Κεφάλαιο 5

59 22 2
                                    

Είχε περάσει αρκετή ώρα από την συζήτηση με τον πατέρα μου κι εγώ δεν είχα καταλάβει πότε με πήρε ο ύπνος. Ένιωθα εξαντλημένη, λογικά θα ήταν από την έντονη συναισθηματική φόρτιση.

Ξύπνησα και κοίταξα το ρολόι του κινητού μου. Ήταν αρκετά αργά για να μην έχει επιστρέψει η μητέρα μου από την δουλειά, σκέφτηκα παραξενεμενη, αλλά ίσως είχε γυρίσει και δεν ήθελε να με ενοχλήσει, ή απλά το απέφευγε, κάτι που η αλήθεια είναι ότι δεν με πείραζε,δεν ήθελα να την δω. Δεν ήθελα να μιλήσουμε. Δεν άντεχα να ακούσω άλλα.
Είχα σκεφτεί να εκμεταλλευτώ την πρόταση του Στέφανου και να πάω από εκεί.
Χρειαζόμουν λίγο χρόνο μακριά από τους γονείς μου αλλά και κοντά στον αδερφό μου. Έπρεπε να μου εξηγήσει πως μπόρεσε εκείνος να το ξεπεράσει. Έτσι,πήρα το κινητό μου και του έστειλα μήνυμα για να δω αν ισχύει η πρόταση του. Για καλή μου τύχη απάντησε αμέσως και όπως ήταν αναμενόμενο μπορούσα ακόμα να πάω.
Κατευθείαν, χωρίς να χάσω χρόνο, πήγα κάτω για να το ανακοινώσω στους γονείς μου.

-Μαμά,μπαμπά μίλησα με τον Στέφανο. Αποφάσισα να πάω από εκεί για λίγο καιρό, τους είπα αποφασιστικά,μη θέλοντας να δώσω παραπάνω εξηγήσεις. 

- Βενετία μου, μου είπε ο μπαμπάς σου για τη κουβέντα σας, ξέρεις ότι πρέπει κάποια στιγμή να μιλήσουμε. 

- Ναι πρέπει να μιλήσουμε, αλλά αφού το αργήσαμε τόσο καιρό δεν νομίζω να σας πειράζει να περιμένετε λίγο ακόμα. Εξάλλου χρειάζομαι και ένα διάλειμμα από την καλοκαιρινή προετοιμασία, να γεμίσω μπαταρίες για τις πανελλήνιες. 

- Έχεις δίκιο που θυμώνεις. Δεν μπορούμε να σου απαγορεύσουμε να πας στον αδερφό σου και έτσι κι αλλιώς δεν φαίνεται να ζητάς και την άδεια μας. Οπότε, πήγαινε να ηρεμήσεις, θα σου κάνει καλό. 

Μη χάνοντας άλλο χρόνο, και μη θέλοντας να κάτσω άλλο μαζί τους, έτρεξα στο δωμάτιο μου για να μαζέψω τα πράγματα μου. Ήθελα να πάω στον Στέφανο το γρηγορότερο δυνατόν.

Όσο μάζευα τα πράγματά μου, είχα απορροφηθεί τελείως, είχα βάλει μέχρι και μουσική για να μην σκέφτομαι όλα όσα έχουν γίνει. Κάπως έτσι,η ώρα πέρασε και είχε σχεδόν βραδιάσει. Άκουσα το τηλέφωνο μου να χτυπάει, ήταν ο Άγγελος. 

Ωχ,τον είχα ξεχάσει τελείως. Δεν είχα δώσει σημεία ζωής εδώ και πολλές ώρες και σίγουρα θα ανησυχεί αφού έφυγα πολύ φορτισμένη από το σπίτι του.
-Έλα sunshine,του είπα με γλυκιά φωνή προσπαθώντας να αποφύγω το κήρυγμα, αλλά μάταια 

Ένας αιώνιος ΑύγουστοςWhere stories live. Discover now