Κεφάλαιο 2

159 35 20
                                    

<<Ζούσα μαζί με την μητέρα μου ήσυχα και δεν ενοχλούσαμε κανέναν. Στο χωριό που κατοικούσαμε κατάλαβαν όμως ότι είχαμε μαγικές δυνάμεις. Θέλησαν οι χωριανοί να μας σκοτώσουν. Ξεφύγαμε από εκείνους και το σκάσαμε μακριά. Βρήκαμε κάποια στιγμή κάποια ομάδα από μάγισσες και μας έβαλαν στην οικογένεια τους. Οι μάγισσες εκείνες κρυβόντουσαν από τους ανθρώπους για να συνεχίζουν να επιζούν χωρίς να ενοχλούν τους ανθρώπους. Μας εξήγησαν ότι απλά φοβούνται οτιδήποτε τους είναι άγνωστο και γι' αυτό τον λόγο μας κυνηγάνε>>.  

<<Μια στιγμή>> την διέκοψε ο Ραφαήλ. <<Σε λίγο θα μου πεις ότι η μάγισσες είναι καλές και δεν έχουν κάνει κανένα κακό>>.

<<Όταν οι μάγισσες ζουν πάνω από εκατό χρόνια, έχουν πολύ καιρό να περάσουν από πολλές καταστάσεις και να είναι πολλά πράγματα. Για μερικά χρονιά μπορεί να είναι καλές και να μην πειράζουν κανέναν, αλλά χρόνια μπορεί να είναι κακές. Οι μάγισσες δεν είναι πλάσματα τα οποία μπορείτε να καταλάβετε εσείς οι κοινοί θνητοί. Είναι πολύπλοκα και μυστήρια πλάσματα που ξέρουν μυστικά και έχουν δυνάμεις. Συνήθως οι περισσότερες μάγισσες είναι ουδέτερες. Ούτε καλές ούτε κακές. Τις περισσότερες φορές δεν θα κάνουν κακό σε κανέναν. Αν όμως κάποιος θέλει να τις κάνει κακό, τότε ναι. Θα γίνουν και εκείνες κακές, η καρδιά τους θα γίνει σκοτεινή και θα σκοτώσουν όποιον πάει να τις κάνει κακό, και δεν θα περιοριστούν μόνο σε εκείνον αλλά και σε όποιον βρεθεί μπροστά τους>> του εξήγησε η γυναίκα.

<<Πάντα οι άνθρωποι θέλανε τον αφανισμό σας>> είπε ο Ραφαήλ.

<<Και γι' αυτό πάντα θα υπάρχουν κακές μάγισσες>> του απάντησε η κοπέλα και συνέχισε. <<Μείναμε μαζί με τις υπόλοιπες μάγισσες μέσα στο δάσος και εκεί ζούσαμε. Εκείνα τα χρόνια ήταν ειρηνικά. Δεν μας ενοχλούσε κανείς και δεν ενοχλούσαμε και εμείς κανένα. Όλη μέρα ήμουν ελεύθερη να κάνω ότι θέλω. Ήμουν δίπλα στην φύση που τόσο αγαπούσα. Μια μέρα που ήμουν στην λίμνη και κολυμπούσα μέσα γυμνή ένιωσα μάτια να με κοιτάνε επίμονα. Άρχισα να πλησιάζω την όχθη της λίμνης για να πάρω τα ρούχα μου και να φύγω, αλλά ξαφνικά εμφανίστηκε εκείνος και δεν τόλμησα να σηκωθώ πάνω από την επιφάνεια της λίμνης. Όταν λέω ''εκείνος'' εννοώ τον ισχυρό μάγο, τον Βίκτορα . Έμεινε να με κοιτάει έξω από την λίμνη με μισόκλειστα μάτια.

<<Τι όμορφη έκπληξη>> μου είπε.

<<Πόση ώρα με κοιτούσες με από εκεί;>> τον ρώτησα στεγνά.

Λουτσία.Where stories live. Discover now