Κεφάλαιο 2

155 10 5
                                    

Η Μπο έβαλε μπρος τη μηχανή του πανάκριβου πολυμορφικού αυτοκινήτου. « Ζώνη έβαλες;» πέταξε αυστηρά στην Πωλέτα που είχε καθίσει στην πίσω θέση και είχε ήδη τοποθετήσει στα αυτιά της το i-pod. Η κόρη της την αγνόησε όπως πάντα.

«Κοίτα με που σου μιλώ!» είπε η Μπο αλλά και πάλι η Πωλέτα τίναξε αδιάφορα τα μαλλιά της αποφεύγοντας το βλέμμα της μητέρας της μέσα από τον καθρέπτη.

« Αν κάνεις πως δεν με ακούς, θα κάνω και εγώ πως δεν σε ακούω. Και θα αρχίσω από τώρα. Δεν θα πάμε στο σουβλατζίδικο με τους άλλους, ώσπου να μάθεις να απαντάς όταν σου μιλάει η μητέρα σου...»

Η μικρή σκίρτησε τσαντισμένη: « Παράτα με, μαμά!» είπε.

Η Μπο κατέβασε τους ώμους της με παραίτηση. Θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα με έναν στρατό οργισμένων Ούνων πολεμιστών, αλλά δεν μπορούσε με τίποτα να καταφέρει να φέρει στα νερά της την δεκατετράχρονη κόρη της. Ήξερε πως τελικά- παρά τις απειλές της- θα την πήγαινε στο σουβλατζίδικο. Άρχισε να οδηγεί προσεκτικά στους ακόμη άδειους δρόμους. Ήταν ακόμη πολύ νωρίς το πρωί για να καταλήξουν – από τώρα!- σε σουβλατζίδικο. Αλλά η παρέα έτσι είχε αποφασίσει. Η Μπο θυμήθηκε μέσα σε έναν ξαφνικό πανικό πως δεν είχε παρά είκοσι ευρώ στο πορτοφόλι της. Ένιωσε το γνωστό σφίξιμο στο στήθος- όπως κάθε φορά που σκεφτόταν την οικονομική της κατάσταση.

Ήταν εδώ και τρία χρόνια άνεργη και τα εισοδήματά της ήταν πια τόσο περιορισμένα ώστε έπρεπε να κάνει διαρκώς πολύπλοκους υπολογισμούς ώστε να βγάζει πέρα. Αν πηγαίνανε τελικά στο σουβλατζίδικο, η Μπο θα έπρεπε να στερηθεί τον απογευματινό της καφέ.

Θυμήθηκε τις όχι και τόσο μακρινές εποχές που δούλευε ως Διευθύντρια Μάρκετινγκ σε μία μεγάλη εταιρεία αλλαντικών. Ο μισθός της τότε ήταν τόσο μεγάλος που μετά βίας προλάβαινε να τον ξοδέψει. Η οικονομική ασφάλεια που ένιωθε αρκούσε για της δημιουργεί ένα διαρκές αίσθημα ευφορίας. Τι ωραίοι καιροί... Της ήρθαν στο μυαλό εικόνες από εκείνη την ευλογημένη περίοδο της ζωής της. Το τεράστιο γραφείο της με τη θέα που έφτανε ως το γήπεδο Καλατράβα, τα πανάκριβα ταγιέρ που φορούσε στη δουλειά, η γυαλισμένη γραμματέας της που ικανοποιούσε κάθε της επιθυμία. Τα παχυλά μπόνους, τα δώρα που λάμβανε από τις διαφημιστικές όταν προτιμούσε τις δικές τους προτάσεις. Ναι, ήταν καταπληκτική στη δουλειά της και εξαργύρωνε λαίμαργα κάθε επιτυχία της. Στην Μπο όφειλε η εταιρεία εκείνο το καταπληκτικό διαφημιστικό σποτ που παιζόταν διαρκώς στην τηλεόραση και στο ίντερνετ, μπαίνοντας στα χείλη κάθε παιδιού που ζητούσε την συγκεκριμένη μάρκα αλλαντικών για το πρωινό του τοστ. Η Μπο τραγούδησε νοερά το τραγουδάκι της διαφήμισης και για λίγο αισθάνθηκε την ίδια χαρά και υπερηφάνεια με τότε. Αλλά από τότε, τα πράγματα είχαν αλλάξει δραματικά. Η οικονομική κρίση είχε χτυπήσει την εταιρεία και το διοικητικό συμβούλιο είχε αποφασίσει να κάνει περικοπές. Ως υψηλόμισθη, η Μπο ήταν από τους πρώτους υπαλλήλους που έφυγε, παίρνοντας- ευτυχώς- μία τεράστια αποζημίωση. Δεν είχε ανησυχήσει τότε... Πίστευε πως σύντομα θα ξαναέβρισκε δουλειά. Δεν είχε υπολογίσει πως η ηλικία της- που είχε ξεπεράσει εδώ και χρόνια τα πενήντα- καθιστούσε πλέον απαγορευτική την επαναπρόσληψή της από άλλη εταιρεία. Οι εταιρείες προτιμούσαν πλέον ανίδεα κοριτσάκια με κοντές φουστίτσες που είχαν μόλις αποφοιτήσει από κάτι γελοίες σχολές μάρκετιγκ και που συμβιβάζονταν με ψωραλέους μισθούς.

Η Μπο έτρεξε σε πάμπολλες συνεντεύξεις και στο τέλος όλοι της έλεγαν: « Θα σας ειδοποιήσουμε...» με ένα παρήγορο χτύπημα στον ώμο. Κανείς δεν τη ειδοποίησε. Και τώρα έπρεπε πλέον να υπολογίζει ακόμη και πόσα σουβλάκια θα έτρωγε η μονίμως πεινασμένη κόρη της.

Το τηλέφωνο της χτύπησε βγάζοντας την προσωρινά από τις δυσάρεστες σκέψεις της. Ήταν η μητέρα της. Η Μπο απάντησε ενώ ήθελε να αγνοήσει το τηλεφώνημα- όπως ακριβώς η δική της κόρη αγνοούσε οποιαδήποτε δική της παραίνεση.

« Ναι;;» είπε με προσποιητά χαρούμενη φωνή. Δεν είχε την πολυτέλεια να αγνοεί τη μητέρα της' ήταν οικονομικά εξαρτημένη από την σύνταξή της. Οπότε έπρεπε αδιαμαρτύρητα να ακούσει τις χιλιοειπωμένες συμβουλές της, έπρεπε αδιαμαρτύρητα να την επισκέπτονται καθημερινά, έπρεπε αδιαμαρτύρητα να παίζει το παιχνίδι: « Πετάει ο γάιδαρος; Ναι, πετάει...» Γιατί αν η μητέρα της θύμωνε, θα έκοβε μαχαίρι τις οικονομικές παροχές της. Και τι θα γινόταν τότε;

Φτηνές αγκαλιές σε χρυσά κρεβάτιαWhere stories live. Discover now