{Μετά από σχεδόν δύο αιώνες.
Σημερινή αποχή. Νέα Υόρκη}.Ο γοητευτικός νεαρός άντρας καθόταν αναπαυτικά στον πολυτελές καναπέ του και έβλεπε ένα ανούσιο πρόγραμμα στην τεράστια τηλεόραση. Σύντομα βαρέθηκε και την έκλεισε.
Σηκώθηκε από τον καναπέ και πλησίασε την τεράστια τζαμαρία του για να κοιτάξει έξω τον απέραντο, μαύρο ουρανό. Αρκετούς ορόφους πιο κάτω, τα αυτοκίνητα περνούσαν εκατοντάδες, τόσο στριμωγμένα στον δρόμο που ήταν σαν θαύμα πως δεν άγγιζαν το ένα το άλλο. Τα φώτα των αμαξιών πάντα φαινόντουσαν στον Εμμανουήλ σαν μάτια γεμάτο θυμό... Έτσι του φαινόντουσαν και οι περισσότεροι άνθρωποι αυτού του αιώνα. Θυμωμένοι, αγχωμένοι. Πίστευε ότι υποσυνείδητα έψαχναν τρόπους και αφορμές για να είναι δυστυχισμένοι. Από την άλλη, ακόμα και έτσι σε μερικά πράγματα είναι πλέον καλύτερα από παλιά. Τον γοήτευε αρκετά ο κόσμος της τεχνολογίας και στην αρχή του φαινόταν περίεργο πως πολλές φορές μπορούσε να αντικαταστήσει την χρήση μαγείας με την τεχνολογία. Του άρεσε πολύ και η ροκ μουσική και είχε ενθουσιαστεί με την εφεύρεση του πρώτου αμαξιού.Είχε βαρεθεί μέσα, οπότε σηκώθηκε από τον καναπέ και διέσχισε το μεγάλο, καλόγουστο διαμέρισμά του. Άνοιξε την τεράστια ντουλάπα του, διάλεξε να φορέσει ένα από τα μαύρα κοστούμια του που του πήγαιναν πολύ και μαγνήτιζε όλα τα βλέμματα των γυναικών.
Στους τόσους αιώνες που ζούσε είχε καταφέρει να κάνει αμύθητη περιουσία, όποτε η πολυτελής ζωή που έκανε ήταν για αυτόν κάτι απόλυτα συνηθισμένο. Βγήκε από το τεράστιο, πανάκριβο ξενοδοχείο που έμενε και άρχισε να περπατάει στον σκοτεινό δρόμο. Δεν είχε όρεξη να οδηγήσει σήμερα, με τέτοια κίνηση στους δρόμους προτιμούσε να περπατήσει. Καθώς περπατούσε, σκεφτόταν την ζωή του μέχρι εκείνη την στιγμή. Ήταν μόνος του τελείως εκείνη την στιγμή. Θα μπορούσε να βρει εύκολα και γυναίκα αλλά και φίλους. Φίλους που να είναι έτοιμοι για όλα, για κάθε περιπέτεια, για κάθε διασκέδαση... αλλά βαρέθηκε να συμβαίνει πάντα η ίδια και η ίδια ιστορία.
Έβρισκε φίλους και τους είχε στην καθημερινότητα του για καμιά δεκαριά χρόνια... Αυτά τα χρόνια που ζούσε μαζί τους ήταν υπέροχα, αλλά έπειτα από τόσα χρόνια έπρεπε να φύγει και να μην τους ξανά δει γιατί αργά η γρήγορα κάποιος θα πρόσεχε ότι δεν μεγάλωνε όπως όλοι οι υπόλοιποι φυσιολογικοί άνθρωποι. Οικογένεια ποτέ δεν είχε επιχειρήσει να κάνει για τον ίδιο λόγο που δεν κρατούσε και τις φιλίες του πάνω από δέκα χρόνια. Ήταν απλά θέμα χρόνου κάποιος να καταλάβει ότι είναι πολύ κοντά σε κάτι που πολύ το ονομάζουν ''αθανασία''. Έτσι πέρασαν πάλι τα χρόνια, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τους φίλους του και την κοπέλα του και έφυγε μακριά τους... Δεν τον πείραζε πάρα πολύ. Το είχε συνηθίσει πλέον να μένει μόνος του κάθε λίγα χρόνια και να προσπαθεί να φτιάξει από την αρχή την ζωή του. Όταν περνούσαν αυτά τα χρόνια, μετακόμιζε από εκείνο το μέρος και πήγαινε αλλού, γνώριζε καινούργιους ανθρώπους και όλα πάλι από την αρχή. Έλεγε ότι ήταν είκοσι πέντε και μετά από χρόνια, όταν βάση λογικής θα έμπαινε στα τριάντα πέντε, έφευγε για να μην προσέξει κανείς ότι δεν υπήρχε καμία αλλαγή πάνω του με το πέρασμα του χρόνου. Την μοναξιά την είχε συνηθίσει και πλέον δεν ήταν κάτι που τον ενοχλούσε. Αυτό που πραγματικά τον πλήγωνε ακόμα σαν να μην είχε περάσει μια μέρα, ήταν η απουσία της Λυδίας και την Θεοδώρας στην ζωή του. Ήθελε τόσο πολύ στην ζωή του την αδελφή του και την γυναίκα που ποτέ δεν έπαψε να αγαπάει, που θα θυσίαζε για εκείνες τα πάντα.
Ότι έχει και δεν είχε. Ακόμα θυμάται την υπόσχεση της Λυδίας,
ότι κάποτε θα ξανά συναντηθούνε και θα γίνουν και πάλι οικογένεια. Δυστυχώς η κοπέλα είχε βγει λάθος. Ποτέ δεν την συνάντησε. Ένιωθε τα χρόνια να περνάνε χωρίς να τον αγγίζουν, όλα να αλλάζουν, και εκείνος πάντα εκεί. Κολλημένος στον χρόνο, ίδιος όπως πάντα και όσα άτομα στην ζωή του και να είχε στο τέλος πάντα έμενα μόνος και ξανά από την αρχή τα έφτιαχνε όλα. Στην πραγματικότητα μόνο της δύο γυναίκες της ζωής του θα ήθελε να βλέπει κάθε μέρα. Την αδελφή του και την Θεοδώρα, αλλά εκείνες ήταν άφαντες. Αόρατες, χαμένες μέσα στον χρόνο, μέσα στον απέραντο κόσμο που ζούσαν.
Κάποτε έλπιζε πως ίσως θα τις συναντούσε,τώρα πλέον είχε συνειδητοποιήσει ότι αυτό δεν θα γινόταν ποτέ.
Μετά από λίγη ώρα περπάτημα έφτασε σε ένα μπαρ με καλαίσθητο περιβάλλον. Μπήκε μέσα και πλησίασε το μπαρ. Παράγγειλε στον μπάρμαν την αγαπημένη του μάρκα ουίσκι και κάθισε . Όταν του έφεραν το ποτό κοίταξε μια ματιά τριγύρω προτού πιει. Νέοι άνθρωποι καθόντουσαν, συζητούσαν, άλλοι αφηνόντουσαν στην μουσική, άλλοι απλά καθόντουσαν με χαμηλωμένο το κεφάλι, με ένα ποτό μπροστά τους, από τα πολλά προβλήματα που κουβαλούσε αυτός ο αιώνας. Είδε και έναν περίεργο τύπο που καθόταν μόνος του. Κοιτούσε επίμονα μια νεαρή κοπέλα που καθόταν απέναντι του και έπινε το ποτό της.Εκείνος της έκλεισε το μάτι και εκείνη του χαμογέλασε. Ο Εμμανουήλ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και γύρισε στο ουίσκι του. Αυτή η κοπέλα ήταν τυφλή; Δεν μπορούσε να καταλάβει ότι ο τύπος που φλέρταρε ήταν επικίνδυνος; Αλλά κατάλαβε ότι είχε άδικο. Από που θα μπορούσε να το καταλάβει η κοπέλα; Πόσο χρονών να ήταν; Δεκαεννιά; Είκοσι; Ήταν αρκετά νεαρή για να καταλάβει ότι ο ''νόστιμος''τύπος που την φλέρταρε ήταν αδίστακτος και με σαδομαζοχιστικές τάσεις. Ήταν πανεύκολο για τον Εμμανουήλ να τους καταλάβει αυτούς. Ο τύπος ήταν από αυτούς που ξεμοναχιάζουν τις γυναίκες σε κάποιο σκοτεινό σοκάκι,περνούν με την βία αυτό που θέλουν και πολλές φορές σκοτώνουν το θύμα τους. Τον Εμμανουήλ, εκτός ότι τον εξόργιζε αυτό το έγκλημα, ποτέ δεν κατάλαβε πως γίνετε μερικοί να βρίσκουν εκεί την ευχαριστήσει. Ο νεαρός ''ανώμαλος'' σηκώθηκε από το κάθισμα του και πλησίασε την κοπέλα. Κάτι της είπε και εκείνη χαμογέλασε. Κάθισε δίπλα της και τσούγκρισαν τα ποτήρια τους με το αλκοόλ. Ο Εμμανουήλ ήπιε λίγο από το ουίσκι του καθώς ''διάβαζε'' στην κοπέλα ότι σκεφτόταν ρομαντικές βραδιές, περιπάτους,αγκαλιές και παθιασμένο ρομαντικό έρωτα. Απεναντίας στον τύπο έβλεπε μόνο διάθεση για άγριο σεξ και πόνο. Μετά από λίγη ώρα σηκώθηκαν και οι δύο από τις καρέκλες τους, πλήρωσε ο τύπος και για το ποτό της κοπέλας και βγήκαν έξω από το μαγαζί. Ο Εμμανουήλ τους κοίταξε με το ποτό του στο χέρι. Έφερε το ποτήρι στο στόμα του και ήπιε όλο το περιεχόμενο με μι' ας καθώς σκεφτόταν ότι έπρεπε να επέμβει. Πλήρωσε το ποτό του αφήνοντας μεγάλο φιλοδώρημα και βγήκε και εκείνος έξω. Όταν βγήκε δεν είδε κανένα ίχνος από αυτούς. <<Αρκετά γρήγοροι για άνθρωποι>> ψιθύρισε και αμέσως άρχισε να ψάχνει εκεί γύρο γρήγορα. Χρησιμοποιώντας τις δυνάμεις του, έλεγξε παντού εκεί τριγύρω για να τους βρει αλλά τίποτα.
ESTÁS LEYENDO
Λουτσία.
FantasíaΗ Λουτσία είναι μια μάγισσα που έζησε στον Μεσαίωνα. Έζησε μια συναρπαστική ζωή. Αγαπήθηκε πολύ, την μίσησαν πολύ, την αδίκησαν... και σε αντίθεση με άλλες μάγισσες, την ερωτεύτηκαν τρελά δύο πρίγκιπες. Δυο πρίγκιπες που ήταν αδέλφια... Και αυτή είν...