Κεφάλαιο 1

333 42 31
                                    

Ο νεαρός πρίγκιπας κάλπαζε πάνω στο άλογο του, μέσα στο πυκνό δάσος που ήταν κοντά το βασίλειο του. Οι  δυνατοί μύες του αλόγου σφίγγονταν καθώς έτρεχε στο καταπράσινο δάσος. Μετά από κάμποση ώρα τρεξίματος το ελάφι που κυνηγούσε τον οδήγησε σε ένα λιβάδι. Ο πρίγκιπας είχε βγει για κυνήγι μόνος του. Τον βοηθούσε για να αδειάσει το μυαλό του από τα προβλήματα του και από την σκέψη ότι εκείνος σύντομα θα έπρεπε να στεφτεί βασιλιάς και να διαχειρίζεται ολόκληρο βασίλειο. Δεν τον τρόμαζε η υπευθυνότητα που έπρεπε να έχει γι' αυτό τον σκοπό. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι σύντομα έπρεπε να διαλέξει κάποια σύζυγο και να νυμφευτεί για να γίνει βασιλιάς. Καμία ποτέ δεν του είχε γεννήσει την επιθυμία να παντρευτεί και να ζήσει μαζί της μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος. Ο πατέρας του πια είχε μεγαλώσει και σύντομα έπρεπε να πάρει τα ινία ο πρωτότοκος γιος αναλαμβάνοντας εκείνος την βασιλεία και την ευθύνη όλων. Αυτό δεν τον τρόμαζε. Από μικρό παιδί το ήξερε ότι κάποτε όλα θα περνούσαν στα δικά του χέρια. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι ο χρόνος όλο και μειωνόταν και έπρεπε να διαλέξει σύντομα ποια θα είναι η σύζυγος του.

Κάποια στιγμή το ελάφι είχε εξαφανιστεί από μπροστά του και τράβηξε με δύναμη τα χαλινάρια του άλογου. Εκείνο σταμάτησε κουνώντας το κεφάλι του και τινάζοντας την πλούσια χαίτη του. Κατέβηκε από το άλογό και κοίταξε τριγύρο. Το καταπράσινο λιβάδι με τα λουλούδια που τον είχε οδηγήσει το ελάφι ήταν πανέμορφο και σε κάθε του βήμα, σμήνος από πεταλούδες πεταγόντουσαν από το παχύ χορτάρι και πετούσαν μακριά. Μετά από λίγο ανέβηκε πάλι στο άλογο του και συνέχισε να καλπάζει. Κάμποση ώρα αργότερα είχε αρχίσει να βραδιάζει και δεν μπορούσε να δει καθαρά για να συνεχίσει το κυνήγι. Σταμάτησε το άλογο και κατέβηκε.

<<Σύντομα θα πέσει πυκνό σκοτάδι. Και τώρα να ξεκινήσουμε για το κάστρο δεν θα προλάβουμε να πάμε προτού μας βρει η μαύρη νύχτα στην διαδρομή>> είπε χαϊδεύοντας την χαίτη του αλόγου. <<Πρέπει να σταματήσουμε και να βρούμε κάπου ασφαλής να ξαποστάσουμε και να επιστρέψουμε μόλις έρθει το ξημέρωμα>>.

Το βλέμμα του ταξίδεψε πάνω από το απέραντα λιβάδι. Προσπαθώντας να διακρίνει κάτι μέσα στο μισοσκόταδο, οι κόρες των καστανών ματιών του μεγάλωσαν... Στο βάθος του λιβαδιού είδε ένα μικρό, ξύλινο σπιτάκι. Δεν υπήρχε κίνηση τριγύρω και έτσι δεν φαινόταν αν ήταν κατοικημένο η εγκαταλελειμμένο. Πλησίασε το σπιτάκι κρατώντας το χαλινάρι του αλόγου στο χέρι του. Λίγο πριν φτάσει εκεί μια κοπέλα είχε ξεπροβάλει μέσα από το ετοιμόρροπο σπίτι.

Λουτσία.Where stories live. Discover now