21.ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΔΙΠΛΑ ΜΟΥ;
Ταράχτηκα τόσο, που μόλις την είδα, μου κόπηκαν τα πόδια. Γούρλωσα τα μάτια μου και ένιωσα να αλλάζω δέκα χρώματα.
«Τερέζα μου, ήρθε ένας...» πριν καταφέρω να πω τη δικαιολογία, το χέρι του Λέανδρου, μου έκλεισε το στόμα.
Και φυσικά, δεν ήταν η αντίσταση που με έκανε να μην συνεχίσω, αλλά η απότομη δροσιά που με ξάφνιασε.
Έμεινα παγωμένη, τη στιγμή, που εκείνη προσπαθούσε να δει, τι λάθος υπήρχε με τη πόρτα.
«Τι έγινε εδώ, βρε Μυρτώ;» με ρώτησε.
Ο Λέανδρος, μου έκανε νοήματα με τα μάτια. Μα δεν καταλάβαινα τι προσπαθούσε να μου πει. Πήρα μια ανάσα, καθώς το χέρι του, γλιστρούσε από τα χείλη μου. Και θυμήθηκα! Μόνο εγώ μπορούσα να τον δω. ΜΟΝΟ ΕΓΩ.
«Τι έπαθε η πόρτα;» με ξανά ρώτησε, κοιτάζοντας με αθώα.
Κρατούσε μια πιατέλα στα χέρια της και ευτυχώς, δεν είχε καταλάβει την αλλόκοτη συμπεριφορά μου.
«Μεγάλη ιστορία.» απάντησα και είδα το Λέανδρο να κάθεται ήρεμος και ανέκφραστος πάλι πίσω στο καναπέ.
«Θες να σου φωνάξω κάποιον που ξέρω για να σου την φτιάξει;» με ρώτησε και πλησίασε κοντά σε εμένα και τον Λέανδρο, σαν να μην συνέβαινε τίποτα.
«Ναι. Αν έχεις κάποιον γνωστό.» είπα, αγχωμένη και έπιασα το κεφάλι μου.
«Θα σου κάνει καλή τιμή.» μου χαμογέλασε με τις άκρες των χειλιών της και μου έδωσε τη σκεπασμένη πιατέλα. «Είναι τρουφάκια. Τα έφτιαξα χθες βράδυ.» είπε και εγώ έβαλα τα χέρια μου από κάτω, κρατώντας με προσοχή.
Ο Λέανδρος, είχε μείνει στο καναπέ σαν άγαλμα. Νομίζω πως δεν ανέπνεε καν πια. Όμως μας έριξε και τις δύο ένα βλέμμα.
«Είσαι ακόμη κάπως από χθες;» με ρώτησε, γέρνοντας το κεφάλι λίγο προβληματισμένη.
«Ναι.» εξέπνευσα, κοιτάζοντας τα μάτια της. «Είμαι λίγο.» συνέχισα.
Δεν μπορούσε να συμβαίνει αυτό. Ήταν εκεί. Δίπλα της. Κι όμως, δεν μπορούσε να τον δει.
«Η Κίνυρα είναι εντάξει πάντως. Την βρήκα έξω από την εκκλησία, νωρίς το πρωί.» μου είπε ήρεμα, ενώ την έβλεπα να πηγαίνει προς το καναπέ.
Το στόμα μου άνοιξε, μα εκείνος μου έκανε ένα αργό, σοβαρό νεύμα, που δεν μου επέτρεψε να αντιδράσω. Ήξερε καλύτερα.
Κάθισε αρκετά χιλιοστά μακριά του, μα το μαύρο της φόρεμα, καθώς απλώθηκε, τον άγγιξε στο πόδι. Τα σιωπηλά του μάτια, ζύγισαν λίγο τη κατάσταση.
Άφησα τη πιατέλα στο τραπεζάκι και κάθισα και εγώ στη πολυθρόνα, δίχως όμως να μπορώ να νιώσω ανακούφιση για τη Κίνυρα. Ένα άγχος και μια ταχυκαρδία με είχε καταβάλλει. Φοβόμουν πως ανά πάσα στιγμή, θα τον αντιλαμβανόταν.
«Δόξα το Θεό είναι καλά.» είπα, προσπαθώντας να βολευτώ σε εκείνη τη θέση.
Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά και έβαλε το ένας της πόδι πάνω στο άλλο. Η άκρη του φορέματος της, μαζεύτηκε και διέκρινα ένα χαμόγελο στα χείλη του. Κάτι τον ευχαρίστησε. Και δεν ήξερα τι ήταν.
Πολύ σύντομα όμως, γύρισε προς το μέρος μου και κούνησε τα χείλη του. Κάτι ψιθύριζε… Προσπάθησα να τα διαβάσω, δίχως να προδώσω τον εαυτό μου. “Ζήτα” τα χείλη του κινήθηκαν συλλαβιστά και συμπλήρωσε μερικές λέξεις ακόμη. Μου ζητούσε να την ρωτήσω, αν ένιωθε άβολα. Δεν ήξερα αν είχε κάποιο λόγο, μα το έκανα.
Στήριξα το κεφάλι μου στο χέρι μου, σαν να σκεφτόμουν κάτι. «Νιώθεις άβολα;» τη ρώτησα.
Χαμογέλασε απότομα και ανακάθισε κάνα δυο φορές, φανερά αμήχανη. «Γιατί;» απόρησε, παλεύοντας να φερθεί φυσιολογικά.
Τη λυπήθηκα και αγριοκοίταξα τον Λέανδρο, τη στιγμή που εκείνη είχε χαμηλώσει τα μάτια.
«Νιώθω σαν να είναι κάποιος δίπλα μου...» ανασήκωσε τα κοκκινωπά της φρύδια, με μια έκφραση τρόμου.
«Οχι, οχι. Ξέρεις...ολοι νιώθουμε έτσι καμιά φορά.» της είπα, χαμογελώντας τρυφερά, για να την κάνω να νιώσει καλύτερα. «Και αρκετές φορές, σκεφτόμαστε ανόητα πράγματα.» συνέχισα και τον κοίταξα άγρια στα μάτια. Κατέβασε το κεφάλι του αργά, προφανώς κατανοώντας, πως αυτό που έκανε δεν ήταν σωστό.
«Ναι.» μουρμούρισε η Τερέζα.
«Λοιπόν, καλύτερα να γλυκαθούμε λίγο.» της είπα και ξεσκέπασα τη πιατέλα.
Μια πανδαισία σοκολατένιων γλυκών, φανερώθηκε μπροστά στα μάτια μου. Ήταν στρογγυλά και καλυμμένα με καφέ τρούφα, ενώ γύρω γύρω, ήταν στολισμένα με άχνη ζάχαρη.
«Τα έφτιαξες το βράδυ πριν έρθω ή μετά;» τη ρώτησα, ζαρωμένη.
«Μετά.» αναστέναξε. «Όταν με πιάνει άγχος, ξεσπάω στη μαγειρική.» παραδέχτηκε, γελώντας αμήχανα, ζαρώνοντας τη μύτη της.
Πήραμε και οι δυο από ένα γλυκό. Ήταν μικρά. Χωρούσαν στο στόμα και αυτό τα έκανε πιο λαχταριστά. Η έκφραση του Λέανδρου, ήταν σκέτη παραξενιά. Κοιτούσε τα γλυκά, όπως ακριβώς κοιτούσε και όλα τα υπόλοιπα φαγητά – ροφήματα. Σαν να του προξενούσαν κάποιου είδους αηδίας.
«Πεντανόστιμα!» της είπα, προσπαθώντας να καταλάβω τι είχαν μέσα.
Διέκρινα το τραγανιστό μπισκότο και την καρύδα, που έμενε στα δόντια, αλλά δεν είχα άμεση σχέση με τη ζαχαροπλαστική.
Μου χαμογέλασε, μασώντας προσεκτικά, τη στιγμή που ο Λέανδρος χαμογελούσε από μια προσωπική σκέψη.
«Αγχώθηκες όταν με είδες χθες;» τη ρώτησα, όταν θυμήθηκα τα προηγούμενα λόγια της.
Κατάπιε και γούρλωσε τα μάτια της. «Έπρεπε να δεις τον εαυτό σου, Μυρτώ.» αποκρίθηκε με τρόμο.
«Χάλια, έτσι;» την ρώτησα και τον είδα να παίρνει μια μελαγχολική έκφραση.
«Λες και είχες δει φαντάσματα.» αναφώνησε.
“Στη κυριολεξία”, σκέφτηκα. Πήγα να δαγκώσω τα χείλη μου, μα ο πόνος από το τραύμα με εμπόδισε και δεν το έκανα.
«Δεν θες να μου μιλήσεις για εχθές;» με ρώτησε με ενδιαφέρον.
Τα μάτια του Λέανδρου, έγιναν στρόγγυλα, γεμάτα με άρνηση.
Αναστέναξα, δίχως να του δώσω σημασία. Άρχισα να συνηθίζω εκείνη την αλλόκοτη κατάσταση.
«Έχουν συμβεί διάφορα, Τερέζα. Μίλησα και με την Κίνυρα.» μάζεψα τα χέρια μου, σφίγγοντας τα γύρω μου.
«Μίλησες μαζί της...» μουρμούρισε, ατενίζοντας το πάτωμα.
Ήταν σαν να ήξερε για τι συζητήσαμε, όμως δεν θέλησε να πει κάτι παρά πάνω. Σιωπήσαμε και οι δυο και φάγαμε άλλο ένα γλυκό.
Στη συνέχεια, αρχίσαμε να μιλάμε για άσχετα θέματα, ενώ ο Λέανδρος είχε σηκωθεί αθόρυβα και είχε πάει στη κουζίνα – παραδόξως χωρίς να εξαφανιστεί. Η γυναικοσυζήτηση, μάλλον τον απομάκρυνε, μα ήταν καλύτερα έτσι. Γιατί μπορούσα να καταλάβω, πως με τη παρουσία του, η Τερέζα κάτι προαισθανόταν και δεν ένιωθε άνετα. Οπότε, ήταν καλύτερα μακριά.
Έφυγε κατά τις δέκα το πρωί και εγώ έμεινα μόνη μαζί του ξανά.
Μόλις πήγα στη κουζίνα, τον πλησίασα με βήματα αργά και ύφος ενοχλημένο. Με κοίταξε κάτω από τις βλεφαρίδες του.
«Ήθελα να μάθω, τι μπορούσε να αισθανθεί, ενώ ήμουν δίπλα της.» απολογήθηκε. «Πρώτη φορά μου συμβαίνει αυτό, ύστερα από πενήντα χρόνια.» συνέχισε.
«Δεν ήταν σωστό, όπως και να ‘χει. Η Τερέζα είναι φίλη μου πια και έχει περάσει τόσα.» του αντιγύρισα και έβαλα τα γλυκά στο ψυγείο.
«Με συγχωρείς.» ακούστηκε η σιγανή, αλλά ειλικρινής φωνή του στο δωμάτιο.
«Εντάξει. Όλα καλά.» του είπα, πριν γυρίσω προς το μέρος του.
Στη ουσία δεν είχε κάνει κάτι κακό. Και καταλάβαινα απόλυτα, τι τον έκανε να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Μαζί μου βίωνε πράγματα, τα οποία είχε πολλά χρόνια να ζήσει. Αλλά η καημένη Τερέζα, είχε περάσει πολλά. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν, ήταν να ξανά ζωντανέψουν οι εφιάλτες στο μυαλό της.
«Πιστεύεις πως πράγματι, την είχαν απαγάγει;» ρώτησα και στάθηκα όρθια, μπροστά του.
«Μέχρι και η Καλλιρρόη το πιστεύει.» αποκρίθηκε, σηκώνοντας τους ώμους του.
«Πώς είναι δυνατόν να γλίτωσε;» απόρησα, έχοντας ως δεδομένο στο μυαλό μου, ότι όλοι αυτοί, σκοτώνουν ανθρώπους για πλάκα. «Πώς είναι δυνατόν…;» κούνησα το κεφάλι μου, κοιτώντας από το παράθυρο και μάσησα σκεπτική ένα ίχνος καρύδας, που είχε ξεμείνει στο στόμα μου.
«Δεν ξέρω. Ίσως να είναι πιο δυνατή και πιο έξυπνη, απ’ όσο δείχνει και να τους ξέφυγε.» είπε, μα αναγνώριζα στο ήχο της φωνής του την αμφιβολία.
Τον κοίταξα στραβά. «Αν ήθελαν να τη σκοτώσουν, θα το είχαν κάνει.» είπα με βεβαιότητα. «Κάτι τους εμπόδισε...» ψέλλισα και σταύρωσα τα χέρια μου.
«Μακάρι να μπορούσα να σε βοηθήσω, μα είμαι δεμένος μέσα σε αυτούς τους τοίχους χρόνια τώρα.» είπε βαρετά, σκύβοντας το κεφάλι του, χαμένος σε μια σκέψη.
«Πρέπει να της μιλήσω.» είπα απότομα.
«Μην το κάνεις.» βιάστηκε να μου πει και καθώς σήκωσε το κεφάλι του, τα μαλλιά του τινάχτηκαν στον αέρα.
Πάντα κρυφά από μέσα μου, ζήλευα εκείνη τη μακριά, μαύρη χαίτη. Χαμογέλασα, κάνοντάς μια γκριμάτσα.
«Φοβάσαι; Έτσι κι αλλιώς υποψιάζεται. Καιρό τώρα υποψιάζεται. Και ειδικά μετά το χθεσινό.» αποκρίθηκα ήρεμα.
«Από την υποψία, μέχρι την βεβαιότητα, υπάρχει μεγάλη απόσταση, Μυρτώ.» μου αντιγύρισε.
«Δεν θα της πω για εσένα.» αναφώνησα. «Για εκείνη θέλω να μάθω.» άνοιξα τα χέρια μου.
«Δεν πρόκειται να σου το μολογήσει, γιατί φοβάται μην την περάσεις για τρελή.» μου αποκρίθηκε με στεγνή βεβαιότητα.
Υπήρχαν σοβαρές λεπτομέρειες για αυτά τα πλάσματα, που εγώ, αλλά ακόμη και εκείνος, αγνοούσαμε. Τι είχε συμβεί στις περασμένες μέρες σε εκείνο το χωριό, ενώ ο Λέανδρος, ήταν χαμένος στο σκοτεινό του κόσμο; Η Κίνυρα, μου είχε μιλήσει για το ξύπνημα του τοπικού θρύλου, σαν να μου έλεγε για ένα γεγονός, που συνέβαινε μετά από πολλά χρόνια. Ήταν λες και τώρα είχαν φτάσει εκείνοι ή εκείνος, στο τόπο. Πώς ήταν δυνατόν λοιπόν, η Τερέζα να είχε έρθει σε επαφή με έναν από τους Σκιανθρώπους πριν καιρό; Τόσο καλά κρυβόντουσαν, ακόμη και από τα τόσο παρατηρητικά και αφυπνισμένα μάτια της Κίνυρας; Ίσως η Τερέζα να είχε πει ψέμματα και να το είχε σκάσει μόνη της. Αλλά πάλι κάτι δεν μου κολλούσε. Αναστέναξα μπερδεμένη. Υπήρχαν τόσα ερωτηματικά, που δεν έβρισκαν τις κατάλληλες απαντήσεις.
«Πρέπει να φύγω.» μου είπε ξαφνικά, φτιάχνοντας ένα αόριστο σχέδιο με το δάχτυλό του στο πάγκο. «Αν πρόκειται να βγεις έξω, σε παρακαλώ, να είσαι πολύ προσεκτική, γιατί είναι πολύ πιθανό, αυτός να κυκλοφορεί ακόμη.» με συμβούλεψε.
Κούνησα το κεφάλι μου, παίρνοντας στα σοβαρά τα λόγια του. Πλέον γνώριζα από πρώτο χέρι, πως εκείνα τα πλάσματα, δεν αστειεύονταν.
«Τι θα κάνεις, όσο θα είσαι...εκτός;» απόρησα.
Για κάποιο λόγο, το μέρος όπου κρυβόταν, όταν δεν τον έβλεπα, το φανταζόμουν ως κάτι κρύο και σκοτεινό. Σαν ένα άδειο δωμάτιο, σε μια άλλη διάσταση.
«Θα προσπαθήσω να “κοιμηθώ”. Οι σκέψεις μου είναι κουρασμένες.» είπε και με ένα στραβό χαμόγελο, που το έφτιαχνε στα χείλη του, μόνο και μόνο για να το δω εγώ, χάθηκε.
BẠN ĐANG ĐỌC
Αίμα και Νερό - Ria Jarouxi (Ολοκληρωμένη)
Siêu nhiênΚαθώς προσπαθεί να ενώσει ξανά τα σπασμένα της κομμάτια, η νεαρή Μυρτώ ξεκινά ένα ταξίδι δίχως προορισμό. Ώσπου η μοίρα, αποφασίζει να την οδηγήσει σε ένα πανέμορφο και παράξενο τόπο: την απομακρυσμένη Ξενιτιά. Καθώς ελκύεται και μαγεύεται από αυτή...