Κεφάλαιο 7

104 8 1
                                    

Η Γιόλα άρχισε να συμμαζεύει. Μία κάλτσα – που ήταν το ταίρι της;- ένα πιάτο που ήταν αφημένο πάνω στον καναπέ – ποιος το είχε παρατήσει εδώ;-, ένα μισοάδειο ποτήρι σοκολατούχο γάλα από το τραπεζάκι του σαλονιού – ποιος είχε αγοράσει σοκολατούχο γάλα;

Καθώς έσκυψε για να ανασηκώσει το ποτήρι, ένιωσε έναν περιστροφικό ίλιγγο να της ανακατεύει το στομάχι. Χύθηκε στον καναπέ για να μην λιποθυμήσει.

«Είμαι πενήντα χρονών» σκέφτηκε σαν να το συνειδητοποιούσε εκείνη ακριβώς τη στιγμή της αδιαθεσίας της.

Ήταν σαράντα οκτώ για την ακρίβεια. Ακριβώς στην ηλικία που έλκει προτάσεις, όπως: « Κρατιέται καλά- για την ηλικία της...» ή « Στην ηλικία της θα έπρεπε να...» ή « Είναι πολύ ανώριμη- για την ηλικία της...». Σε δύο χρόνια από τώρα, οι άνθρωποι θα μπορούσαν να πουν για εκείνη: ' Έχει ζήσει μισό αιώνα!'. Στη σκέψη αυτή ένα τρεμουλιαστό ρίγος διέτρεξε το κορμί της.

Αυτός ο μισός αιώνας, που θα έπρεπε να την έχει ποτίσει με τη σοφία που ένας αιώνας εμπεριέχει – έστω και μισός-, είχε καθίσει πάνω της και τη βάραινε πια. Και ενώ ο χρόνος είχε «γράψει» πάνω στο σώμα της – οι ρυτίδες, η χαλάρωση, αυτός εδώ, ο ύποπτος ίλιγγος- δεν είχε αλλάξει καθόλου την ένδειξη του συναισθηματικού κοντέρ μέσα της. Ένιωθε το ίδιο αφελής, ενθουσιώδης και αγνή όπως στα δεκαπέντε της. Ήταν το ανάποδο του «πορτραίτου του Ντόριαν Γκρέυ»: από μέσα νέα, απ' έξω σκατά. Παλιά, πολύ παλιά, όταν ακόμη ήταν είκοσι χρονών, δεν έβλεπε καν τις πενηντάρες γύρω της. Ενώ τις κοίταζε, δεν τις αντιλαμβανόταν ως παρουσίες. Δεν ήταν ηλικιωμένες ώστε να απαιτούν το σεβασμό της, δεν ήταν συνομήλικες για να ξεσηκώνουν τον ανταγωνισμό της. Βρισκόταν – νόμιζε η Γιόλα- σε μία θολή ζώνη ύπαρξης. Λίγο αόρατες. Υπέθετε βέβαια πως θα είχαν τακτοποιημένες ζωές, συζύγους από αυτούς που θα προτιμούσε η Ντόρις Ντέι, κουζίνες από ακριβό μασίφ ξύλο και παιδιά που θα τους έδιναν ένα τρυφερό φιλί για καληνύχτα.

Τώρα οι πενηντάρες που ήξερε ανήκαν σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη ανήκαν αυτές που πίστευαν πως 50= 25+25 οπότε επέλεγαν να νιώθουν σαν να είναι 25 χρονών και πολλαπλασιάζουν επί δύο τον ενθουσιασμό τους. Όπως η Κλέα, δηλαδή. Ή όπως η Μπο. Στην δεύτερη κατηγορία ανήκαν αυτές που είχαν κλείσει ειρηνικά τους μηρούς τους και είχαν αφεθεί στην εμμηνόπαυση με αγαλλίαση. Φορούσαν άνετα παπούτσια, μάζευαν σεμνά τα μαλλιά τους και τα περιττά κιλά τους κρέμονταν περήφανα πάνω τους' σχεδόν σαν παράσημα.

Η Γιόλα δεν ανήκε σε καμία κατηγορία. Δεν ανήκε πουθενά. Αυτό από μόνο του ήταν ένα δράμα.

Έτριψε τον αυχένα της. Ο καιρός θα άλλαζε πάλι' ο αυχένας της ήταν πολύ πιο αξιόπιστος από οποιοδήποτε δελτίο καιρού της Μετεωρολογικής. Οι μύες της τσίτωναν ακόμη και στην παραμικρή άνοδο της υγρασίας. Θα έβρεχε στα σίγουρα ως το βράδυ.

Αρχίζω να έχω τα αρθριτικά προβλήματα των γηραιών κυριών, σκέφτηκε με μία δόση αυτοσαρκασμού. Βέβαια, η παιδοψυχίατρος που συμβουλευόταν κάθε βδομάδα για τα παιδιά, και ειδικά για τον Αλέξανδρο, της είχε πει πως η αυχεναλγία της ήταν απλώς η έκφραση της καλυμμένης της κατάθλιψης. Η Γιόλα αρνιόταν να παραδεχτεί πως έπασχε από κατάθλιψη. Μα ήταν τόσο ζωηρή, τόσο αποτελεσματική, τόσο δραστήρια... Κι όμως η παιδοψυχίατρος επέμενε. Κατάθλιψη- ναι, κατάθλιψη!

Ανέκαθεν, η Γιόλα έπαιρνε χωρίς καν ιδιαίτερη προσπάθεια τον τίτλο της ψυχής της παρέας. Από φοιτήτρια ακόμη... Ήταν ένας τίτλος που ταίριαζε με την κεφάτη ιδιοσυγκρασία της. Έκανε τα πάντα για να διατηρεί τον ρόλο της μπριόζας, χιουμορίστας, ακούραστης και ζωηρής. Αυτός ο ρόλος σε συνδυασμό με την καλή της εμφάνιση, την κάνανε περιζήτητη. Πλέον, η Γιόλα δεν είχε ρανίδα ενέργειας. Της είχε τελειώσει... Και το σώμα της έσκουζε πια για βοήθεια. Απαιτούσε μία αλλαγή. Απαιτούσε να μαζέψει πίσω την σπαταλημένη ενέργεια για να την αποδώσει πίσω στον εαυτό της. Δεν είχε όμως ιδέα πως θα γινόταν αυτό.

Χάζεψε τα πουλιά που πετούσαν χαμηλά στον ουρανό σε τριγωνικούς σχηματισμούς. Χαμηλό βαρομετρικό. Ναι, αναμφίβολα, θα έβρεχε το βράδυ...

Φτηνές αγκαλιές σε χρυσά κρεβάτιαWhere stories live. Discover now