Κεφάλαιο 17

98 20 4
                                    


<<Εσύ Εμμανουήλ πρέπει να κανείς το χρέος σου. Εμένα μην με ανακατεύεις. Δεν μπορώ εγώ να μείνω στο παλάτι>> απάντησε η Λυδία.

<<Τότε δεν πρόκειται να μείνω ούτε εγώ>> είπε εκείνος.

<<Μην είσαι πεισματάρης. Ξέρεις καλά τον λόγο που δεν μπορώ να μείνω εδώ. Δεν το κάνω για να μην σου κάνω την χάρη. Το κάνω γιατί δεν πρέπει να είμαι ανάμεσα σε πολύ κόσμο. Όλοι όσοι είστε εδώ το ξέρετε αυτό καλά>>.

<<Θα το αντιμετωπίσουμε μαζί... Θα έχεις εμένα δίπλα σου για βοήθεια...>> της είπε εκείνος.

<<Δεν μπορώ να μείνω ανάμεσα στους ανθρώπους. Αυτό εσύ Εμμανουήλ το ξέρεις καλύτερα από όλους. Πάντα πεινάω. Ποτέ δεν είμαι χορτάτη εντελώς>>.

<<Θα σε βοηθάω εγώ...>> επέμενε εκείνος. Το κορίτσι κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.

<<Δεν πρόκειται να
γίνει αυτό... Φεύγω από' δω...>> πλησίασε το ανοιχτό παράθυρο και πήδηξε έξω από αυτό με ευκολία. Προσγειώθηκε στο έδαφος με ανάλαφρο πάτημα και έπειτα άρχισε να τρέχει μέσα στο δάσος. Ο Εμμανουήλ πλησίασε το παράθυρο και την κοίταξε να τρέχει σαν τον άνεμο μακριά από εκεί.

<<Έχει δίκιο...>>
είπε και χαμογέλασε καθώς την κοιτούσε να χάνετε μέσα στο δάσος. <<Δεν ανήκουμε εδώ ούτε εγώ αλλά ούτε και εκείνη... Φεύγω...>>.

<<Εμμανουήλ, χρειαζόμαστε έναν βασιλιά. Είναι υποχρέωση σου και τιμή σου να πάρεις την θέση του πατέρα σου>> είπε η Λευκή.

<<Σου είπα τον όρο μου. Αν δεν γίνει εκείνος δεν έρχομαι. Δεν πρόκειται να αφήσω μόνη της την Λύδια... Φεύγω από'δω>> πήγε να εξαφανιστεί.

<<Μια στιγμή>> τον σταμάτησε η Λουτσία. <<Δεν μας πας και εμάς στο σπίτι μας; Κρίμα δεν είναι να περπατάμε ως εκεί τρεις ώρες;>>.

<<Ότι θέλεις μητέρα>> της είπε ο Εμμανουήλ.
Άγγιξε στους ώμους τον Ραφαήλ και την Λουτσία και εξαφανίστηκαν και εκείνοι μαζί του. Τους άφησε στο σπίτι τους και έμεινε για κάποια ώρα μαζί τους να συζητήσουν. Έπειτα πήγε και εκείνος στο δικό του σπιτάκι. Εκεί βρήκε την Λυδία να κλαίει. Την πλησίασε και την ακούμπησε στον ώμο.

<<Γιατί κλαις μικρή;>> την ρώτησε. Εκείνη σκούπισε τα μάτια της με τα χέρια της και έκανε ότι δεν άκουσε. <<Γιατί κλαις;>> ξανά ρώτησε ο Εμμανουήλ.

<<Δεν κλαίω>> ψιθύρισε εκείνη. <<Ξέρεις ότι δεν είμαι ούτε τυφλός, ούτε βλάκας. Κλαις και θέλω να μάθω τον λόγο>>.

Λουτσία.Where stories live. Discover now