπισα. Δεν ήμουν κανέναν δειλός.» γρύλισε, λες και τον είχα προσβάλλει. «Τους έπιασα ένα σούρουπο και τους ζήτησα εξηγήσεις. Μου φάνηκε πως...αντί να λογομαχήσουμε ή να τσακωθούμε, απλώς με ανέκριναν. Με ρωτούσαν πόσο καιρό έμενα στη Ξενιτιά, αν είχα πολεμήσει ξανά, πώς ένιωθα όταν σκότωνα.» η φωνή του λύγισε. Έκλεισε το πρόσωπο του μέσα στο μεγάλο χέρι του και πήρε από εκεί μια ανάσα.
«Και τι τους απάντησες;» ρώτησα σιγά.
Σήκωσε το κεφάλι του εξαγριωμένος, σαν βρεγμένο λιοντάρι και τα μάτια του γυάλιζαν, πάνω απ' τους αχνούς μαύρους κύκλους. «Τι τους απάντησα;» επανέλαβε με μια βραχνή φωνή και έσφιξε τα δόντια του μέσα από τα υγρά του χείλη. «Ότι...πέθαινα.» είπε έντονα, καθώς το βλέμμα του τότε έβγαζε φλόγες. «Μισούσα τον εαυτό μου που σκότωνα αδέρφια, απεχθανόμουν τον εαυτό μου που έβαφα τα χέρια μου με αυτό το αίμα. Με σκότωνε, μου ρουφούσε τη ψυχή, τα βράδια με ξυπνούσαν εφιάλτες.» φώναξε και οι φλέβες στο λαιμό του διογκώθηκαν.
Τρόμαξα τόσο από τη στάση του, που σύρθηκα πίσω στο καναπέ και μάζεψα πάνω τα πόδια μου, κοιτάζοντας τον από απόσταση. Ήταν αλήθεια. Είχε ζήσει στο πόλεμο. Εκείνο το υπέροχο πλάσμα, είχε σκοτώσει.
«Ποιος διάβολος, ένιωθε ικανοποίηση βλέποντας αίμα αδερφικό στο χώμα;» κραύγασε και τεντώθηκε το σώμα του. «Εκείνοι, μα το Θεό, παίρνανε κεφάλια και ρουθούνιζαν σαν κτήνη.» τα μάτια του βούρκωσαν, μα όχι από λύπη, αλλά από οργή και αδικία.
Καταλάβαινα πολύ καλά το κόστος, αυτού του πολέμου και το πόνο, που είχε ποτίσει τη καρδιά του. Οπότε συνειδητοποίησα πως η οργή του, γεννιόταν μέσα από την ανθρωπιά του. Και πια δεν φοβόμουν τον άνθρωπο, που φώναζε με τόσο θυμό απέναντί μου.
«Λέανδρε...έτσι ήταν τα πράγματα τότε.» ψέλλισα με κατανόηση.
Τα αντρικά του δάκρυα, άρχισαν να κυλούν στο υγρό του πρόσωπο και εξαφανίζονταν στις σταγόνες που κρατιόντουσαν, πάνω στα λιγοστά του γένια. Τα μάτια του ήταν κοκκινωπά, πληγωμένα μέχρι τη ψυχή.
«Εγώ...σκότωνα για να σώσω αθώες ζωές.» είπε ήρεμα, κοιτώντας το πάτωμα. «Εκείνοι σκότωναν από τη δίψα τους για αίμα.» αποκρίθηκε και σήκωσε τα μάτια. «Αυτό ξεπερνούσε τα ανθρώπινα ένστικτα, μπορώ να στο βεβαιώσω. Ήταν μια δύναμη σκοτεινή, σταλμένη από το Διάβολο.» η φωνή του έσβησε και τα δάκρυα πάγωσαν.
Κάτι προσπαθούσε να μου πει με τα μάτια και μες στη ψυχή μου ήξερα, πως κάποια σχέση είχαν εκείνοι οι άντρες με τις φήμες της Ξενιτιάς. Το αίμα μου σταμάτησε να κυλά, στη σκέψη πως εκείνη η ιστορία, είχε κάποιο ψήγμα αλήθειας.
«Αυτοί, Μυρτώ, δεν ήταν άνθρωποι πια. Είχαν μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο και γνώριζα πως αυτό που είχαν γίνει, είχε να κάνει με το νερό της Πηγής στη Ξενιτιά. Είναι η Αθάνατη Πηγή.» είπε ψυχρά και έγειρε σκεπτικός μπροστά μου.
Τότε ήταν, που στο μυαλό μου ήρθε η εικόνα της βρύσης, που είχα δει τη πρώτη μέρα, όταν είχα φτάσει στο χωριό. Το νερό έτρεχε μέσα από έναν αρχαίο τοίχο και...είχα πιει από εκεί. Είχα πιει μια φορά. Τον κοίταξα με μάτια ορθάνοιχτα, νιώθοντας μολυσμένη. Ένας πανικός με είχε κυριεύσει, καθώς πετάχτηκα επάνω. Ένιωσα την ανάγκη να ξεριζώσω το δέρμα μου.
«Ξέρω.» τον άκουσα να λέει.
Τον κοίταξα σοκαρισμένη.
«Σε είδα.» ψέλλισε ήρεμα. «Μη φοβάσαι.»
Μονάχα τα λόγια του, δεν θα σήμαιναν τίποτα, εάν εγώ δεν ένιωθα τον εαυτό μου όπως παλιά.
«Πώς ξέρεις ότι δεν μου συμβαίνει κάτι;» απόρησα λίγο πιο ψύχραιμη. «Έχω πιει από αυτή την Αθάνατη Πηγή, Λέανδρε.» του τόνισα.
Έγνεψε με άρνηση, κάνοντάς μου νόημα να καθίσω. «Δεν είσαι η μόνη. Όλοι στη Ξενιτιά έχουν πιει. Λίγοι κέρδισαν...το...σκοτεινό δώρο.» μου αποκρίθηκε με βεβαιότητα και κάθισα ξανά στη θέση μου.
Μα καθώς συλλογιζόμουν τη κατάσταση, μια ιδέα τριβέλιζε το μυαλό μου: αν εκείνοι οι τρομεροί άντρες, είχαν, με κάποιο τρόπο, μετατραπεί σε τέρατα εξαιτίας του νερού, τότε με το Λέανδρο τι συνέβαινε; Και τι σχέση είχε αυτός, με εκείνους;
«Ξέρω τι σε προβληματίζει...» τον άκουσα να ψελλίζει με χαμηλωμένο κεφάλι. Τα χέρια του κρύφτηκαν με ντροπή μες στα μαλλιά του. «Ήταν μια ήσυχη απριλιάτικη νύχτα του 1948...» ψέλλισε.
Κράτησα την ανάσα μου, μένοντας εντελώς ακίνητη. Θα ορκιζόμουν πως μέσα στο στήθος του, σιγόκαιγε μια μεγάλη φλόγα, που ήταν αδύνατη να τον σκοτώσει, ή να βλάψει το δυνατό κορμί του.
«Κάναμε περίπολο στα δύσβατα βουνά της Θεσσαλίας, εγώ και άλλοι δεκατέσσερις στρατιώτες. Όταν μες στη σιωπή, ακούσαμε...τέσσερις ή πέντε κρότους από μακριά, τον έναν μετά τον άλλον. Οι σύντροφοί μου πέσανε καταγής. Όσοι ζούσαν, τέντωσαν τα καριοφίλια μπροστά, με το σαγόνι στο έδαφος.» η φωνή του λιγόστεψε και με κοίταξε στα μάτια.
«Εσύ τι έκανες;» ρώτησα τρομοκρατημένη.
«Πρόλαβα και μπήκα πίσω από ένα βράχο. Σήκωσα το όπλο και περίμενα ακίνητος.» αποκρίθηκε, παριστάνοντας τη κίνηση και τη στάση του σώματος. «Σιωπή...» ψέλλισε και η καρδιά μου άρχισε να χτυπά ακόμη πιο δυνατά. «Οι φαντάροι αναθάρρεψαν και πήγαν να σηκωθούν, μα εγώ το έβρισκα πολύ ριψοκίνδυνο. Τους έκανα νόημα να σταματήσουν.» πήρε μια ανάσα βαθιά.
«Δεν έπρεπε να προχωρήσετε όμως;» ρώτησα.
«Αυτή ήταν η διαταγή μας. Όμως λόγο των πυρών, που δεν ξέραμε από ποια κατεύθυνση είχαν έρθει, η δική μου λογική, μου έλεγε να μείνουμε εκεί που ήμασταν.» απάντησε.
«Ναι, καταλαβαίνω.» αποκρίθηκα.
«Με υπάκουσαν όμως, παρόλα αυτά. Όλοι εκτός από έναν: ένα παιδί από εκείνα τα μέρη, Περικλή τον έλεγαν.» έκρυψε τα μάτια μου για λίγο και συνέχισε. «Άρχισα να τρέχω πίσω του, για να τον προλάβω. Δεν ήξερα που πήγαινε. Οι υπόλοιποι ψιθύριζαν πως είχε χάσει τα μυαλά του από τη κακουχία και το πόλεμο.» είπε κουνώντας το κεφάλι του.
«Τον έφτασες; Τι έγινε;» ρώτησα άπνοη.
«Ευτυχώς τα πόδια του δεν ήτανε γερά και τον πρόλαβα. Τον άρπαξα και τον έσπρωξα προς την αντίθετη κατεύθυνση.» είπε και χαμογέλασε. «Εκείνη όμως τη στιγμή, ήχησε ένας και μόνο πυροβολισμός.» πήρε μια βαθιά εισπνοή, μα η δική μου είχε κοπεί. «Ένιωσα...ένα κάψιμο...» ψέλλισε και πήρε μια έκφραση πόνου, καθώς κράτησε το στήθος του και το μαύρο του πουκάμισο, τσαλακώθηκε μέσα στα δάχτυλά του. «Κάτι σαν φωτιά...να μου ζεματάει τα σπλάχνα.» συνέχισε, χτυπώντας αυτή τη φορά το χέρι στα στήθη του, λες και κάτι προσπαθούσε να βγάλει, σαν κάτι να τον έπνιγε εκεί.
Βούρκωσα, καθώς παρακολουθούσα το μαρτύριο του...τα πονεμένα λόγια του, το βασανιστήριο της ανάμνησης που ξανά ζούσε, το παράπονο πάνω απ' τα μάτια του...μου έσκιζαν τη καρδιά.
«Έσκυψα το κεφάλι να δω. Το σακάκι μου είχε πνιγεί στο αίμα.» κατέληξε. «Είχα σκοτώσει; Είχα σκοτωθεί; Δεν καταλάβαινα...» είπε ξέπνοα. «Σιγά - σιγά όλα γύρω μου άρχισαν να σβήνουν και ένα σκοτάδι σκέπασε τα μάτια μου...πιο σκοτεινό και από τη νύχτα, που απλωνόταν πάνω απ' τη βουνοκορφή. Τα άστρα του ουρανού χάθηκαν και οι γρήγορες ανάσες των συντρόφων μου από μακριά, δεν ακουγόντουσαν πια. Το κάψιμο στο στήθος μου, έγινε πόνος. Έπεσα στο χώμα, έπεσα στην ανυπαρξία και σύντομα δεν ένιωθα ΤΙΠΟΤΑ. Σαν να είχα χάσει τον άνθρωπο, που είχα πλάι μου από τη στιγμή που είδα αυτό το κόσμο. Σαν να ήμουν πλέον μια σκιά, δίχως σώμα.» είπε.
Έσφιξα τα χέρια μου, γιατί άρχιζα να τρέμω και τα δάκρυα, θόλωσαν τη μορφή του μπροστά μου.
«Από εκεί και ύστερα δεν θυμάμαι τίποτα. Ούτε ήχους, ούτε μυρωδιές, ούτε παρουσίες. Απλώς...τίποτα.» η χροιά της φωνή του ήταν χαώδης, ριγμένη μέσα σε ένα αφόρητο κενό.
Σκούπισα τα μάτια μου, για να τον δω να με κοιτά περίλυπος.
«Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι, ήταν μια αίσθηση δροσιάς στα χείλη μου, να φτάνει μέχρι το λαιμό και να κυλά σε όλο μου το σώμα, σαν μια υγρή ρίζα, που απλωνόταν σε κάθε σπιθαμή του κορμιού μου, ξυπνώντας με από το θανατερό μου ύπνο.» είπε περνώντας τα δάχτυλά του, πάνω από τις φλέβες του χεριού του. «Το πρώτο πράγμα που είδα, ύστερα από τη θέα του σκοτεινού βουνού, ήταν αυτό εδώ το σπίτι και τη μορφή της αδερφής μου, μαυροντυμένη, γεμάτη αγωνία, να στέκεται πλάι στη Καπετάνισσα.» έκανε μια κίνηση με το σαγόνι του προς το πιάνο.
Το αίμα μου πάγωσε και ανατρίχιασα.
«Νόμιζα πως είχα λιποθυμήσει από το χτύπημα της σφαίρας και πως με πρόλαβαν με κάποιο τρόπο, και ήμουν ζωντανός.» εξήγησε με απλότητα.
Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά.
«Όμως δεν ένιωθα όπως πριν. Δεν ένιωθα την υπόσταση και το βάρος μου. Ήμουν κάτι άλλο...» τα ασημογάλανα μάτια του, άνοιξαν βουρκωμένα με τρόμο. «Δεν ήμουν άνθρωπος πια. Δεν ξανά έγινα άνθρωπος, από τη στιγμή που έπεσα στο χώμα εκείνου του βουνού.» κατέληξε. «Είχα πέσει στο κενό, στο χάος. Δεν μπορούσα καν να μιλήσω στην αδερφή μου. Την άκουγα μονάχα να συζητά με τη Καπετάνισσα και να απορεί: πότε είναι η ώρα; Πότε θα πρέπει να γίνει; Δεν είχα ιδέα για τι πράγμα μιλούσαν. Η φωνή της έτρεμε, τα κόκκινα μάτια της με ψάχνανε παντού. Ποιον αδερφό να γύρευε να δει; Ποιο σώμα για να θάψει ή να κλείσει στην αγκαλιά της; Ήμουν μια τρομοκρατημένη ψυχή, που το μόνο που μπορούσε να κάνει, ήταν να κλαίει σαν δειλή. Εγώ...εγώ που έζησα τόσα...φοβόμουν αυτό το παράξενο πλάσμα: τη σκιά που είχα γίνει.» αποκρίθηκε με ένα φοβερό ύφος, που δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Ήμουν αρκετά συγκλονισμένη για να αντιδράσω. Μόνο τα δάκρυα που έτρεχαν στα μάγουλά μου, έδιναν μια θλιβερή ζωντάνια στο παγωμένο μου κορμί. Ήθελα τόσο πολύ να τον αγγίξω, να τον παρηγορήσω. Μα τι θα μπορούσα να κάνω εγώ; Πώς θα μπορούσα να απαλύνω τη λυπημένη του καρδιά;
«Σε ικετεύω, μη λυπάσαι για εμένα.» είπε αμέσως μετά, με μια ντροπή στα μάτια.
Μάζεψα τα δάκρυα μου και τον κοίταξα προσεκτικά.
«Και αν λυπάμαι...λυπάμαι...» ψέλλισα, μα δεν τόλμησα να μιλήσω περισσότερο. Ένας κόμπος στο λαιμό με έπνιγε και η παρουσία του, ήταν και αυτή αρκετή για να σωπάσω.
«Είσαι...» ψέλλισα.
«Όχι.» με διέκοψε σκληρά. Ούτε νεκρός. Ούτε ζωντανός είμαι, Μυρτώ. Στη γκρίζα γραμμή στέκω.» απάντησε κοφτά, καθώς πήρε μια ανάσα.
Ήταν δύσκολο το να κατανοήσω. Μα εκείνος ήταν εκεί, απέναντί μου και τίποτα δεν το άλλαζε αυτό.
«Τι έγινε...αργότερα;» απόρησα.
Δάγκωσε τα χείλη του μένοντας για λίγο σκεπτικός. «Σαράντα μέρες αργότερα, η Καπετάνισσα ήρθε στο σπίτι με λίγο νερό απ' την Αθάνατη Πηγή. Το έδωσε στην αδερφή μου προσεκτικά και εκείνη, έβγαλε μια καρφίτσα απ' τη μαύρη ποδιά της και κάρφωσε το μικρό της δάχτυλο. Άφησε μερικές σταγόνες να πέσουν μέσα στο νερό και ύστερα το έχυσε στο πάτωμα. Με λίγα λόγια, αυτή ήταν η ιεροτελεστία, για να μπορέσω να επικοινωνήσω μαζί της.» ανασήκωσε τους ώμους του απογοητευμένα.
«Αυτό...συνέβη και σε εμένα.» είπα αμέσως, καθώς θυμήθηκα το σκίσιμο στα χείλη μου, που είχε βάψει το νερό. Θυμόμουν επίσης πως το είχα χύσει μέσα στο σπίτι, στο νιπτήρα και όχι έξω.
«Η μοίρα το θέλησε να γίνει. Δεν φταις εσύ.» μου είπε λυπημένος και έγειρε προς το μέρος μου.
Πήρα μια ανάσα, σκουπίζοντας ξανά τα μάτια μου, όταν ένιωσα κάτι στο χέρι μου, που δεν κατάλαβα τι ακριβώς ήταν. Έμοιαζε σαν να με γαργάλισε ένα ελαφρύ αεράκι. Άνοιξα τα βλέφαρά μου και είδα το χέρι του πάνω στα δάχτυλά μου. Φαινόταν να με σφίγγει, μα εγώ δεν ένιωθε τίποτα.
«Συγχώρα με, κυρά μου.» ψέλλισε μετανιωμένος και το πρόσωπο του, με κοίταξε με την πιο όμορφη θλίψη, που είχα δει ποτέ μου.
«Δεν ευθύνεσαι εσύ, για ό,τι σου συνέβη.» αποκρίθηκα, αυτή τη φορά, όχι για να παρηγορήσω εκείνον, αλλά εμένα, που τα είχα χαμένα. «Είναι...σαν κάποιος άλλος να ορίζει τις ζωές μας, δίχως να μας ρωτά.» κατέληξα και είδα το χέρι του να απομακρύνεται γρήγορα.
«Ναι. Το σκέφτομαι και εγώ ορισμένες φορές.» είπε αμήχανα.
Φαντάστηκα πως δεν ένιωθε άνετα να με αγγίζει. Ίσως επειδή το άγγιγμα του, δεν ήταν όπως θα έπρεπε να είναι.
«Να σε ρωτήσω κάτι;» απόρησα, γέρνοντας το κεφάλι μου με περιέργεια.
Έγνεψε καταφατικά, με συστολή.
«Γιατί εκείνοι οι στρατιώτες, ζούσαν διαφορετικά απ' όσο ζεις εσύ τώρα; Θέλω να πω...και εκείνοι ήπιαν το νερό, όπως εσύ. Κι όμως μοιάζεις διαφορετικός από εκείνους.» τον ρώτησα. Αυτή την απορία, την κρατούσα για αρκετή ώρα.
«Υπάρχουν...διάφορα στάδια αυτής της...» κόμπιασε κοιτάζοντας το χέρι του. «Κατάστασης που βρίσκομαι.» είπε.
«Δηλαδή;» απόρησα.
«Αυτή είναι μια άλλη ιστορία...» ανασήκωσε τα φρύδια του. «Περίπλοκη.» είπε. «Αν ζούσε η Καπετάνισσα...σίγουρα θα στο εξηγούσε...όπως το εξήγησε και στην Αοιδή.» το βλέμμα του σκοτείνιασε ξανά, αλλά διέκρινα ίχνη ειρωνείας το τόνο της φωνής του.
«Θέλω να μάθω. Θέλω να το ακούσω από εσένα.» παρακάλεσα.
Σήκωσε το κεφάλι του, αναστενάζοντας. «Ξέρεις ήδη πολλά...γυναίκα.» αποκρίθηκε. Το βλέμμα του βαθύ, με κοίταξε κάπως ενοχλημένα.
Έμεινα αποσβολωμένη, δίχως να ξέρω αν πρέπει να νιώσω προσβολή ή ενοχή. "Γυναίκα" σκέφτηκα... Ίσως να μη με είχε αποκαλέσει ποτέ κανείς έτσι.
«Πρέπει να φύγω.» σηκώθηκε επάνω, σε μια ανύποπτη στιγμή.
«Να πας που; Αφού εδώ μένεις.» ανταποκρίθηκα, καθώς πετάχτηκα απ' το καναπέ.
«Να φύγω, εννοώ...να μην με βλέπεις πια.» απάντησε ψυχρά.
«Γιατί να μην σε βλέπω πια;»
Γύρισε το κεφάλι του απότομα, κοιτάζοντας με, με μια παραξενεμένη έκφραση. Μάλλον απορούσε για τις ερωτήσεις μου, για την επιμονή μου.
«Μυρτώ...» ψέλλισε και το ύφος του μαλάκωσε.
Πρόφερε τόσο ωραία το όνομά μου, που μπορούσε με αυτό, να μου αποσπάσει τη προσοχή, ακόμη και όταν βρισκόμουν μέσα στις πιο βαθιές μου σκέψεις.
«Έχω να μιλήσω σε άνθρωπο, από τότε που πέθανε η αδερφή μου.» μου εξήγησε ήρεμα.
Χαμήλωσα το κεφάλι μου για να κρύψω τη ξαφνιασμένη μου έκφραση. Ήταν υπέρβαση για εκείνον, που τόση ώρα είχε καθίσει κοντά μου και μου μιλούσε. Δεν είχε έρθει σε επαφή με κανέναν άλλο ένοικο; Ξαφνικά, οι συναντήσεις μαζί του, έγιναν...πιο προσωπική υπόθεση. Σαν να είχα το χρίσμα, τη μοναδικότητα, το πλεονέκτημα.
«Συγνώμη, μα...» ψέλλισα και σήκωσα τα ντροπιασμένα μάτια μου. «Είναι όλα τόσο καινούρια για εμένα. Νομίζω πως θα χάσω το μυαλό μου.» αυτό το είπα δυνατά, δίχως να το σκεφτώ, κοιτώντας τα μαζεμένα πόδια μου.
Δαγκώθηκα, μουρμουρίζοντας κάτι και έτριψα το μπράτσο μου. Τα δάχτυλά μου ήταν παγωμένα, μα το υπόλοιπο δέρμα μου έκαιγε. Με την άκρη του ματιού μου, τον είδα να μου χαμογελά ελαφρώς, με εκείνες οι μικρές γραμμές στις άκρες των χειλιών του.
«Είσαι πολύ διαφορετική, απ΄ όλους όσους έμειναν σε αυτό το σπίτι.» είπε μελαγχολικά.
Τον κοίταξα. Τα βλέφαρά του ανοιγόκλεισαν αργά, στερώντας μου για λίγο εκείνο το υπέροχο χρώμα των ματιών του.
Δεν ήξερα τι ακριβώς εννοούσε. Εγώ με θεωρούσα πολύ συνηθισμένη, στα όρια της πλήξης.
«Καληνύχτα.» είπε σιγανά και πριν προλάβω να αντιδράσω ή να πω το οτιδήποτε, εξαφανίστηκε.
«Λέανδρε;» ψέλλισα, κοιτώντας γύρω μου, καθώς έψαχνα να τον βρω.
Το δωμάτιο όμως ήταν άδειο και εκείνος δεν υπήρχε πουθενά. Ήταν σαν όλα να είχαν επανέλθει στην αδιάφορη, φυσιολογική πραγματικότητα. Αναστέναξα βαθιά και έπεσα στο καναπέ, γραπώνοντας το ζεστό μου μέτωπο. Είχα πυρετό, νόμιζα. Μα ένιωθα πολύ ζωντανή και αφυπνισμένη, για άρρωστη. Φαινόταν πως, όλη η συζήτηση μαζί του, είχε ανεβάσει τη θερμοκρασία μου.📌 Γειααα σααας!! 🥰
Πολύ μεγάλο κεφάλαιο.... Το ξέρω.😪 Μα έπρεπε να γραφτεί. Ελπίζω όμως να μην σε κούρασε και να το βρήκες ενδιαφέρον!☺️
Ο Λέανδρος αποκαλύφθηκε στη Μυρτώ (επιτέλους). Το χρονικό της Αθάνατης Πηγής, βγήκε στην επιφάνεια και η ιστορία ΜΟΟΟΛΙΣ ξεκίνησε!!
Τι λες... πώς θα ένιωθες αν ήσουν στη θέση της? Θα το αντεχες? Εγώ μπορεί και όχι. 😂
P.s: Ο τύπος στη φωτογραφία πάνω είναι ο Λέανδρος! ⬆️❤️
P.s2: Μην ξεχάσεις να πατήσεις το αστεράκι⭐ και να μην ντραπείς να μου σχολιάσεις αν σου άρεσε.❤️☺️Ρία 🖤
ČTEŠ
Αίμα και Νερό - Ria Jarouxi (Ολοκληρωμένη)
ParanormálníΚαθώς προσπαθεί να ενώσει ξανά τα σπασμένα της κομμάτια, η νεαρή Μυρτώ ξεκινά ένα ταξίδι δίχως προορισμό. Ώσπου η μοίρα, αποφασίζει να την οδηγήσει σε ένα πανέμορφο και παράξενο τόπο: την απομακρυσμένη Ξενιτιά. Καθώς ελκύεται και μαγεύεται από αυτή...