Η τελευταία μέρα

8.3K 120 2
                                    

Ονομάζομαι Ελβίρα Παπαναστασίου, είμαι μαθήτρια στο Εσώκλειστο Αμερικάνικο Κολέγιο Γουέρτ στην τρίτη λυκείου. Είμαι μετρίου αναστήματος με πλούσιο στήθος και πεταχτό κώλο. Τα μάτια μου είναι πράσινα και τα χείλη μου σαρκώδη. Ζω με την μητέρα μου, η οποία είναι διευθύντρια σε μία πολυεθνική εταιρία. Δεν ασχολήθηκα ποτέ με τα επαγγελματικά της, καθώς παράλληλα εκείνη αδιαφορούσε για την ζωή μου. Ο πατέρας μου ζει στην Αμερική από τότε που ήμουν δέκα, τον βλέπω περίπου μία φορά τον χρόνο στις διακοπές του καλοκαιριού.

Το πιο σημαντικό άτομο στην ζωή μου είναι η κολλητή μου, Ρεβέκκα, η οποία είναι σαν αδερφή μου. Έχω ζήσει περισσότερα μαζί της από ότι έχω ζήσει με την ίδια μου την μητέρα.

"Τι θα φορέσω; Πως θα με δει έτσι;" έλεγε η μητέρα μου δείχνοντας το μόνο σπυράκι που είχε βγάλει στο πρόσωπο της μετά από πολλούς μήνες. Είχε εισβάλει στο δωμάτιο μου με φόρα, με αποτέλεσμα να ρίξει την τσάντα που είχα μόλις ετοιμάσει.

Φορούσε μία μαύρη στενή φούστα μέχρι το γόνατο και ένα στενό τοπάκι. Οι μαύρες τις γόβες ολοκλήρωναν το στυλ της.

"Εσύ που πας με το μαγιό;" με ρώτησε εξετάζοντας το σώμα μου.

"Παραλία, θα έρθει η Ρεβέκκα να πάμε μαζί." της απάντησα αδιάφορα. Έσκυψα σηκώνοντας τα πράγμα που είχαν πέσει έξω από την τσάντα μου. Την ακούμπησα πάνω στο διπλό κρεβάτι μου.

Έπιασα τα γκρι μαλλιά μου μέσα σε μία αλογοουρά βγήκα από το δωμάτιο με την τσάντα στον ώμο. Φορούσα ένα απλό μαύρο μαγιό που τόνιζε το στήθος και τις καμπύλες μου, από πάνω ένα πάνινο σορτσάκι και μία κοντή μπλούζα με βαθύ ντεκολτέ και τα δύο σε γκρι χρώμα.

"Ο Αιμίλιος είναι στο αμάξι, θα σας πάει εκείνος. Να κάνει και τίποτα, όλο κάθετε. Τον πληρώνουμε χωρίς λόγο." μου είπε η μητέρα μου καθώς με ακολουθούσε προς την έξοδο.

"Θα αργήσω να γυρίσω, μην αγχώνεσαι." της είπα ειρωνικά και βγήκα από το σπίτι.

Ο Αιμίλιος καθόταν ήδη στην θέση του οδηγού και με παρακολουθούσε να πηγαίνω προς το μέρος του. Έφτασα έξω από την πόρτα του οδηγού. Κατέβασε το τζάμι και με κοίταξε έχοντας ένα στραβό χαμόγελο να διακοσμεί το πρόσωπό του. "Πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω;" με ρώτησε με την βαριά φωνή του.

"Πρώτα θα πάρουμε την Ρεβέκκα και μετά θα πάμε παραλία." του είπα προσποιούμενη την επιβλητική φωνή της μητέρας μου.

Μαθήματα Ηδονής [Reupload]Where stories live. Discover now