Κεφάλαιο 11

935 59 30
                                    

"Μπαμπά;" ρωτάω όταν ακούω τη γνώριμη φωνή του πατέρα μου στην άλλη γραμμή.
"Άννα; Ακούω καλά; Εσύ είσαι;" ακούω τον πατέρα μου να ρωτάει περισσότερο τον εαυτό του παρά εμένα.
"Ναι..." απαντάω δειλά στην ερώτηση του.
"Πως με βρήκες;"
"Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που βρήκες να με ρωτήσεις;"
"Ήταν η μόνη λογική ερώτηση που σκέφτηκα να ρωτήσω" απαντάει σαρκαστικά.
Σιωπή απλώνεται στο τηλέφωνο... Κανείς δεν ξέρει τι πρέπει να πει ή πως πρέπει να αντιδράσει.
"Λοιπόν.... Για ποιο λόγο με πήρες τηλέφωνο; Και βασικά πως βρήκες το τηλέφωνό μου;"
"Γίνεται να μην τα πούμε από το τηλέφωνο; Θέλω να σε δω..." η φωνή μου ακούγεται σπαστή στην προσπάθεια να μη βάλω τα κλάματα.
"Δεν ξέρω αν είναι καλή ιδέα. Η μητέρα σου δεν θα συμφωνεί με αυτό"
"Η μαμά δεν ζει πλέον μπαμπά..."
Σιωπή απλώνεται στο τηλέφωνο. Περίμενε... Τι εννοούσε ότι η μαμά δεν θα συμφωνούσε; Για ποιο λόγο;
"Δεν νομίζω ότι είναι καλή ιδέα να βρεθούμε" απαντάει διστακτικά.
"Θέλω να σε δω. Νομίζω μου το οφείλεις. Και σε μένα και στο Νίκο"
".... Εντάξει... Αλλά για λίγο. Δεν έχω πολυ χρόνο στη διαθέση μου. Πες μου που και πότε;"
"Αύριο στις 11:00 στο κέντρο της Αθήνας. Θα σε πάρω αύριο για να δω που ακριβώς θα είσαι"
"Εντάξει. Τα λέμε αύριο λοιπόν. Καληνύχτα Άννα"
"Καληνύχτα μπαμπά"

~~~~~

"Αν βγεις από αυτή την πόρτα, έχουμε χωρίσει. Δεν θα ξαναδείς ούτε εμένα ούτε τα παιδιά σου", ακούω τη μαμά μου να φωνάζει στον πατέρα μου. Βρίσκομαι στο δωμάτιο του ενάχρονου αδερφού μου. Ακόμα και με κλειστές τις πόρτες μπορώ να τους ακούσω να φωνάζουν. Πάντα υπήρχαν καυγάδες μέσα στο σπίτι, αλλά τον τελευταίο καιρό η μαμά με τον μπαμπά τσακώνονται σχεδόν κάθε μέρα. "Αντρέα... Μίλησα! Έτσι και περάσεις αυτή την πόρτα, για μένα θα είσαι νεκρός. Δεν θα υπάρχεις ούτε σαν σύζυγος ούτε σαν πατέρας! Άλλα βέβαια, η γκόμενα σου σε περιμένει... Ε λοιπόν ας μην σε καθυστερώ, φύγε!" Στο άκουσμα της τελευταίας λέξης εκσφενδονίζομαι από τη θέση μου και κατεβαίνω γρήγορα τις σκάλες προς το σαλόνι. Αντικρίζω τον πατέρα μου με μια βαλίτσα στο χέρι. "Μπαμπά φεύγεις;" , ρωτάω διστακτικά. "Ναι Άννα μου, αλλά θα ξαναγυρίσω. Μην φοβάσαι. Θέλω μόνο να προσέχεις τον εαυτό σου και τον αδερφό σου" λέει ο πατέρας μου και φιλάει το κεφάλι μου. Ανοίγει την πόρτα, μας κοιτάει για μια τελευταία φορά και φεύγει. Κάτι δεν πάει καλά. Ο μπαμπάς μου ποτέ δεν μου μιλούσε έτσι περίεργα όταν έφευγε για επαγγελματικό ταξίδι. "Μαμά, δεν θα γυρίσει έτσι δεν είναι;", ρωτάω απεγνωσμένα τη μητέρα μου και ας ξέρω ήδη ποια είναι η απάντηση. "Όχι Αννούλα μου". Χωρίς δεύτερη σκέψη ανοίγω την πόρτα και τρέχω προς το αυτοκίνητο του πατέρα μου που έχει ήδη πάρει μπρος. "Μπαμπαααα, περίμενε μη φεύγεις. Σε παρακαλώ..." Αλλά το αυτοκίνητο έχει ήδη ξεκινήσει να απομακρύνεται.
Ξυπνάω απότομα από τον εφιάλτη. Ακουμπάω με την παλάμη το μέτωπό μου, το οποίο έχει μουσκέψει από τον ιδρώτα που με λούζει. Κοιτάω το ρολόι. Η ώρα είναι 4:30 τα ξημερώματα. Δεν υπάρχει περίπτωση να με ξαναπάρει ο ύπνος, όποτε γδύνομαι στα γρήγορα και χώνομαι κάτω από το ντουζ.
Είχα τόσο καιρό να δω αυτό το όνειρο. Όταν μας είχε εγκαταλήψει ο πατέρας μου, έβλεπα αυτό το όνειρο σχεδόν κάθε μέρα. Ποτέ δεν βρήκα το θάρρος να μιλήσω με τη μαμά μου για αυτό το θέμα. Και ακόμα έχω τις αμφιβολίες μου για ποιο λόγο μας παράτησε ο πατέρας μου. Αλλά όλα θα αλλάξουν αύριο. Ή τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω.
Βγαίνω από το ντουζ, ντύνομαι γρήγορα και κατεβαίνω στην κουζίνα να κάνω πρωινό. Ναι, στις 5 το πρωί. Τι ποιο φυσιολογικό από αυτό;

ΕπιβίωσηTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang