18.Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ

96 15 0
                                    

18.Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ

Δεν πέρασαν πέντε λεπτά, ώσπου ο θόρυβος και οι ψίθυροι σιώπησαν.
Επικράτησε ηρεμία. Σιγή και ακινησία.
Για ένα δευτερόλεπτο, σήκωσα το κεφάλι μου φοβούμενη μην συνέβαινε κάτι χειρότερο. Μα το μόνο που αντίκρισα, ήταν η σκυφτή μορφή του Λέανδρου, ακουμπισμένη στο τοίχο. Το βλέμμα μου περιπλανήθηκε με τρόμο τριγύρω, όμως ο δολοφόνος επισκέπτης δεν βρισκόταν πουθενά. Είχε φύγει!
Σηκώθηκα επάνω, σαν ελατήριο και έτρεξα κοντά του, αποφεύγοντας τα εμπόδια. Τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα και έκρυβαν το πρόσωπό του. Δεν με κοιτούσε.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησα άπνοη.
Δεν μίλησε. Μονάχα έβαλε το χέρι του μέσα στα μαλλιά του και τα σήκωσε προς τα πίσω, με μια βαθιά ανάσα, που με ζέστανε.
«Λέανδρε.» χαμήλωσα για να δω τα μάτια του.
«Καλά είμαι.» μουρμούρισε, μα η φωνή του ήταν σπασμένη.
«Ποιος ήταν;» απόρησα, κοιτώντας προς τη μισάνοιχτη πόρτα.
Έσπευσα για να την κλείσω, μα το χέρι του με εμπόδισε. «Δεν θα ξανά γυρίσει.» μου είπε βαρετά.
Σήκωσε το πρόσωπό του για να με κοιτάξει και τα μάτια του σκοτείνιασαν. Τα χείλη του σφίχτηκαν με οργή.
«Κάθαρμα.» γρύλισε μέσα από το λαιμό του, κοιτάζοντας τα χείλη μου.
Κατάλαβα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Το ένιωθα κιόλας. Ακούμπησα τα δάχτυλά μου στο στόμα μου και είδα το αίμα.
«Δεν είναι τίποτα.» βιάστηκα να πω και έγλυψα τα χείλη μου.
Τα ένιωσε πρησμένα, μα δεν με πονούσαν. Η γεύση του αίματος με έκανε να ανακατευτώ.
Ο Λέανδρος άρχισε να με κοιτά και να με ψηλαφίζει με προσοχή, στο κεφάλι, στα χέρια, στη πλάτη, στα πόδια. Ένιωσα περίεργα. Το έκανε από ενδιαφέρον.
«Ευτυχώς είσαι καλά.» είπε και ακούμπησε πάλι στο τοίχο.
«Ποιος ήταν αυτός;» τον ξανά ρώτησα.
Τα μάτια του με κοίταξαν παγωμένα. «Σκούπισε τα χείλη σου, Μυρτώ.» με διέταξε.
«Δεν έχω κάτι τώρα...» έψαξα με το βλέμμα μου μέσα στο δωμάτιο.
Δεν είχα χαρτί, απ’ όσο θυμόμουν και δεν είχα καμία διάθεση να ψάξω στο μπάνιο.
«Πες μου, ποιος ήταν!» επανέλαβα με δυνατότερη φωνή.
Σιωπηλός, ξεκούμπωσε το πουκάμισό του και το έβγαλε γρήγορα με μερικές κινήσεις. Ένα τέλειο σώμα φανερώθηκε, με υπέροχους στρογγυλούς ώμους και διάσπαρτους μυς σε κάθε εκατοστό του δέρματος του.
Άρχισε να με σκουπίζει στα χείλη με προσοχή. Το ύφασμα ήταν απαλό, νωπό, μύριζε το άρωμά του. Με ανακούφιζε.
«Είναι καθαρό.» με ενημέρωσε, μα πραγματικά, η καθαριότητα εκείνου του υφάσματος, ήταν το τελευταίο που με ενδιέφερε.
«Άστο!» είπα. «Είμαι εντάξει.» έκανα μια κίνηση με το χέρι μου, για να τον απομακρύνω.
Φυσικά δεν τα κατάφερα. Ήταν σαν να μην τον ακούμπησα καν.
Μαζεύτηκε πίσω και τα χείλη του έγιναν μια ίσια σκληρή γραμμή.
«Είναι πιθανό, να ήταν αυτός που σκότωσε τον Πέτρο.» είπε.
«Και από εμένα, τι στην ευχή ήθελε;» απόρησα σαστισμένη.
Έσκυψε το κεφάλι με ενοχή και τα φρύδια του σφίχτηκαν με δύναμη.
«Εμένα ήθελε, Μυρτώ.» ψέλλισε, ψηλαφίζοντας τη σκούρα κηλίδα από το αίμα μου, πάνω στο πουκάμισό του. «Για εμένα ήρθε.» συνέχισε λυπημένος.
«Μα πώς ήξερε για εσένα;» αναφώνησα.
Ανασήκωσε τους ώμους του, καθώς έσπευσε να ντυθεί.
Πήγα και έκλεισα γρήγορα τη πόρτα, δίχως κανένα αποτέλεσμα όμως, διότι είχε σπάσει. «Αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα.» μουρμούρισα πανικόβλητη.
Αν είχε μαθευτεί στο κόσμο τους, ότι το σπίτι μου ήταν Φυλακή, τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα.
«Δεν θα ξανά έρθει.» φώναξε με βεβαιότητα. 
Τον κοίταξα απορημένη, καθώς τον πλησίασα.
«Δεν τον συμφέρει. Η πάλη μας ήταν άνιση.» κούμπωσε τα κουμπιά του ένα - ένα.
Αναφερόταν στο ότι εκείνος, δεν ήταν ικανός να τον χτυπήσει, όπως και εγώ, δεν ήμουν ικανή να τον αγγίξω.
«Σίγουρα το ήξερε αυτό, πριν μου σπάσει τη πόρτα.» κλότσησα τη ξύλο της σπασμένης καρέκλας, που κείτονταν στο πάτωμα.
«Πίστευε πως θα ήθελα να τον ακολουθήσω, για αυτό ήρθε. Πόνταρε στην ανάγκη μου για ελευθερία.» απάντησε συλλογισμένος, με ένα άγριο βλέμμα. «Ήταν πρόθυμος να με επαναφέρει, όταν όλα θα ήταν ευνοϊκά.» γέλασε ειρωνικά.
Είχε αρνηθεί την ελευθερία του, για άλλη μια φορά! Ο Λέανδρος θα προτιμούσε να πεθάνει αύριο, παρά να γίνει σαν εκείνον. Αυτό πλέον, το είχα καταλάβει καλά.
«Πώς το έμαθε, δεν μπορώ να καταλάβω...» μουρμούρισα, πιάνοντας το κεφάλι μου.
«Το πιο πιθανό, είναι να σε ακολούθησε, αλλά δεν βγάζει νόημα...» είπε και σταύρωσε τα χέρια του.
Στο νου μου ήρθε η επίσκεψη στο σπίτι της Κίνυρας. Γούρλωσα τα μάτια μου, νιώθοντας το τραύμα στα χείλη μου να κρυώνει και να με πονά. Αν με είχε δει να πηγαίνω εκεί; Και αν με ακολουθούσε από πριν και άκουσε τι συζητήσαμε; Εκείνη κινδύνευε! Ο στόχος πλέον, δεν ήμουν εγώ, αλλά εκείνη. Σίγουρα όμως θα ήξερε να προφυλαχτεί, τόσα και τόσα χρόνια μελέτης πάνω στο...αντικείμενο. Έπρεπε όμως να κάνω κάτι, ώστε να βεβαιωθώ πως ήταν εντάξει. Όπως και να είχε, ήταν μια μεγάλη γυναίκα, δίχως ανθρώπους να τη προστατεύουν. Και εκείνος ήταν εξοργισμένος από την τροπή, που πήραν τα πράγματα με τον Λέανδρο. Τα σχέδια του, δεν πήγαν όπως τα είχε σκεφτεί και επιπλέον, εκείνα τα πλάσματα, είχαν ΑΝΑΓΚΗ να σκοτώσουν.
Κοίταξα τον Λέανδρο κατάματα, καθώς μέσα στο μυαλό μου, αναζητούσα μια σωτηρία. Δεν είχα πολλές δυνατότητες και μέσα, αλλά δεν θα το άφηνα έτσι.
«Πρέπει να φύγω.» είπα βιαστικά και έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα προς τη σπασμένη πόρτα.
Κάτι μου φώναξε από πίσω, μα δεν κατάφερα να τον ακούσω. Διέσχιζα ήδη τη πράσινη πεδιάδα, που πλαισίωνε το σπίτι μου. Άλλωστε δεν μπορούσε να με ακολουθήσει. Δεν μπορούσε να με εμποδίσει.
Φτάνοντας στην άσφαλτο, πήρα το μικρό δρομάκι, που οδηγούσε στο σπίτι της Τερέζας. Αν ακόμη κυκλοφορούσε εκεί έξω εκείνος, θα την είχα πολύ άσχημα. Μα φαινόταν πως βρισκόταν ήδη πολύ μακριά. Και αυτό δεν ήξερα αν έπρεπε να με καθησυχάσει ή να με τρομάξει.
Ευτυχώς η Τερέζα, μου άνοιξε αμέσως και βλέποντας με μες στη νύχτα, με τις πιτζάμες, ματωμένη και με βλέμμα τρελής, άρχισε να ουρλιάζει τρομαγμένη.
«Όλα καλά, Τερέζα. Θέλω μόνο να χρησιμοποιήσω το τηλέφωνό σου, σε παρακαλώ.» την ικέτευσα, με γρήγορα λόγια.
Για καλή μου τύχη, είχε το κινητό της πάνω στο ντουλαπάκι του διαδρόμου και έτσι δεν χρειάστηκε να ψάξει, ούτε να χάσουμε χρόνο, μπαίνοντας πιο μέσα στο σπίτι.
«Έχεις απόκρυψη;» τη ρώτησα.
«Ναι. Ποιον θα πάρεις;» με έπιασε από το χέρι, με αγωνία.
Η καημένη, είχε τρομάξει τόσο πολύ. Έβλεπα στα μάτια της, πως αναγνώριζε τον φόβο μου.
«Την αστυνομία. Πώς λένε τη Κίνυρα στο επίθετο;» ρώτησα και καθώς πληκτρολόγησα τον αριθμό, έβαλα το ακουστικό στο αυτί μου.
Η βραχνιασμένη φωνή ενός άντρα το σήκωσε σχεδόν αμέσως. Φαινόταν πως τα όργανα της τάξης, ήταν σε επιφυλακή εκείνες τις ημέρες. Αυτό με ανακούφισε.
«Ατματζίδη.» πρόλαβε να μου ψιθυρίσει.
Ήταν τόσο συνεργάσιμη, λες και είχε ξανά ζήσει παρόμοια γεγονότα.
«Πηγαίνετε τώρα στο σπίτι της Κίνυρας Ατματζίδη.» είπα και το έκλεισα αμέσως.
Πήρα μια βαθιά ανάσα, κοιτώντας τη μικρή μαυριδερή οθόνη του ασημένιου Ericsson.
«Τι συνέβη, Μυρτώ;» η φωνή της ήταν έντονη και γρήγορη.
«Ίσως η Κίνυρα να κινδυνεύει...δεν ξέρω.» απάντησα ανήσυχα. «Ελπίζω να μην νομίζουν πως ήταν φάρσα.» ευχήθηκα με μάτια κλειστά.
«Όχι, δεν κάνουμε τέτοια εμείς εδώ.» μουρμούρισε, ζαρωμένη. «Ευτυχώς που μένουμε κοντά.» με κράτησε από το χέρι με δύναμη.
«Ευτυχώς, δεν θα πει τίποτα.» είπα και την αγκάλιασα. «Σε ευχαριστώ.» ψέλλισα μέσα στα ζεστά της χέρια.
«Δεν θα μου πεις τι έπαθες; Ποιος σε χτύπησε;» την άκουσα να λέει.
Απομακρύνθηκα και την κοίταξα αμήχανα. Τα μάτια της μου φώναξαν “γνωρίζω”. Μα δεν μπορούσα να της εξηγήσω.
«Τα χέρια μου είναι δεμένα.» ψιθύρισα.
Κούνησε το κεφάλι με κατανόηση, δίχως να πει τίποτα.
«Καληνύχτα.» της αποκρίθηκα, καθώς πέρασα με επιφύλαξη το κατώφλι της.
«Πρόσεχε.» μου φώναξε, όταν είχα απομακρυνθεί.
Έτρεξα σαν τον αέρα πίσω στο σπίτι μου, φοβισμένη μη μου έχει στήσει καρτέρι εκείνος. Όμως όλα έμοιαζαν να είναι εντάξει στη γειτονιά.

Μόλις πέρασα τη πόρτα, έσκυψα ακουμπώντας στα γόνατά μου λαχανιασμένη. Πρώτη φορά στη ζωή μου, κατάφερα να τρέξω τόσο γρήγορα.
«Πήρες τον αέρα σου;» η επικριτική του φωνή, ήχησε δίπλα μου.
Τον κοίταξα βαρετά και ύστερα κούνησα το κεφάλι μου, βλέποντας το χαμό στο σπίτι μου.
«Πρέπει να μιλήσουμε.» του είπα, προσπαθώντας να ανασάνω κανονικά.
«Πες μου πρώτα γιατί ρίσκαρες τη ζωή σου και βγήκες εκεί έξω.» στάθηκε μπροστά μου, με βλέμμα αυστηρό, που όμως δεν με τρόμαζε καθόλου.
«Κάποιον έπρεπε να ειδοποιήσω, Λέανδρε. Δεν είμαι τόσο ανόητη, για να τρέχω μες στη νύχτα δίχως λόγο, τη στιγμή που ένα τέρας, κυκλοφορεί ελεύθερο.» του αντιγύρισα.
«Ποτέ δεν θα σε αποκαλούσα ανόητη.» η φωνή του ηρέμησε. «Τη Τερέζα ειδοποίησες;» με ρώτησε.
Με είχε δει μάλλον από το παράθυρο, να στρίβω προς το σπίτι της.
«Όχι, τη Κίνυρα.» απάντησα αμέσως.
Δεν ήθελα άλλο να κρύβομαι. Δεν ήθελα άλλο πια να λέω ψέμματα. Άλλωστε δεν είχα κάνει κάτι κακό.
Μόλις ανάφερα το όνομά της, το βλέμμα του άλλαξε.
«Τη γνωρίζεις;» ρώτησα.
«Μου είχε μιλήσει η αδερφή μου για αυτήν.» είπε νοσταλγικά. «Ζει ακόμη;» απόρησε με ορθάνοιχτα μάτια.
«Ζει και βασιλεύει, κύριε Δανδή...» μου ήρθε να γελάσω, γιατί ήταν η πρώτη φορά που τον αποκαλούσα με το επίθετό του.
Δεν ξέρω πώς μου ήρθε.
«Για αυτό εισέβαλε αυτός εδώ. Γιατί σε είδε σπίτι της.» γρύλισε σκεπτικός. «Παλιό...» μουρμούρισε σφίγγοντας τα δόντια του.
«Φτάνει!» αναφώνησα. «Ό,τι έγινε έγινε. Το θέμα είναι να μην πάθει κάτι η γυναίκα.» είπα ήρεμα.
«Τι σου είπε;» με ρώτησε σκοτεινιασμένος και ακούμπησε πάνω στο μπράτσο του καναπέ.
Διέκρινα ένα ύφος ανάκρισης, μα το προσπέρασα.
Τότε που ήμουν έτοιμη, θα του μιλούσα, για να μου φύγει εκείνο το βάρος, που άδικα είχα.
«Μου είπε πως το σπίτι μου είναι Φυλακή. Μου είπε να προσέχω, γιατί μπορεί να μου κάνεις κακό. Επίσης μου είπε πως όταν εγώ φύγω από εδώ- πράγμα που δεν θα συμβεί ποτέ, αλλά καλύτερα να μην το μάθει- θα κάψει το σπίτι για να σε εξαφανίσει.» αράδιασα, σύντομα και περιεκτικά.
Έγειρε το κεφάλι του με ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη του.
«Ώστε έτσι…;» ψέλλισε.
«Έτσι.» επανέλαβα.
«Αν ζήσει απόψε, καλύτερα κάποιος να της πει, πως δεν θα χρειαστεί να κάνει τίποτα.» ψέλλισε ήρεμα και κοίταξε από το παράθυρο.
«Σε ξέρει; Εννοώ...σε έχει δει;» ρώτησα μπερδεμένη.
«Πολύ παλιά μια – δυο φορές, πριν στρατολογηθώ νομίζω.» θυμήθηκε.
Φυσικά εκείνη η ερώτηση δεν ήταν άσκοπη. Ήθελα να ξέρω, αν θα τον αναγνώριζε όταν θα τον ελευθέρωνα.
Η απάντησή του, με ικανοποιούσε.
«Μάλιστα.» αναστέναξα, βάζοντας τα χέρια μου στη μέση και κοίταξα με απελπισία το ακατάστατο σπίτι.
Μια καρέκλα της κουζίνας είχε σπάσει σε χίλια κομμάτια, ενώ οι υπόλοιπες, βρίσκονταν σε διάσπαρτα σημεία. Το τραπέζι ισορροπούσε αναποδογυρισμένο σε ένα τετραγωνισμένο βάζο, που δεν ήξερα και εγώ πώς επιβίωσε. Και στο τοίχο, υπήρχε ένας τεράστιος λεκές από ένα υγρό, που δεν αναγνώριζα.
«Θα σε βοηθήσω να μαζέψεις.» τον άκουσα να λέει πρόθυμα.
Μα εγώ ήμουν προσηλωμένη στο τοίχο.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησα, καθώς πλησίαζα.
Σε αρκετά σημεία, ήταν στην απόχρωση του ροζ και σε άλλα υπήρχε μόνο διαυγές υγρό.
«Αίμα.» απάντησε αδιάφορα και τον άκουσα να μαζεύει.
Έμοιαζε με το υγρό που έτρεξε από τη πληγή στο χέρι του Λέανδρου, τη προηγούμενη φορά. Μα δυσκολευόμουν να πιστέψω πως αυτό το πράγμα, κυλούσε μέσα στις φλέβες τους. “Πώς είναι δυνατόν;” ώρες – ώρες απορούσα. Ήταν πέρα από κάθε λογική. Μα ποιος μπορεί να μας πει, πως μόνο τα λογικά πράγματα είναι αληθινά;

Αρχίσαμε να μαζεύουμε μαζί το σπίτι, την περισσότερη ώρα μιλώντας για την Κίνυρα και για τον άντρα. Μου έδειχνε μια βαθιά ενοχή, κάθε φορά που αναφερόμασταν στο περιστατικό της επίσκεψης μου στο σπίτι της. Υπέθετα πως είχε πάρει την ευθύνη, γιατί δεν μου είχε πει τα πάντα και εγώ αναγκάστηκα να πάω να την βρω. Προσπάθησα μέσα από μισές κουβέντες, να του δώσω να καταλάβει, πως αυτό δεν ήταν αλήθεια. Ο κύριος λόγος που δέχτηκα να μιλήσω μαζί της, ήταν επειδή φοβόμουν, ότι γνώριζε το μυστικό μας. Εννοώ...το πραγματικό μυστικό μας. Μου έκανε εντύπωση όμως, πώς πάντα έπαιρνε εκείνος την ευθύνη! Πώς ήταν δυνατόν, να πίστευε πως πάντοτε ήταν ο φταίχτης;! Πενήντα ολόκληρα χρόνια σε εκείνη τη σκοτεινή φυλακή, ολομόναχος με τους φόβους του, ήταν ικανά να τον κάνουν να πιστέψει πως τίποτα καλό, δεν θα προερχόταν από εκείνον. Αυτό μου έδινε να καταλάβω και αυτό λάμβανα από μέρους του. Δεν ένιωθε καλά με αυτό που ήταν. Ήταν ολοφάνερο αυτό. Ίσως και να πίστευε πως είχε χάσει πια τον εαυτό του. Μα εγώ μπορώ με βεβαιότητα να πω...πως ο Λέανδρος, ήταν ένας από τους πιο αγγελικά πλασμένους ανθρώπους, που γνώρισα στη ζωή μου. Όχι απλά και μόνο επειδή ήταν καλός, αλλά επειδή η καλοσύνη του, δεν έμενε ποτέ στάσιμη ή καθησυχασμένη. Πάλευε με νύχια και με δόντια και υπερίσχυε συνεχώς, πάνω από το κακό, που του είχαν ριζώσει. Η φύση του...ποια ήταν λοιπόν άραγε η φύση του; Ένας συνεχής πόλεμος ενάντια στο σκοτάδι. Ήταν ένας μαχητής, που ποτέ δεν παρέδιδε τα άρματα για να ξεκουραστεί. Ένας άγγελος, που μάχονταν ενάντια στη κόλαση, που κάποιοι άλλοι τον είχαν ρίξει. Πώς να ήταν άραγε, αν ήσουν στη θέση του; Δεν μπορούσα καν να το φανταστώ. Και τον θαύμαζα για αυτό που είχε καταφέρει. Οι περισσότεροι, είχαν παραδοθεί στο σκοτάδι. Ήταν έρμαιοι της “φύσης” τους. Εκείνος όμως, όχι. Και ίσως αυτός να ήταν ο λόγος, που τον είχα ερωτευτεί τόσο πολύ και που ξεπερνούσα, για χάρη του, κάθε φορά τα όρια μου.

Αίμα και Νερό - Ria Jarouxi (Ολοκληρωμένη)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora