Kεφάλαιο 13

83 10 7
                                    

«Τι υπέροχο σπίτι...» σκέφτηκε η Βάλια την ώρα που χτυπούσε μαζί με τη Κλέα και τα παιδιά το κουδούνι της εξώπορτας της Τατιάνας. Με το που δρασκέλισαν το κατώφλι, η ατμόσφαιρα του σπιτιού τους συνεπήρε όλους. Είχε πέσει το σούρουπο και μέσα από τις τεράστιες τζαμαρίες του σπιτιού φαινόταν μπλε ο όγκος των βουνών με την πορτοκαλί ανταύγεια του ήλιου να χάνεται παραμυθένια πίσω τους. Η Ρωσίδα είχε ανάψει όλες τις επιτραπέζιες λάμπες και ο χώρος ήταν γεμάτος από ζεστές σκιές. Τα έπιπλα, τα φωτιστικά, τα χαλιά, η ίδια η Τατιάνα έδιναν την αίσθηση μιας εξωπραγματικής πολυτέλειας.

« Καλώς ήρθατε...» είπε η Τατιάνα, τονίζοντας κάπως πιο βαριά τα σύμφωνα. Η Βάλια σκέφτηκε πως όσο κι αν το εξωτερικό της Τατιάνας είχε λουστραριστεί, η προφορά της θα παρέμενε τραχιά. Χαμογέλασε με ευχαρίστηση σε αυτή την σκέψη. Συμπαθούσε πολύ την Τατιάνα, αλλά χρειαζόταν επειγόντως να της βρει κάποιο ψεγάδι, προκειμένου να καταπιεί με μεγαλύτερη ευκολία τη ζήλια που της γεννούσε πάντα μέσα της ο καθόλου λιτός βίος της Ρωσίδας. Φιληθήκανε στον αέρα. Η Βάλια σχεδόν ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να τη φτάσει παρόλο που η άλλη φορούσε στρωτές μπαλαρίνες...

Η Κλέα φίλησε στα πεταχτά την Τατιάνα και, σαν σίφουνας, προχώρησε στα ενδότερα. « Φιλίπα, τι όμορφο φόρεμα» είπε γενναιόδωρα στην κόρη της Τατιάνας και αμέσως μετά, απευθυνόμενη στα παιδιά, συμπλήρωσε: « Τώρα ε- ξα- φα- νι- στεί- τε! Πάτε παίξετε, πάτε να μαλώσετε, κάντε ό,τι θέλετε, αλλά ΜΗΝ μας ενοχλήσετε! Για κανέναν λόγο...» Έπεσε πάνω στον καναπέ ανασηκώνοντας τα πόδια της ψηλά, τάχα εξουθενωμένη: « Ήρθε η ώρα των μαμάδων... Τι, ακόμη εδώ είστε;» είπε ψευτοθυμωμένα. Η Φιλίπα χαμογέλασε ευγενικά και ανέλαβε χρέη οικοδέσποινας: « Πάμε στο υπόγειο, να παίξουμε στο μπιλιάρδο του μπαμπά...» . Η Κλέα θαύμασε για λίγο την ποιότητα αυτού του παιδιού, που διαφαινόταν σε όλα πάνω του. Το χαμόγελο, το πρόσωπο της Φιλίπα, οι ευγενικοί, ήπιοι τρόποι της πάντα την εντυπωσίαζαν. Ήταν τόσο διαφορετική από τα δικά της « μικρά, εγωιστικά, πλασματάκια». Ήταν μία μικρή κυρία. Όπως η Τατιάνα, άλλωστε.

Η Βάλια κάθισε δίπλα της, πιο μαζεμένη. « Έχεις ανάψει κεριά;» ρώτησε την Τατιάνα, κάνοντας πως οσφραίνεται λαίμαργα τον αέρα. « Τι θεσπέσια μυρωδιά...»

« Είναι απλώς αρωματικά στικς. Τα έχω ανάψει και καίνε»

« Έτσι θα μυρίζει ο Παράδεισος» είπε η Κλέα και γέλασε. « Τι θα προσφέρει το μαγαζί;» είπε με μάγκικη προφορά και η Βάλια την σκούντησε: « Θεέ μου, με αυτούς που ...κάνεις παρέα, έχεις ξεχάσει τους τρόπους σου» της είπε κάπως αυστηρά.

Φτηνές αγκαλιές σε χρυσά κρεβάτιαWhere stories live. Discover now