Kεφάλαιο 3

139 10 4
                                    

Η Κλέα επικαλέστηκε το τηλεφώνημα μιας μαμάς που απαιτούσε τάχα ένα έξτρα ιδιαίτερο μάθημα Αγγλικών και φόρτωσε την κόρη της Ελίνα στην ευθύνη της Βάλιας.

« Χρυσά μου, θα σας βρω σε μιάμιση ώρα στα «Καλαμάκια». Αφήστε λίγες τηγανιτές πατατούλες και για μένα, ναι;» είπε, καθώς το αυτοκίνητο της Βάλιας ( μια εντυπωσιακή Μερσέντες σε γκρι ποντικί χρώμα) εγκατέλειπε το πάρκινγκ του γηπέδου, φορτωμένο με τα δικά της και με τρία ξένα παιδιά. Μόλις το αυτοκίνητο χάθηκε στην γωνία, η Κλέα αναστέναξε με ανακούφιση και μπήκε στο δικό της. Έβγαλε το κινητό της από την τσάντα, ένα i- phone με ροζ κουφετί στρας, και έστειλε ένα μήνυμα. Όταν το κινητό έλαβε τη απάντηση, με τον μελωδικό ήχο του εισερχόμενου μηνύματος, έβαλε μπρος το αυτοκίνητο. Κοίταξε το ρολόι του αυτοκινήτου. Είχε ακριβώς μιάμιση ώρα στη διάθεσή της και σκόπευε να την αξιοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο. Πάτησε δυνατά το γκάζι και οι ρόδες έσκουξαν. Οδηγούσε πάντα σαν τρελή αλλά τώρα τελευταία είχε ξεπεράσει τον εαυτό της. Έκανε σφήνες ανάμεσα στα άλλα αμάξια, επιχειρούσε παράνομες προσπεράσεις, οδηγούσε σε λεωφορειόδρομους, περνούσε με κόκκινο τα φανάρια. Οι ώρες που μπορούσε να ξεκλέψει ήταν απολύτως καθορισμένες και δεν ήθελε να χάνει χρόνο στις μετακινήσεις...

Δέκα λεπτά μετά, έφτασε στον προορισμό της. Πάρκαρε πάνω σε ένα πεζοδρόμιο και τράβηξε χειρόφρενο. Κοίταξε ξανά το ρολόι. Της έμενε μία γεμάτη ώρα και είκοσι λεπτά. Κάθε λεπτό ήταν πολύτιμο. Έβγαλε ένα καθρεπτάκι από την τσάντα της και ανανέωσε το ροζ περλέ κραγιόν της. Πέρασε τα χέρια της μέσα από τα μακριά, πλατινέ μαλλιά για να τους δώσει όγκο και μετά ξεκούμπωσε ακόμη ένα κουμπί από το πουκάμισό της. Θαύμασε για ακόμη μία φορά το στήθος της, έτσι όπως διαγραφόταν φουσκωτό και νεανικά αυθάδικο μέσα από το ντεκολτέ της. Σκέφτηκε πως το στήθος της ήταν ακόμη καλύτερο και από αυτό της δεκατετράχρονης κόρης της. Με ενισχυμένη την αυτοπεποίθησή της πια, χτύπησε ένα κουδούνι σε μία μαυριδερή από το καυσαέριο πολυκατοικία. Μπήκε μόλις η πόρτα άνοιξε και ξανακοίταξε το είδωλό της στον παλιό καθρέπτη της εισόδου. Ναι, έμοιαζε με έφηβη. Το κολλητό τζην διέγραφε κάθε εκατοστό των λεπτών ποδιών της και αναδείκνυε τα πεταχτά της οπίσθια. Τελευταία, είχε χάσει αρκετό βάρος ( ευχαριστώ, θεέ μου!) και η σιλουέτα της ήταν καλύτερη από ποτέ. Κανείς δε θα πίστευε πως διένυε το 45 έτος της ηλικίας της. Ούτε άλλωστε αυτή η ίδια το πίστευε... Μπήκε στο μικρό ασανσέρ που μύριζε κατσαριδοκτόνο και μούχλα. Ενοχλημένη, έβγαλε το μικρό μπουκάλι με το άρωμα που κουβαλούσε πάντα στη τσάντα της και ψέκασε το πίσω μέρος των λοβών της και το μπούστο της. Μετά ψέκασε τον αέρα του ασανσέρ. « Ας μη μείνεις, παραπονεμένο...» είπε με ναζιάρικη φωνή.

Εκείνος την περίμενε με ανοιχτή την πόρτα. Φορούσε μόνο το κάτω της φόρμας του και η Κλέα ένιωσε ξαφνικά να λιγώνεται στην θέα της επίπεδης, γυμνασμένης κοιλιάς του. « Έχω μόνο μία ώρα!» του πέταξε βιαστικά και μπήκε πριν από αυτόν στο διαμέρισμα.

Φτηνές αγκαλιές σε χρυσά κρεβάτιαDonde viven las historias. Descúbrelo ahora