19.ΑΚΟΙΜΗΤΟΣ ΦΡΟΥΡΟΣ

92 15 0
                                    

19.ΑΚΟΙΜΗΤΟΣ ΦΡΟΥΡΟΣ

Πήγε δώδεκα τα μεσάνυχτα, όταν καταφέραμε να τελειώσουμε.
Έπεσα στο καναπέ σαν πέτρα, πονεμένη και κουρασμένη από ώρες. Το κεφάλι μου πονούσε, όπως και τα χείλη μου, που σφυροκοπούσαν αδιάκοπα. Ήθελα να κοιμηθώ και να ξυπνήσω μετά από μέρες και όλα τα άσχημα, να έχουν αλλάξει.
«Τι λες να έγινε με την Κίνυρα;» τον ρώτησα, σέρνοντας τις λέξεις πάνω στη γλώσσα μου.
«Αν είχε συμβεί κάτι, δεν θα ακούγαμε φασαρία;» τον άκουσα να λέει από το βάθος του δωματίου.
Εγώ σίγουρα δεν θα άκουγα. Τα αυτιά μου βούιζαν από τη κούραση και το πονοκέφαλο. Έχωσα το κεφάλι μου μέσα στα μαξιλάρια του καναπέ.
«Δεν θέλω να πάθει κάτι.» μουρμούρισα σε εκείνο το στενό χώρο, που όμως με έκανε να νιώθω καλύτερα.
«Πρόλαβες, Μυρτώ.» μου είπε για να με καθησυχάσει.
Ήλπιζα να είχε δίκιο και να είχα εμποδίσει το κακό. Ήλπιζα ακόμη να έχουν πιάσει εκείνο τον άντρα. Μα με μια δεύτερη σκέψη, αυτό ήταν τραγικά αστείο. Είχα δει τους αστυνομικούς. Είχα δει και εκείνον. Αυτά τα πλάσματα, είχαν δυνάμεις, που ένας κοινός θνητός, μόνο σε ταινίες έβλεπε.
Έβγαλα το κεφάλι μου έξω, για να τον δω να στέκεται από πάνω μου, ακούραστος, με βλέμμα ζωηρό. Έτοιμος να τρέξει σε μαραθώνιο. Η σκέψη μου, επιβεβαιώθηκε θριαμβευτικά.
«Τι θα κάνουμε με τη πόρτα;» τον ρώτησα.
Το βλέμμα του με σκέπασε, δίχως να μου δίνει ούτε ένα ίχνος ανησυχίας. Ένιωθα ασφαλής και μόνο που βρισκόταν εκεί. Δίχως να κάνει τίποτα.
«Κοιμήσου.» με παρότρυνε, με μια ψιθυριστή φωνή.
Είδα με την άκρη του ματιού μου τη σπασμένη πόρτα, που δεν έκλεινε καν πια. Δεν ήξερα όμως τι είχε στο μυαλό του.
«Τι...θα...κάνεις;» τον ρώτησα αργά, νυσταγμένα.
«Θα μείνω εδώ. Εσύ πήγαινε στο κρεβάτι σου.» μου αποκρίθηκε με απλότητα και τον υπάκουσα.
Ότι και αν εννοούσε, τον εμπιστευόμουν.
Σηκώθηκα από το καναπέ και σέρνοντας τα πόδια μου, έφτασα ως το κρεβάτι. Τρύπωσα ανάμεσα στα κρύα σκεπάσματα, έχοντας το μυαλό μου σε εκείνον. Άνοιξα τα μάτια μου, κοιτώντας από την ορθάνοιχτη πόρτα του υπνοδωματίου, μα δεν τον έβλεπα. Το αχνό κιτρινωπό φως, γυάλιζε μονάχα το υγρό πάτωμα, που είχαμε καθαρίσει νωρίτερα. Τι έκανε; Αναρωτήθηκα.
Γύρισα από την ανάποδη, σφίγγοντας το μαξιλάρι στα χέρια μου. Μετακινήθηκα εκεί, που θα έπρεπε να βρίσκονται τα πόδια μου και τότε τον είδα.
Η μορφή του ήταν όρθια και ακίνητη, γυρισμένη πλάτη, έτσι ώστε να κοιτάζει τη νύχτα, έξω από τη πόρτα. Σαν φρουρός, που εκτελούσε τη βάρδια του. Χαμογέλασα αδύναμα. Θα έμενε εκεί όλη νύχτα για να με προσέχει. Δεν είχα τίποτα να φοβάμαι πια. Ήταν σαν να υπήρχε ένα τοίχος ασφαλείας, μπροστά στη παραβιασμένη μου είσοδο. Έκλεισα τα βλέφαρά μου και αποκοιμήθηκα, μέσα στη πλέον, ζεστή μου κουβέρτα.
Κάπου – κάπου όμως μέσα στη νύχτα, το μυαλό μου θυμόταν πως βρίσκεται εκεί και άνοιγα λίγο τα μάτια, κοιτάζοντας τον. Όσες φορές και αν το έκανα αυτό, ο Λέανδρος δεν είχε μετακινηθεί. Δεν είχε αλλάξει στάση. Στεκόταν στη πόρτα, με μισάνοιχτα πόδια και σφιγμένες γροθιές. Το βλέμμα του ευθεία μπροστά, δεν γύρισε ούτε για λίγο. Βρισκόταν σε ετοιμότητα και η καρδιά μου, ήταν πλέον καθησυχασμένη. Αν δεν υπήρχε εκείνος...και μόνο οι εφιάλτες των πορτοκαλί οργισμένων ματιών του άγνωστου άντρα, δεν θα με άφηναν να ησυχάσω εκείνο το βράδυ.

Όταν ξημέρωσε, ξύπνησα υπό το φως του ήλιου, που τρεμόπαιζε στο παράθυρο από τις σκιές των φύλλων. Τεντώθηκα, γέρνοντας τα χέρια μου προς το κενό. Το δωμάτιο ήταν ζεστό και μια φρέσκια μυρωδιά υπήρχε στην ατμόσφαιρα. Έκανα να γλείψω τα χείλη μου, καθώς ανασηκώθηκα. Με έτσουξαν πολύ και στο νου μου, ήρθαν όλα όσα είχαν συμβεί τη προηγούμενη νύχτα. Ίσως και να ήταν ένα θαύμα, που ήμουν ακόμη ζωντανή. Η εφιαλτική μορφή του άγνωστου, που ήρθε από το πουθενά, με έκανε να ξανά θυμηθώ το τρόμο, που ένιωσα χθες το βράδυ. Έπιασα τη ξεραμένη πληγή στα χείλη μου και ο πόνος έφτασε ως το στομάχι μου. Αυτό που είχα ζήσει, θα μπορούσε να μου κοστίσει τη ζωή, αν δεν βρισκόταν στο σπίτι ο Λέανδρος.
Γύρισα απότομα το βλέμμα μου προς το καθιστικό. Δεν τον είδα στην εξώπορτα. Ήταν κλειστή και από τη σχισμή της έμπαινε ένα δροσερό αεράκι, που έφτανε ως το κρεβάτι. Πετάχτηκα επάνω, σαν ελατήριο και ξυπόλητη, βγήκα έξω. Το αέρας του σπιτιού, ήταν ανανεωμένος, σαν να βρισκόμουν ήδη έξω στο μπαλκόνι. Όλο το βράδυ με ανοιχτή τη πόρτα, όλο το σπίτι είχε αεριστεί. Το βλέμμα μου περιπλανήθηκε από τη κουζίνα στο σαλόνι και τελικά τον είδα να στέκεται στο παράθυρο, που βρισκόταν πίσω από τη τηλεόραση.
«Καλημέρα.» μου είπε πρώτος, δίχως να γυρίσει το βλέμμα του.
«Έμεινες εδώ όλη νύχτα;» ρώτησα, κοιτώντας το ρολόι στο χέρι μου.
Η ώρα ήταν οκτώ το πρωί.
Γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος μου. Το πρόσωπό του ήταν όμορφο, φρέσκο, τέλειο. Τα μαλλιά του, σαν μαύροι καταρράκτες, έλουζαν τους ώμους του. Και τα μάτια του έλαμπαν στο φως της μέρας, με εκείνο το μαγευτικό ασημογάλανο χρώμα.
«Ναι.» απάντησε.
Στάθηκα για λίγο μετέωρη, παραδομένη στο συναίσθημα που άνθιζε στη καρδιά μου σαν ρόδο.
Ύστερα κούνησα το κεφάλι μου και χαμογέλασα.
«Θα φτιάξω καφέ.» μουρμούρισα, σαν κοινή θνητή την ώρα που ανοίγει τα μάτια της. «Δεν παρατήρησες κάτι περίεργο εχθές, έτσι;» του φώναξα.
Άκουσα τα βήματά του στο σανίδι, καθώς άνοιγα το ψυγείο.
«Καμία ασυνήθιστη κίνηση, κυρά μου.» απάντησε και η φωνή του ακούστηκε δίπλα μου.
Έτσι όπως ήμουν σκυμένη, με το στόμα μου γεμάτο από μια μπουκιά κρουασάν, είδα τα πόδια του πίσω από τη πόρτα του ψυγείου. Σήκωσα αργά το βλέμμα μου. Θεέ μου, έμοιαζε τόσο ψηλός.
Σηκώθηκα αμέσως, μασώντας αμήχανα.
«Δεν νιώθεις κούραση;» τον ρώτησα.
Μου έγνεψε με άρνηση. Το πρόσωπό του σοβαρό, ίσως και αυστηρό.
«Ούτε λίγο;» είπα και κατάπια.
«Ούτε λίγο.» επανέλαβε αμέσως.
Φυσικά δεν νιώθεις. Φυσικά, είσαι τέλειος.” μουρμούρισα από μέσα μου και πήγα να κάνω το καφέ.
«Σκεφτόμουν...» είπε από πίσω μου. «Ότι μπορώ να φτιάξω αυτή τη πόρτα, αν δεν έχεις χρήματα για να φωνάξεις κάποιος να την επισκευάσει.» συνέχισε.
Τα μάτια μου, γύρισαν και τον κοίταξαν ορθάνοιχτα. «Μαζεύω χρήματα από δεκαοκτώ χρονών. Δεν χρειάζεται να σε βάλω σε αυτή τη διαδικασία. Θα φωνάξω κάποιον να την φτιάξει.» του αποκρίθηκα, καθώς έβαζα στο νερό τη ζάχαρη.
«Όπως θέλεις.» είπε και τον άκουσα να παίρνει κάτι από το τη σακούλα σκουπιδιών, που είχαμε μαζέψει τη προηγούμενη νύχτα τα συντρίμμια της...μάχης.
Γύρισα και τον είδα να παίζει με το μεγάλο σπασμένο ξύλο της καρέκλας. Το κρατούσε στο χέρι σαν ρόπαλο, το στριφογύριζε στον αέρα για λίγο και ύστερα το ξανά έπιανε με μεγάλη επιδεξιότητα. Το πρόσωπο του όμως ήταν σοβαρό.
«Στο στρατό σας τα μάθαιναν αυτά;» τον ρώτησα, ψάχνοντας τα σπίρτα.
«Όχι, κυρά μου. Αυτά τα έμαθα μόνος, χάρης την τέχνη της ξυλογλυπτικής, που διδάχτηκα ως παιδί.» απάντησε με μια βαθιά φωνή.
Πήρα στα χέρια μου τα σπίρτα, χαμογελώντας. «Ώστε έτσι.» ψέλλισα και τον άκουσα να γελάει σιγανά.
Η ατμόσφαιρα ήταν ήρεμη. Και θυμήθηκα το ρητό: “ύστερα από κάθε καταιγίδα, βγαίνει πάντα ο ήλιος”. Ήλπιζα μόνο και η Κίνυρα, να ήταν επίσης καλά. Και το πιο πιθανό, ήταν αυτό. Αν είχε συμβεί αυτό που φοβόμουν, θα είχε βουίζει ο τόπος. Και τότε ήταν ένα ήσυχο πρωινό, που ξημέρωσε από ένα σιωπηλό βράδυ.
Αναστέναξα ανακουφισμένη, καθώς έξυσα το σπίρτο στην ανάγλυφη επιφάνεια του κουτιού. Μια μικρή φλόγα ξεπετάχτηκε και άναψα το μάτι.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, άκουσα έναν ξαφνικό χτύπο να μου κόβει τα πόδια. Και τρομαγμένη, γύρισα προς το μέρος του.

Αίμα και Νερό - Ria Jarouxi (Ολοκληρωμένη)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora