Η απρόσμενη πρόσκληση για κοκτέιλ στο σπίτι της Τατιάνας έφτιαξε το κέφι της Γιόλας. Κοίταξε το sms που έγραφε: « Γύρισα, σας περιμένω για ποτά μετά τις 8» την ώρα που μία αστραπή χαράκωνε φωτεινά τον ουρανό. Η Γιόλα ακούμπησε το κινητό της πάνω στην καρδιά της, σαν να ήταν μωρό, και είπε φωναχτά: « Σε ευχαριστώ, Θεέ μου, που λυπήθηκες τη δούλη σου...»
Σιχαινόταν τα Κυριακάτικα απογεύματα και αυτή η καινούργια τάση της για ενδοσκόπηση και αυτομαστίγωμα χειροτέρευε πολύ τα πράγματα. Αν η Τατιάνα δεν την είχε καλέσει, θα κατέληγε να βουλιάξει στην κατάθλιψη. Δεν είχε προλάβει να δουλέψει καθόλου. Πάντα έβαζε ένα κατώτερο όριο λέξεων και προσπαθούσε να το τηρήσει ευλαβικά. « Μέρα που δεν έγραψες είναι χαμένη μέρα...» έλεγε στον εαυτό της. Οπότε έγραφε... Κάθε μέρα, ακόμη και τις Κυριακές, ακόμη και τις αργίες. Έγραφε τουλάχιστον χίλιες λέξεις την ημέρα' αυτό την το κατώτερο όριο που είχε θέσει μέσα της. Έγραφε ασταμάτητα και ήλπιζε πως κάποτε η αξία της θα αναγνωριστεί. Πως θα κάνει μία επιτυχία. Ή πως θα κάνει- γιατί όχι;- ένα μπεστ σέλλερ. Αλλά σήμερα δεν είχε γράψει ούτε μία λέξη. Και δεν είχε κανένα άλλοθι για την αναποτελεσματικότητα της. Ο γιος της ήταν στον πρώην της, η Τάνια με τα κορίτσια, η μικρή με τον άντρα της στην πεθερά. Είχε λοιπόν και χρόνο και ησυχία. Αλλά δεν είχε καταφέρει να αξιοποιήσει αυτές τις πολύτιμες, άδειες ώρες. Είχε καθίσει στον υπολογιστή αλλά δεν είχε καταφέρει να γράψει ούτε μία γραμμή. Ήταν λες και το μυαλό της ήταν τρύπιο και του ξέφευγαν οι λέξεις.
Είχε συναίσθηση των ορίων της. ΟΚ, δεν ήταν βέβαια η θεόπνευστη συγγραφέας που θα έκανε το κοινό και τους κριτικούς να την προσκυνήσουν, αλλά δεν είχε και ποτέ πριν αντιμετωπίσει το writer's block. Πάντα οι λέξεις έβγαιναν αβίαστα από μέσα της, ζωντανές και χειμαρρώδεις. Αλλά, σήμερα, ένιωθε τις σκέψεις της κολλημένες μέσα της, πλαδαρές σαν ζυμάρια, άνοστες, αδιάφορες. Ανούσιες.
Η Γιόλα έκλεισε τον υπολογιστή. Θα γράψω αύριο δύο χιλιάδες λέξεις, υποσχέθηκε στον εαυτό της. Η προοπτική της βραδιάς στην Τατιάνα της ανέβασε κατακόρυφα τη διάθεση. Η Τατιάνα ήταν υπέροχη οικοδέσποινα, και το σπίτι της – ω, το σπίτι της- ήταν ένας παράδεισος. Σίγουρα θα είχε καλέσει και τις άλλες... Θα έπιναν, θα γελούσαν, θα περνούσαν καλά για κάποιες ώρες. Η Γιόλα έσπρωξε στην άκρη του μυαλού της τις δυσάρεστες σκέψεις της και μπήκε στο μπάνιο για ένα γρήγορο ντους. Ενώ βρισκόταν κάτω από το νερό, έκανε έναν νοερό κατάλογο με το τι θα έπρεπε να κάνει το επόμενο μισάωρο. Έπρεπε να στείλει ένα μήνυμα για να ενημερώσει τον Γιάννη, έπρεπε να στείλει ένα μήνυμα στον πρώην της ώστε να φέρει όσο πιο αργά γινόταν τον γιο τους, έπρεπε να βεβαιωθεί πως κάποια από τις άλλες θα έφερνε την κόρη της στο σπίτι της Τατιάνας, έπρεπε να φορέσει κάτι όμορφο.
أنت تقرأ
Φτηνές αγκαλιές σε χρυσά κρεβάτια
أدب نسائيΕκεί όπου τα σώματα πωλούνται ακριβά ενώ οι καρδιές ξεπουλιούνται στη φθήνια... Εκεί όπου η απώλεια μιας οικιακής βοηθού είναι μεγαλύτερο πρόβλημα από την απώλεια μιας αγάπης. Εκεί όπου η εικόνα λατρεύεται, ενώ η ουσία αγνοείται. Εκεί όπου τα παιδιά...