O Δημήτρης άνοιξε τα παραθυρόφυλλα και το πρωινό φως έπεσε στα σφαλιστά μάτια της Βάλιας. « Έχω ημικρανία» ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε, γιατί ήταν το πρώτο πράγμα που ένιωσε. Άνοιξε με κόπο τα βλέφαρα και μετά τα ξαναέκλεισε. « Κλείσε τα παραθυρόφυλλα, έχω πονοκέφαλο, με ενοχλεί το φως...» είπε στον άντρα της και έβαλε το μαξιλάρι πάνω στο πρόσωπό της. Θεέ μου, τι πόνος. Τα χθεσινά κωλοποτά της Ρωσίδας έφταιγαν. Πόσα κοκτέιλ είχε πιει; Τρία, τέσσερα; Ίσως και πέντε. Τώρα, τα μηνίγγια της σφυροκοπούσαν και το στομάχι της ανακατευόταν. Θυμήθηκε το χθεσινό κινέζικο που τους πρόσφερε η Τατιάνα και ένιωσε μεγαλύτερη ναυτία. Η Βάλια το είχε παρακάνει και με το φαγητό. Είχε φάει του σκασμού και συνέχιζε να τρώει ακόμη και όταν οι υπόλοιπες σταμάτησαν το φαγητό και ξεκούμπωσαν τα κουμπιά των παντελονιών τους δηλώνοντας: « Έχω σκάσει!»
Είχε φάει όσα spring rolls είχαν αφήσει οι υπόλοιπες, είχε φάει όσο ρύζι είχε ξεμείνει στην πιατέλα, είχε φάει όλα τα κουλουράκια της τύχης. Το χαρτάκι στο δικό της κουλουράκι της τύχης έγραφε: « Η δυσπεψία είναι οι τύψεις ενός ένοχου στομαχιού». Τσαλάκωσε το χαρτάκι της χωρίς να το διαβάσει φωναχτά και όταν την ρώτησαν τι έγραφε, εκείνη είχε πει ανάλαφρα: « Άδραξε τη μέρα!» αλλά ήταν τόσο ταραγμένη από την σύμπτωση που το κέφι της χάλασε αυτόματα. Αργότερα, το βράδυ δεν είχε καταφέρει να κοιμηθεί. Είχε τύψεις, όπως τύψεις είχε και το στομάχι της...
« Πως είσαι;» ρώτησε ο άντρας της. Η Βάλια ένιωσε πως η ερώτηση γινόταν τυπικά, πως δεν τον ενδιέφερε καθόλου η υγεία της, πως τον ενδιέφερε μόνο να βάλει το κουστουμάκι του και το αστραφτερό πουκαμισάκι του για να πάει να το παίξει γκόμενος στη δουλειά.
« Σε παρακαλώ, φέρε μου ένα ποτήρι νερό και ένα ιμιγκράν από το φαρμακείο του μπάνιου» είπε εκείνη προσπαθώντας να διατηρήσει τη φωνή της ευχάριστη. Δεν ήθελε να ακούγεται σαν παραπονιάρα, ανήμπορη γριά. « Τα παιδιά ξύπνησαν;» ρώτησε με δυσκολία, που δεν την άφησε να φανεί.
« Τρώνε πρωϊνό»
« Ελπίζω να μην τους τίγκαρες τα γάλατα με κορν φλέικς»
« Για να πω την αλήθεια, αυτό ακριβώς έκανα» είπε εκείνος και η Βάλια ένιωσε μία μαχαιριά να κόβει στη μέση τον ίδιο τον εγκέφαλό της.
« Αφού σου έχω πει πως πρέπει να αποφεύγουν τα μεταλλαγμένα προϊόντα» είπε εκείνη θυμωμένη. « Τα κoρν φλέικς είναι πρώτα στον κατάλογο της Green Peace με τις μεταλλαγμένες τροφές»
« Έλα, χαλάρωσε» είπε εκείνος. Της φάνηκε πως μέσα στα μάτια του τρεμόπαιξε στιγμιαία μία κοροϊδευτική λάμψη. Της φάνηκε πως της είπε: Κάνεις δίαιτα στα παιδιά γιατί δεν μπορείς να κάνεις δίαιτα η ίδια. Με το βλέμμα του. Άηχα. Πολύ ξεκάθαρα, όμως. Η Βάλια ήπιε το φάρμακο που αυτός της έφερε και ξαναέπεσε στα μαξιλάρια. « Μην τους δώσεις μεγάλο χαρτζιλίκι, το ξοδεύουν σε μαλακίες του κυλικείου» του πέταξε καθώς αυτός της έκλεινε την πόρτα για να την αφήσει να ηρεμήσει. Τον είδε που κούνησε το κεφάλι καταφατικά, αλλά βαριεστημένα.
Η Βάλια κοίταξε το αγαλματάκι που υπήρχει πάνω στη δρύινη συρταριέρα. Της το είχε κάνει ο Δημήτρης δώρο τον πρώτο καιρό του έρωτα τους. Ήταν ο "Έρωτας που κοιμάται". Το μικρό αγαλματάκι είχε σφαλιστά τα βλέφαρα και ένα ύφος ευδαιμονίας. Η Βάλια ήθελε να κλείσει και τα δικά της μάτια και να αφεθεί σε έναν ήρεμο ύπνο, σφαλίζοντας έξω από την κρεβατοκάμαρα όλα τα προβλήματά της. Η ψυχαναγκαστική της ανάγκη για έλεγχο δεν την άφηνε ποτέ να ηρεμήσει. Η δουλειά δεν μπορούσε να περιμένει και δεν είχε καμία διάθεση να τηλεφωνήσει στον αδελφό της για να δηλώσει...αδιαθεσία. Η αδιαθεσία δήλωνε αδυναμία και η αδυναμία οδηγούσε σε αποτυχία. Ακόμα και η πλεονεκτική της θέση στην εταιρεία, μια που ήταν η κόρη του παλιού αφεντικού, αντί να την ελαφραίνει τη βάραινε ακόμα περισσότερο. Έπρεπε να αποδείξει πως άξιζε διπλά και τρίδιπλα. Έξτρα βάρος.
Λες και δεν έχω ήδη αρκετό πάνω μου, σκέφτηκε με μία έξτρα δόση αυτοσαρκασμού. Πίεσε τα μηνίγγια της με τις παλάμες της ανοικτές για να σταματήσει κάπως τον πόνο. Μάταιη προσπάθεια. Τα πάντα γύριζαν στο δωμάτιο και το φως την ενοχλούσε τόσο που ένιωσε το μυαλό της να καίγεται.
Κοίταξε το αγαλματάκι του Έρωτα. Πράγματι ο Έρωτας κοιμόταν εδώ μέσα, σκέφτηκε. Ήθελε να χαμογελάσει ειρωνικά για την ίδια της την σκέψη αλλά ένα δυνατό κύμα ναυτίας την ανάγκασε να τρέξει στο μπάνιο. Της φάνηκε πως ο Έρωτας από τη σιφονιέρα είχε ανοίξει έκπληκτος και τρομαγμένος τα μάτια.
" Δεν πάω καλά" σκέφτηκε η Βάλια πριν αφήσει το περιεχόμενο του στομαχιού της στη τουαλέτα
KAMU SEDANG MEMBACA
Φτηνές αγκαλιές σε χρυσά κρεβάτια
ChickLitΕκεί όπου τα σώματα πωλούνται ακριβά ενώ οι καρδιές ξεπουλιούνται στη φθήνια... Εκεί όπου η απώλεια μιας οικιακής βοηθού είναι μεγαλύτερο πρόβλημα από την απώλεια μιας αγάπης. Εκεί όπου η εικόνα λατρεύεται, ενώ η ουσία αγνοείται. Εκεί όπου τα παιδιά...