Κεφάλαιο 15

94 10 3
                                    

Το άλλο πρωί, στις επτά ακριβώς, η Μπο παρέδωσε την κόρη της στην συνοδό του σχολικού. Για δύο τρία λεπτά η Μπο αφέθηκε σε έναν μητρικό θαυμασμό, καμαρώνοντας την Πωλέτα, που έλαμπε μέσα στα ολοκαίνουργια φιρμάτα ρούχα της, καθώς ανέβαινε τα σκαλοπατάκια του σχολικού με το δυναμικό και τόσο περήφανο βάδισμά της. Η Πωλέτα τίναξε τα μακριά μαλλιά της με χάρη και μετά της έστειλε ένα φιλί από μακριά. Πριν η πτυσσόμενη πόρτα του σχολικού κλείσει, η συνοδός καλημέρισε με κάποιον σεβασμό την Μπο, έτσι όπως προφανώς απαιτούσε η κεντρική γραμμή του σχολείου. Η Μπο της αντιγύρισε ένα κοφτό καλημέρα, αποφεύγοντας ακόμη και να χαμογελάσει.

Γύρισε σπίτι, έβαλε ένα φλυτζάνι γαλλικό καφέ, και ήπιε βιαστικά δύο τρεις γουλιές. Μετά ξεντύθηκε και φόρεσε ένα παλιό τζην, που της έπεφτε πολύ μεγάλο, και μία τριμμένη μπλούζα. Μάζεψε τα μαλλιά της κότσο και τα σκέπασε με ένα καπελάκι του μπέιζμπωλ, που έγραφε: « Ντότζερς». Ακόμη και η ίδια δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τον εαυτό της στον καθρέπτη της κρεβατοκάμαρας της. Έμοιαζε με μια άλλη γυναίκα. Η Μπο, πήρε κάτι κοκάλινα γυαλιά ηλίου που σκέπαζαν σχεδόν το μισό της πρόσωπο και τα φόρεσε. Γρύλισε με ευχαρίστηση. Κανείς δε θα μπορούσε να την αναγνωρίσει. Ολοκλήρωσε την αμφίεσή της με ένα παλιό ζευγάρι πλαστικές μπότες. Ήπιε ακόμη δύο γουλιές από τον καφέ της και παίρνοντας έναν παλιό σάκο στον ώμο, κλείδωσε και βγήκε στον δρόμο.

Είχε βρει τη «δουλειά» από μία αγγελία στο μίνι μάρκετ. Είχε πάει για τσιγάρα όταν πρόσεξε πάνω στο τζάμι του ψιλικατζίδικου ένα χαρτί που έγραφε: « Ζητείται οικιακή βοηθός». Από κάτω, κομμένα σαν κρόσσια, ήταν χαρτάκια με γραμμένο ένα κινητό τηλέφωνο. Η Μπο είχε απομνημονεύσει το κινητό και είχε τηλεφωνήσει την ίδια κιόλας μέρα. Είχε πάρει με ευκολία τη δουλειά. Χα, χα, απίστευτο...

Τώρα, η Μπο περπάτησε βιαστικά στους καθαρούς, γυαλισμένους από το καθαριστικό του δήμου, δρόμους της γειτονιάς τους, αποφεύγοντας έντεχνα τους δρόμους των σπιτιών της Κλέας και της Βάλιας. Δεν ήθελε να έχει κανένα τυχαίο συναπάντημα. Για την Γιόλα δεν την ένοιαζε' η Γιόλα ήξερε. Προσπάθησε να δώσει σε αυτή την εξαιρετικά πρωινή διαδρομή τον χαρακτήρα ενός περιπάτου. Ανάσανε βαθιά το άρωμα των βρεγμένων από την βραδινή υγρασία πεύκων και το άρωμα των ακακιών. Το προάστιο τους ήταν ένας επίγειος παράδεισος. Και όπως κάθε παράδεισος είχε και την κόλασή του. Για την Μπο το κολαστήριο ήταν στον αριθμό 45 της οδού Γαρδένιας, 4 τετράγωνα ακριβώς μακριά από το σπίτι της. Η Μπο χτύπησε απαλά το κουδούνι και μετά από πεντάλεπτη καθυστέρηση η πόρτα άνοιξε.

Φτηνές αγκαλιές σε χρυσά κρεβάτιαWhere stories live. Discover now